Μπλόκο του Περιστερίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Μπλόκο του Περιστερίου, που έλαβε χώρα στις 17 Νοεμβρίου 1943, ήταν γερμανική τρομοκρατική επιχείρηση των κατοχικών αρχών σε βάρος του άμαχου πληθυσμού του Περιστερίου, ως αντίποινα για ένα μικροεπεισόδιο που είχε συμβεί σε βάρος μίας γερμανικής περιπόλου, τρεις ημέρες νωρίτερα.

Τι προηγήθηκε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βράδυ της 14ης Νοεμβρίου 1943 άγνωστοι πετροβόλησαν μία περίπολο του γερμανικού στρατού στην περιοχή του Μεταξουργείου, ενέργεια που είχε ως αποτέλεσμα τον ελαφρύ τραυματισμό του επιλοχία της. Ως αντίδραση και με το πρόσχημα της αναζήτησης όπλων, οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν να προβούν σε μία κατασταλτική επιχείρηση έπειτα από τρεις ημέρες, η οποία είχε σαν συνέπεια τη δολοφονία πολλών αμάχων κατοίκων της συνοικίας του Περιστερίου.

Το μπλόκο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου 1943, ισχυρές δυνάμεις των ναζί κατακτητών περικύκλωσαν ταυτόχρονα, τρεις γειτονιές των Αθηνών (Περιστέρι, Καισαριανή, Βοτανικό). Στην πλατεία του Περιστερίου, κάτω από καταρρακτώδη βροχή έφτασαν στρατιωτικά καμιόνια τα οποία αποβίβασαν οπλισμένους άνδρες των S-S και της Γκεστάπο, μαζί με Έλληνες δωσίλογους συνεργάτες τους. Ο πληθυσμός διατάχθηκε με μεγάφωνα να συγκεντρωθεί στα καφενεία, προς έλεγχο, ενώ τρεις άνδρες (οι νεαροί Μανώλης Κατσάκος και Θεόδωρος Βλάχος και ο μεσήλικας Μιχαήλ Γιαννόπουλος), οι οποίοι, φοβισμένοι από την παρουσία των Γερμανών, επιχείρησαν να διαφύγουν τρέχοντας, δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ. Εν-συνεχεία, δύο γέροντες, ο Θανάσης Κόκκαλης και ο συνταξιούχος καθηγητής Μαθηματικών Σταύρος Θεοδωρόπουλος (ή Αρνέλης) ζήτησαν από τον Έλληνα διερμηνέα να αφεθούν να επιστρέψουν στις οικίες τους επειδή ήταν ασθενείς, αλλά εκείνος αρνήθηκε και τους ειρωνεύτηκε. Οι δύο ηλικιωμένοι αντέδρασαν και τον εξύβρισαν και τότε αυτός τους πυροβόλησε, δολοφονώντας τους, δίχως οι Γερμανοί να αντιδράσουν. Από τους συγκεντρωθέντες άνδρες που βρίσκονταν στα καφενεία επιλέχθηκαν οι είκοσι νεότεροι και πιο εύρωστοι, που πιάστηκαν και κλείσθηκαν στα φορτηγά. Έπειτα η έρευνα συνεχίσθηκε στα σπίτια, στα οποία οι Γερμανοί έμπαιναν σπάζοντας τις θύρες και με το πρόσχημα της έρευνας, προέβαιναν σε εκτεταμένη πλιατσικολόγηση. Τριάντα ακόμη άνδρες συνελήφθησαν μέσα στα σπίτια έως τις 5 μ.μ. που διήρκεσε το μπλόκο και οδηγήθηκαν, μαζί με τους πρώτους σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αρχικά στην Ελλάδα και έπειτα στη Γερμανία.

Οι απώλειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1945, μετά την ήττα της Γερμανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μόλις τρεις από τους εκτοπισμένους Έλληνες κατάφεραν να διασωθούν, σε κακή κατάσταση και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ήταν οι Θάνος Μαρινάκης, Βαγγέλης Φραγκιάς και Αλέκος Καρδάμης. Όλοι οι υπόλοιποι πέθαναν από τις κακουχίες του εγκλεισμού τους, ή εκτελέστηκαν.

Απόδοση ευθυνών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την Απελευθέρωση (Οκτώβριος 1944), ο Έλληνας συνεργάτης προσήχθη σε δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και πέθανε στη φυλακή το 1951. Ο επικεφαλής Γερμανός σωματάρχης ανθυπολοχαγός Γκόντφριντ Χελμ, δικάστηκε από στρατοδικείο, ερήμην, σε θάνατο, αλλά κατάφερε να διαφύγει της ποινής.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]