Λυσόσωμα
Τα λυσοσώματα είναι οργανίδια του κυττάρου που περιέχουν τα πεπτικά ένζυμα υδρολάσες. Τα ένζυμα αυτά διασπούν τα υπερεπαρκή οργανίδια, τμήματα τροφής, ενκυτωμένους ιούς και βακτήρια. Η βιολογική μεμβράνη που περικλείει τα λυσοσώματα εμποδίζει την έξοδο των πεπτικών ενζύμων έξω από αυτά και την καταστροφή του κυττάρου. Τα λυσοσώματα συνδέονται με τα κενοτόπια, μεταφέρουν τα πεπτικά τους ένζυμα σε αυτά για την αποδομή των αποθηκευμένων ουσιών στα κενοτόπια. Ο όρος λυσόσωμα προέρχεται από τις Ελληνικές λέξεις Λύσις και σώμα. Χαρακτηρίζονται συχνά σαν σάκοι αυτοκτονίας από τους βιολόγους λόγω του ρόλου τους στην αυτόλυση. Τα λυσοσώματα ανακαλύφθηκαν από τον Βέλγο κυτταρολόγο Κριστιάν ντε Ντιβ (Christian de Duve) το 1949[1]
Ένζυμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κάποια σημαντικά ένζυμα που απαντώνται στα λυσοσώματα είναι:
- Λιπάσες, που διασπούν λίπη,
- Σακχαράσες, που διασπούν υδατάνθρακες (π.χ., σάκχαρα),
- Πρωτεάσες, που διασπούν πρωτείνες,
- Νουκλεάσες, που διασπούν νουκλεϊκά οξέα.
- Φωσφατάσες, που διασπούν μονοεστέρες φωσφορικού οξέος
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Campbell, Neil A. and Reece, Jane B. (2002). Biology 6th ed. Benjamin Cummings. San Francisco. ISBN 0-8053-6624-5