Ναρκοληψία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ειδικότητανευρολογία
Ταξινόμηση
ICD-10G47.4
ICD-9347
OMIM161400
DiseasesDB8801
eMedicineneuro/522
MeSHD009290

Η ναρκοληψία είναι μια ασυνήθιστη νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανεξέλεγκτη υπνηλία, ακόμη και μετά από επαρκή ύπνο. Το άτομο που πάσχει από ναρκοληψία, ο ναρκοληπτικός, έχει επαναλαμβανόμενες ακαταμάχητες προσβολές ύπνου, που όταν έρχονται δεν μπορεί να αντισταθεί και μπορεί ως αποτέλεσμα να αποκοιμηθεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε, ακόμη και σε ακατάλληλες ή επικίνδυνες συνθήκες, στο μέσον μιας συζήτησης για παράδειγμα ή κατά την οδήγηση.

Επίσης, ο ναρκοληπτικός μπορεί να εκδηλώνει σε ποσοστό 70% βραχέα επεισόδια καταπληξίας, δηλαδή αιφνίδιας απώλειας του μυϊκού τόνου συχνά ως αποτέλεσμα έντονης συγκίνησης. Μετά δηλαδή από έντονο γέλιο, θυμό, έκπληξη ο ναρκοληπτικός μπορεί να σωριαστεί κάτω χωρίς όμως να έχει χάσει τις αισθήσεις του ή απλά να του πέσουν αντικείμενα που κρατά, να χαλαρώσει το σαγόνι του, να πέσουν τα βλέφαρα του, το κεφάλι του ή τα χέρια του.

Τέλος, 30-50% των ατόμων που πάσχουν από ναρκοληψία, κατά το μεταβατικό διάστημα μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, βιώνουν παράλυση ύπνου, αδυναμία δηλαδή να κινηθούν και 20-40% βιώνουν υπναγωγικές ψευδαισθήσεις, είτε οπτικές είτε ακουστικές ή κιναισθητικές. Τόσο η παράλυση όσο και οι ψευδαισθήσεις διαρκούν δευτερόλεπτα ως λίγα λεπτά και θεωρούνται ότι είναι το αποτέλεσμα εισβολής στοιχείων REM ύπνου κατά τη διάρκεια εγρήγορσης του ατόμου.

Η διάγνωση της ναρκοληψίας γίνεται οριστικά σε χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από 10 έως 15 χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Στους περισσότερους ασθενείς τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στις ηλικίες μεταξύ 10 και 25 ετών.

Σε πολλούς άλλους τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στις ηλικίες μεταξύ 35 και 45 ετών. Ωστόσο, η ναρκοληψία είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία.

Η αιτία της ναρκοληψίας παραμένει άγνωστη. Κατά τα τελευταία χρόνια η κατανόηση της πάθησης έχει βελτιωθεί. Έχουν αναγνωρισθεί γονίδια που σχετίζονται έντονα με την πάθηση (γονίδιο για τον υποδοχέα 2 της υποκρετίνης).

Είναι πιθανόν ότι εμπλέκονται πολλοί παράγοντες που αλληλεπιδρούν, οδηγώντας σε νευρολογική διαταραχή και ανωμαλίες του ύπνου (ιδιαίτερα της φάσης REM του ύπνου).

Περιγράφεται κληρονομική οικογενειακή προδιάθεση για την πάθηση. Μερικές φορές σχετίζεται με βλάβες του εγκεφάλου λόγω τραυματισμού της κεφαλής ή μιας νευρολογικής πάθησης.Στις περισσότερες περιπτώσεις, η νόσος είναι σποραδική δηλαδή δεν υπάρχει οικογενειακός, κληρονομικός ή άλλος προδιαθεσικός παράγοντας.

Τα κυριότερα συμπτώματα της ναρκοληψίας είναι τα ακόλουθα τέσσερα:

  • Υπερβολική κατάσταση υπνηλίας κατά τη διάρκεια της ημέρας: Πρόκειται για το συχνότερο σύμπτωμα της ναρκοληψίας που υπάρχει σχεδόν σε όλους τους ασθενείς. Είναι το πρώτο που εμφανίζεται κλινικά. Επηρεάζει σημαντικά τις δραστηριότητες των ασθενών.
  • Καταπληξία: Με αυτή εννοούμε την απότομη απώλεια του μυικού τόνου ενώ είμαστε ξύπνιοι με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να κινηθούμε. Συνήθως προκαλείται από έντονα συναισθήματα όπως το γέλιο, ο θυμός κλπ. Συνήθως τα επεισόδια καταπληξίας διαρκούν λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα.
  • Παραισθήσεις: Έντονες παραισθήσεις που εκδηλώνονται κατά την έναρξη του ύπνου ή κατά την αφύπνιση.
  • Επεισόδια ολικής παράλυσης: Σύντομα επεισόδια ολικής παράλυσης που συμβαίνουν στην αρχή ή στο τέλος του ύπνου.

Θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεραπεία είναι προσαρμοσμένη στο άτομο, με βάση τα συμπτώματα. Ο χρόνος που απαιτείται για να επιτευχθεί ο βέλτιστος έλεγχος των συμπτωμάτων είναι εξαιρετικά μεταβλητός και μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες ή περισσότερο.

Ενώ η από του στόματος θεραπευτική αγωγή με φάρμακα είναι ο στυλοβάτης της τυπικής θεραπείας της ναρκοληψίας, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής είναι, επίσης, σημαντικές.