Λύχνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λύχνος

Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes)
Υποτάξη: Τραχινοειδή (Trachinoidei)
Οικογένεια: Ουρανοσκοπίδες (Uranoscopidae)
Γένος: Ουρανοσκόπος (Uranoscopus scaber)
Είδος: U. scaber
Διώνυμο
Uranoscopus scaber
Λινναίος, 1758

Ο λύχνος (επιστημονική ονομασία: Uranoscopus scaber) είναι είδος ψαριού των υποτροπικών θαλάσσιων υδάτων. Το σώμα του είναι προσαρμοσμένο ώστε να ζει στον πυθμένα και είναι ένα από τα λίγα ψάρια τα οποία μπορούν να παράγουν βιοηλεκτρισμό.

Κατανομή και ενδιαίτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λύχνος είναι διαδεδομένος στις ακτές του Ατλαντικού στην Ευρώπη και Αφρική και είναι πολύ κοινός στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα και σπανιότερο στον Βισκαϊκό κόλπο.[1] Ζει σε αμμώδεις ή λασπώδεις πυθμένες πλούσιους σε ιζήματα στο άνω τμήμα της ηπειρωτική υφαλοκρηπίδας, σε βάθος από 14 μέχρι 400 μέτρα.[2] Δεν είναι οικονομικά σημαντικό ψάρι και συχνά αποτελεί παραπίπτον αλίευμα.[3]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λύχνος στο φυσικό του περιβάλλον

Όπως συμβαίνει και με άλλα είδη της ίδιας οικογένειας, το σώμα του είναι κάπως επίπεδο κοιλιακά και δεν έχει νηκτική κύστη.[4] Φτάνει σε μήκος τα 35 εκατοστά, αλλά συνήθως έχει μήκος ανάμεσα σε 20 και 30 εκατοστά. Το κεφάλι και τα σαγόνια του είναι στραμμένα προς τα πάνω και έχει πολύ μεγάλα μάτια και στόμα. Το σώμα του έχει καφέ χρώμα και μπορεί να έχει πολυάριθμες ανοιχτόχρωμες κηλίδες, ενώ η κοιλιά έχει πιο ανοιχτό χρώμα. Ζουν περίπου 5 με 6 χρόνια και τα θηλυκά έχουν μεγαλύτερο μέγεθος από τα αρσενικά.[5]

Βιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κεφάλι του λύχνου

Οι λύχνοι κυνηγούν με στήνοντας ενέδρες. Παραμένουν θαμμένοι κάτω από την άμμο και μόνο τα μάτια εξέχουν. Έχει μεγάλο στόμα και μια μικρή λωρίδα δέρματος εξέχει από την κάτω σιαγόνα την οποία κινεί γρήγορα ώστε να δράσει ως δόλωμα για τη λεία. Όταν το θήραμα πλησιάζει, ο λύχνος πετάγεται προς αυτό χρησιμοποιώντας την ειδικά προσαρμοσμένη σπονδυλική στήλη του και σε λιγότερο από 30 χιλιοστά του δευτερολέπτου καταπίνει τη λεία του.[6] Τρέφεται κυρίως με γόνο και μικρότερα ψάρια, όπως γωβιούς, μαρίδες και μικρά καρκινοειδή,[7] αλλά τρώει επίσης μαλάκια, εχινόδερμα, δακτυλιοσκώληκες, φύκια και άλλα φυτά.[8]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαράγονται ανάμεσα στον Απρίλιο και τον Σεπτέμβριο, ανάλογα με την περιοχή και παράγουν πελαγικά αυγά, διαμέτρου περίπου 2 χιλιοστών. Μετά την εκκόλαψη, οι νύμφες και νεαρά παραμένουν πελαγικά. Τα αρσενικά είναι ελαφρώς περισσότερα από τα θηλυκά, αλλά αυτό ποικίλει ανάλογα με την περιοχή.[2]

Ηλεκτρικό όργανο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλα τα είδη του γένους Ουρανοσκόπος, μαζί με αυτά του είδους Αστροσκόπος, έχουν αναπτύξει ηλεκτρικά όργανα, αλλά δεν έχουν όργανα δέκτες. Αυτά αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα και είναι τα μόνα γένη Περκόμορφων τα οποία έχουν όργανα που παράγουν ηλεκτρικές εκκενώσεις. Οι εκκενώσεις αυτές παράγονται όταν τρέφονται και όταν παρενοχλείται. Οι εκκενώσεις παράγονται από τους ηχητικούς μύες. [9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Uranoscopus scaber at FishBase
  2. 2,0 2,1 Coker, T.; O. Akyol; O. Ozaydin; S. Leblebici; Z. Tosunoglu (2008). «Determination of batch fecundity in Uranoscopus scaber Linnaeus, 1758 from the Aegean Sea, Turkey». Journal of Applied Ichthyology 24: 85–87. doi:10.1111/j.1439-0426.2007.01035.x. 
  3. Demirhan, S.A.; M.F. Can; K. Seyhan (2007). «Age and growth of stargazer (Uranoscopus scaber L., 1758) in the southeastern Black Sea». Journal of Applied Ichthyology 23 (6): 692–694. doi:10.1111/j.1439-0426.2007.00863.x. 
  4. Young, John (1930). «On the autonomic nervous system of the teleostean fish Uranoscopus scaber». Quarterly Journal of Microscopical Science 72: 492–535. 
  5. Rizkalla, Samir I.; Shnoudy A. Bakhoum (2009). «Some biological aspects of the Atlantic stargazer Uranoscopus scaber Linnaeus, 1758 (Family: Uranoscopidae) in the Egyptian Mediterranean water». Turkish Journal of Fisheries and Aquatic Sciences 9: 59–66. http://www.trjfas.org/pdf.php?&id=730. 
  6. Huet, Laurence; Veronique Goosse; Eric Parmentier; Pierre Vandewalle (1999). «About some skeletal particularities of the first vertebrae related to the mode of prey capture in Uranoscopus scaber (Uranoscopidae)». Cybium 23 (2): 161–167. 
  7. Young, John (February 1931). «The pupillary mechanism of the teleostean fish Uranoscopus scaber». Proceedings of the Royal Society B: Biological Sciences 107 (753): 464–485. doi:10.1098/rspb.1931.0009. 
  8. Rizkalla, Samir I.; Amal I. Philips (2008). «Feeding habits of the Atlantic stargazer fish Uranoscopus scaber Linnaeus, 1758 (Family: Uranoscopidae) in Egyptian Mediterranean waters». Egyptian Journal of Aquatic Biology and Fisheries 12 (1): 1–11. doi:10.21608/ejabf.2008.1967. 
  9. Alves-Gomes, J.A. (2001). «The evolution of electroreception and bioelectrogenesis in teleost fish: a phylogenetic perspective». Journal of Fish Biology 58 (6): 1489–1511. doi:10.1006/jfbi.2001.1625.