Μαλάγρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η μαλάγρα είναι είδος δολώματος που χρησιμοποιούν περισσότερο οι ερασιτέχνες αλιείς. Το όνομα αυτό πιθανόν να προέρχεται ως σύνθετο από τις λέξεις μάλγαμα (=μάλαξη) + άγρα. Εξ αυτού και το ρήμα μαλαγρώνω που σημαίνει ρίχνω μαλάγρα στη θάλασσα και κατ΄ επέκταση δημιουργώ ψαρότοπο.

Περιγραφή και χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για δύσοσμο μίγμα αποτελούμενο από ζύμη, τυρί, ρέγγες, σαρδέλες και ίσως και ταραμά, όλα όμως σχεδόν σε αποσύνθεση, πολτοποιημένα όμως επιμελώς αναμιγμένα και με λεπτή θαλάσσια άμμο. Το δόλωμα αυτό ρίχνεται προηγουμένως στη θάλασσα, σε συγκεκριμένο σημείο, όπου πρόκειται ν΄ ακολουθήσει αργότερα ψάρεμα με αγκίστρια (καλάμι) ή με καθετή είτε από βάρκα, είτε από βράχο, ή ακόμη και από προβλήτα μέσα σε λιμάνι.

Συνήθως το δόλωμα αυτό ρίχνεται το πρωί για ψάρεμα που θ΄ ακολουθήσει αργότερα και κυρίως για κεφάλους, μελανούρια κ.ά.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]