Μανιερισμός της Αμβέρσας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο αποκεφαλισμός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, Κρατικά Μουσεία του Βερολίνου, Βερολίνο-Ντάλεμ. Έργο που αποδίδεται στον ψευδο-Μπλες και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της τεχνοτροπίας των μανιεριστών της Αμβέρσας.

Με τον όρο Μανιερισμός της Αμβέρσας αναφερόμαστε σε ένα στυλ ζωγραφικής που διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο στην Αμβέρσα στις αρχές του 16ου αιώνα (περίπου 1500-1530), και χαρακτηρίζει το έργο μιας ομάδας καλλιτεχνών, στην πλειονότητά τους άγνωστης ταυτότητας.

Διάφορα ζητήματα εγείρονται ως προς την καταλληλότητα του όρου[1]. Ονομάστηκε έτσι από τον ιστορικό τέχνης Μαξ Γιάκομπ Φριντλέντερ, ο οποίος εισήγαγε τον όρο το 1915 και προέκυψε από την ανάγκη να ταξινομηθεί ένας μεγάλος αριθμός ανώνυμων έργων που είχαν καταλήξει να αποδίδονται στον Χέρρι μετ ντε Μπλες. Η εσφαλμένη αυτή σύνδεση οφειλόταν στην ανακάλυψη ενός θρησκευτικού πίνακα, Η Προσκύνηση των Μάγων (Πινακοθήκη Μονάχου) που έφερε την πλαστή υπογραφή «Χενρίκους Μπλέσιους» (Henricus Blesius), με αποτέλεσμα όσα έργα ζωγραφικής διέθεταν κάποια στυλιστική ομοιότητα να αποδίδονται αργότερα επίσης στον Χέρρι μετ ντε Μπλες[2]. Υφολογικά δεν συνδέεται με τον ιταλικό μανιερισμό, ούτε ακόμα με τον ύστερο φλαμανδικό μανιερισμό, αλλά σηματοδοτεί την ύστερη φάση για μια σειρά από λανθάνοντα χαρακτηριστικά της πρώιμης φλαμανδικής τέχνης[3], αποτελώντας συνολικά έκφραση της ύστερης ολλανδικής γοτθικής τέχνης. Γεωγραφικά δεν περιορίστηκε στην Αμβέρσα. Το στυλ των μανιεριστών της Αμβέρσας, που εστίασαν στη θρησκευτική θεματολογία και τη λατρευτική εικονογραφία, είχε απήχηση στον εμπορικό κόσμο και τους κληρικούς, ασκώντας παράλληλα επιρροή σε διάφορους καλλιτέχνες της εποχής[1].

Στους σημαντικότερους εκπροσώπους του μανιερισμού της Αμβέρσας συγκαταλέγονται ο Δάσκαλος της Προσκύνησης του φον Χροτ, ο Δάσκαλος της Προσκύνησης της Αμβέρσας, ο Δάσκαλος της Αμιέν, o ψευδο-Μπλες, o Γιαν Μέρτενς (που σήμερα ταυτίζεται με τον «Δάσκαλο του 1518») και ο Γιαν ντε Μπέερ. Ο Φριντλέντερ εντάσσει σε αυτούς και τον Άντριεν φαν Όφερμπεκε, το πρώιμο έργο του Γιαν Γκόσσαερτ και τον Γιαν Βέλλενς ντε Κοκ.

Η δραματική ομαδοποίηση των μορφών, τα συχνά φανταχτερά ρούχα τους, χρωματικά εφέ που αποδίδονται με κομψότητα και αρχιτεκτονικά στοιχεία που συνδυάζουν γοτθικά και αναγεννησιακά χαρακτηριστικά, αποτελούν ενδεικτικά γνωρίσματα του ύφους των μανιεριστών της Αμβέρσας[1]. Τα θέματά τους, όπως και συγκεκριμένα μοτίβα ή ακόμα και ολόκληρα τμήματα των συνθέσεών τους, συχνά επαναλαμβάνονται ή ενίοτε αντιγράφονται πλήρως, πιθανότατα γιατί τα έργα τους παράγονταν μαζικά είτε για να εξαχθούν σε άλλες χώρες είτε για να διοχετευτούν στην αγορά της Αμβέρσας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Dan Ewing. "Antwerp Mannerism." Grove Art Online. Oxford Art Online. Oxford University Press. Web. 6 Jun. 2016.
  2. Friedländer (1971), σελ. 14
  3. Chilvers, I. (ed.) (2004). The Oxford Dictionary of Art, Oxford University Press, σελ. 27

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Friedländer, M. J. (1971). Early Netherlandish Painting, Vol. ΧΙ, New York: Praeger
  • Dan Ewing. "Antwerp Mannerism." Grove Art Online. Oxford Art Online. Oxford University Press. Web. 6 Jun. 2016.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Antwerp Mannerists στο Wikimedia Commons