Μακαρονισμός
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Με τον όρο Μακαρονισμός χαρακτηρίζεται στην ποίηση η χρήση ανάμεικτων λέξεων διαφόρων διαλέκτων και γλωσσών σε σατιρικούς ιδίως στίχους.
Αυτή η ανάμειξη απαντάται πρώτα στον Αριστοφάνη αλλά και σε Λατίνους ποιητές όπως Πλαύτο, Λουκίνιο και Αυσόνιο, από τον δε Κοϊντιλιανό το είδος αυτό έλαβε την ελληνική ονομασία «κοινισμός» εκ του «κοινός».
Κυρίως όμως ο μακαρονισμός αναπτύχθηκε στην Ιταλία, απ΄ όπου και η ονομασία. Από εκεί εισήχθηκε στη κωμική ποίηση και άλλων ευρωπαϊκών λαών. Ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο σατυρικό του ποίημα «Το ιατροσυμβούλιο» αναμιγνύει στους στίχους του πλείστες ιταλικές λέξεις όπου ακόμα και δύο φορές παρεμβάλλει στίχους στην ιταλική:
Ο Αδαμάντιος Κοραής από τη λέξη μακαρονισμός έπλασε και το ρήμα «μακαρονίζω» καθώς και τα επίθετα μακαρονικός, μακαρονιστικός, επίσης και τα επιρρήματα μακαρονιστί και μακαρονιστικώς, οι δε Νεόφυτος Δούκας και Κ. Κόντος ονόμασαν τους συγγραφείς του είδους αυτού «μακαρονιστές», ο δε Δ. Βερναρδάκης «μακαρονολογιωτάτους».
Προπολεμικά πολλά ελληνικά λαϊκά τραγούδια που γραμμοφωνήθηκαν στην Αμερική παρουσίαζαν μακαρονισμό. Στη δεκαετία του '60 με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονταν η χρησιμοποίηση αρχαΐζουσας καθαρεύουσας σε «λίαν σχοινοτενές ύφος» καθώς και η κάθε εξεζητημένη λεξιθηρία από την αρχαία ελληνική γλώσσα.
Σήμερα, η λέξη μακαρονισμός χρησιμοποιείται σπάνια.