Λοιμώδης περιτονίτιδα της γάτας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τμήμα ενός μολυσμένου απο FIP νεφρού που δείχνει την χαρακτηριστική φλεγμονώδη απόκριση.

Η λοιμώδης περιτονίτιδα της γάτας (Feline Infectious Peritonitis, FIP) είναι μια συνήθως θανατηφόρα, ανίατη ασθένεια που επηρεάζει τις γάτες. Πιθανολογείται ότι προκαλείται από τον μολυσματικό ιό περιτονίτιδας των αιλουροειδών (FIPV), ο οποίος είναι μια μετάλλαξη του εντερικού κορωναϊού των αιλουροειδών (FECV) - (Feline Coronavirus FCoV). Παρά το γεγονός ότι φαίνεται να υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της FIP και του κορωναϊού των αιλουροειδών, αυτό δεν έχει ακόμη αποδειχθεί. Οι ειδικοί δεν συμφωνούν πάντοτε για τις λεπτομέρειες της εν λόγω ασθένειας. Ωστόσο, η πιο κοινή θεωρία είναι ότι ο φυσιολογικά καλοήθης ιός FECV έχει μεταλλαχθεί στον FIPV. Ο μεταλλαγμένος ιός έχει την ικανότητα να εισβάλλει και να αναπτύσεται σε ορισμένα λευκά αιμοσφαίρια, τα ονομαζόμενα μακροφάγα. Η απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στην εισβολή του ιού έχει ως αποτέλεσμα μια έντονη φλεγμονώδη αντίδραση στους ιστούς.

Η ασθένεια είναι γενικά μοιραία (θανατηφόρα).[1] Παρ'όλα αυτά, η συχνότητα εμφάνισής της νόσου είναι περίπου 1 στις 5000 οικόσιτες γάτες. Ήδη είναι διαθέσιμο ένα εμβόλιο που χορηγείται ενδορινικώς για την πρόληψη της FIP, αλλά είναι αμφιλεγόμενο και δεν έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα η αποτελεσματικότητά του.[2]

Μετάδοση και μόλυνση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο FECV είναι πολύ κοινός ιός, ειδικά σε χώρους όπου μεγάλες ομάδες από γάτες παραμένουν μαζί (καταφύγια ζώων, κ.λπ.). Οι γάτες μολύνονται με την εισπνοή ή την κατάποση του ιού. Η πιο συχνά αναφερόμενη πηγή μετάδοσης είναι τα περιττώματα, αν και μολυσμένες επιφάνειες, όπως τα πιάτα φαγητού μπορούν επίσης να μεταδώσουν τον ιό.

Παρά τα πολυάριθμα κρούσματα του FECV, οι περισσοτερες μολυσμένες γάτες δεν αναπτύσσουν FIP. Συχνά, η έκθεση σε FECV δεν προκαλεί κανένα κλινικό σύμπτωμα, αλλά μπορεί να προκαλέσει ήπια διάρροια. Ως εκ τούτου, μια γάτα χωρίς κλινικά συμπτώματα μπορεί να είναι φορέας του FECV και μπορεί να μεταδώσει τον ιό σε μια άλλη γάτα. Σε κάθε γάτα που έχει μολυνθεί με FECV υπάρχει μια πιθανότητα ο ιός να μεταλλαχθεί σε FIP. Αυτή η πιθανότητα είναι αυξημένη σε γάτες νεαρής αλλά και πολύ μεγάλης ηλικίας, καθώς και σε ζώα με εν γένει αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι μπορεί να συμβάλλει και μια γενετική συνιστώσα που καθορίζει ενδεχόμενη ευαισθησία σε ιογενή μετάλλαξη.

Συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κίτρινο χρώμα και η αφρώδης εμφάνιση του δείγματος οφείλεται στην υψηλή περιεκτικότητα πρωτεϊνών στο υγρό. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της υγρής μορφής της FIP.

Υπάρχουν δύο κύριες μορφές της FIP: η υγρη και η ξηρή καθώς υπάρχει και μια δευτερεύουσας σημασίας: η μικτή. Ενώ και οι δύο μορφές είναι θανατηφόρες, η υγρή μορφή της νόσου συναντάται συχνότερα (60-70% όλων των περιπτώσεων είναι υγρής μορφής) και εξελίσσεται ταχύτερα από ότι το η ξηρή μορφή, με το θάνατο να επέρχεται σε χρονικό διάστημα δύο μηνών από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων[3].

Το χαρακτηριστικό κλινικό σύμπτωμα της υγρής μορφής της FIP είναι η συσσώρευση υγρού στο εσωτερικό της κοιλίας ή στο θώρακα του ζώου, το οποίο μπορεί να προκαλέσει δύσπνοια. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν την έλλειψη ευδιαθεσίας, αυξημένη κόπωση, έλλειψη όρεξης, πυρετό, απώλεια βάρους, ίκτερο, και διάρροια.

Η ξηρή μορφή της FIP παρουσιάζει επίσης έλλειψη ευδιαθεσίας, αυξημένη κόπωση, έλλειψη όρεξης, πυρετό, ίκτερο, διάρροια και απώλεια βάρους, αλλά δεν υπάρχει συσσώρευση υγρού. Συνήθως, μια γάτα με ξηρή μορφή της FIP θα δείξει οφθαλμικά ή νευρολογικά συμπτώματα. Για παράδειγμα, η γάτα μπορεί να αναπτύξει δυσκολία στην όρθια στάση ή το περπάτημα και να παραλύσει με την πάροδο του χρόνου. Η απώλεια της όρασης είναι μια ακόμα πιθανή έκβαση της νόσου.

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κυτταρολογική εξέταση απο δείγμα μολυσμένο με FIP συνήθως περιέχει ουδετερόφιλα, μακροφάγα και λεμφοκύτταρα.

Τα συμπτώματα που συνδέονται με την FIP δεν είναι πάντα συγκεκριμένα, γεγονός που προκαλεί δυσκολίες στη διάγνωση της νόσου. Δεν υπάρχει ακόμη κανένας οριστικός διαγνωστικός έλεγχος για την FIP. Η διάγνωση συνήθως προκύπτει απο τον συνδυασμό ισχυρής υποψίας λόγω κλινικής εικόνας, φυσικής εξέτασης, παρουσίας του κοιλιακού υγρού και εξέτασης των προσβεβλημένων ιστών για τον ιό της FIP (μέσω βιοψίας ιστού). Η εξέταση δειγμάτων ιστού είναι συνήθως το φθηνότερο διαθέσιμο διαγνωστικό τεστ, αλλά η αποτελεσματικότητά της για την διάγνωση της FIP είναι αμφισβητήσιμη.

Συνηθέστερα, μια συμπερασματική διάγνωση γίνεται με βάση τα κλινικά συμπτώματα και την αξιολόγηση του κοιλιακού ή θωρακικού υγρού, αν αυτό υπάρχει (στην υγρή μορφή). Το υγρό που προκαλείται από την FIP τείνει να είναι κίτρινου χρώματος και να έχει αυξημένα επίπεδα πρωτεΐνης. Οι εξετάσεις αίματος, μπορούν επίσης να ενισχύσουν τις υποψίες για μια πιθανή διάγνωση, με τον έλεγχο για αντισώματα του κορωναϊού και ύπαρξη αυξημένων επιπέδων πρωτεΐνης. Ο τίτλος συγκέντρωσης του κορωναϊού ΔΕΝ θεωρείται διαγνωστικό μέσό από μόνος του λόγω της πανταχού παρουσίας του FCoV, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με κλινικά συμπτώματα έτσι ώστε να γίνει μια διάγνωση για την FIP. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι γάτες με υψηλότερες τίτλους FCoV δεν έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν FIP από εκείνες με χαμηλότερους τίτλους.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Feline infectious peritonitis». Cornell University. 21 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2013. 
  2. Legendre, Alfred M.; Bartges, Joseph W. (2009). «Effect of Polyprenyl Immunostimulant on the survival times of three cats with the dry form of feline infectious peritonitis». Journal of Feline Medicine & Surgery 11 (8): 624–6. doi:10.1016/j.jfms.2008.12.002. PMID 19482534. 
  3. «Feline Infectious Peritonitis (FIP) in Cats & Kittens». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2017. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]