Λεόντιος ο Βυζάντιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Λεόντιος ο Βυζαντινός ή Λεόντιος ο Βυζάντιος ήταν θεολόγος και συγγραφέας, που έδρασε στο α΄ ήμισυ του 6ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα. Κατά τον Φρ. Λουφς το έτος γεννήσεώς του είναι το 480 ή 485, όμως η χρονολόγηση αυτή προκύπτει από την ταύτισή του με ομώνυμο Σκύθη μοναχό. Ο Φρατσέας δεν αποδέχεται την ταύτιση του Λουφς, όμως στηριζόμενος σε κάποια εσωτερικά δεδομένα των συγγραφικών έργων του Λεοντίου, αξιολογεί τη χρονολόγηση του Λουφς ως αρκετά αληθοφανή.[1] Πιθανώτατα το έτος 528 ο Λεόντιος ήταν περίπου 35-45 ετών. Ανέπτυξε τη δράση του επί των αυτοκρατόρων Ιουστίνου και Ιουστινιανού, σε μία περίοδο κατά την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία διεξήγε σφοδρό αγώνα για την επικράτηση των αποφάσεων της Συνόδου της Χαλκηδόνος, όντας ένθερμος υπερασπιστής της. Στο έργο του προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε καίρια θεολογικά προβλήματα, που προέκυψαν στο πλαίσιο ανάπτυξης της Ορθόδοξης θεολογικής πολεμικής απέναντι στους Νεστοριανούς και τους Μονοφυσίτες.[2] Τα γνωστά έργα του περιελήφθησαν στην Ελληνική Πατρολογία του Μινί (τ. 86, 1-2).

Περί της ταυτότητας Λεοντίου του Βυζάντιου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο προσδιορισμός της ταυτότητος του Λεοντίου, δηλαδή του συγγραφέα των έργων που περιλαμβάνονται στην Πατρολογία του Μινί (Corpus Leontianum) είναι ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, που απασχόλησε την έρευνα από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι.. Κατόπιν αναλύσεως των έργων του Λεοντίου, ο Λουφς, σε εργασία που δημοσιεύτηκε το 1877, κατέληξε στην ταύτιση του Λεοντίου Βυζάντιου με τέσσερα πρόσωπα που έπαιξαν κάποιο ρόλο στην εκκλησιαστική ζωή του 6ου αι., δεχόμενος ότι το σύνολο των έργων του Corpus Leontianum είναι γνήσια έργα του ίδιου συγγραφέα.[3] Το 1944 ο Μarcel Richard δημοσίευσε σειρά άρθρων σχετικά με το πρόσωπο του Λεοντίου Βυζάντιου. Ο Ρισάρ, ερχόμενος στο θέμα δύο αμφιβόλων έργων του συγγραφέα, των Κατά Μονοφυσιτών και Κατά Νεστοριανών, πρότεινε ότι ο γνήσιος συγγραφέας τους ήταν κάποιος συνώνυμος και σύγχρονος του Λεοντίου Βυζάντιου θεολόγος, που ονομάσθηκε Λεόντιος Ιεροσολυμίτης. Σύμφωνα με τον Richard, τα γνήσια έργα του Λεοντίου Βυζάντιου είναι τα εξής : Λόγοι Γ΄ κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανιστών, Επίλυση των υπό Σεβήρου προβεβλημένων συλλογισμών και Τριάκοντα κεφάλαια κατά Σεβήρου, ενώ τα Κατά των Μονοφυσιτών και Κατά των Νεστοριανών, πρέπει να αποδοθούν στον Λεόντιο τον Ιεροσολυμίτη. Για κάμποσα χρόνια, η έρευνα κινήθηκε ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες προτάσεις, δηλαδή ανάμεσα στην πρόταση του Λουφς και στην πρόταση του Ρισάρ. Υπάρχει ακόμα και η αναφορά του βυζαντινού ιστορικού Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθόπουλου (περ. 1256-1335), ο οποίος τοποθετεί τον "μοναχό Λεόντιο" στα τέλη του 7ου-αρχές 8ου αι., καθώς υποστηρίζει ότι ήταν πολύ μεγαλύτερος στην ηλικία σύγχρονος του αγίου Γεωργίου Πισιδίας, ο οποίος έδρασε τον 8ο αι. (κοίμηση 787). Όμως ο Λουφς έχει καταδείξει ότι ο Ξανθόπουλος συχνά συγχέει ημερομηνίες του έκτου και εβδόμου αι., και συνεπώς η χρονολόγησή του είναι δύσκολο να θεωρηθεί αξιόπιστη.[4]

Η ταύτιση με τον «ωριγενιστή» Λεόντιο του Κυρίλλου Σκυθοπολίτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έτος 531 οι Μονοφυσίτες είχαν εξεγερθεί λόγω των μέτρων που είχε λάβει εναντίον τους ο Πατριάρχης Αντιοχείας Εφραίμιος.[5] Ο Ιουστινιανός, προκειμένου να τους καθησυχάσει, επέτρεψε το φθινόπωρο του 531 στους εξορίστους Μονοφυσίτες επισκόπους και μοναχούς, να επιστρέψουν στα μοναστήρια τους. Στη συγκεκριμένη συγκυρία ο Ιουστινιανός ήταν αισιόδοξος,πιστεύοντας ότι οι διαφορές των Ορθοδόξων με τους Μονοφυσίτες θα μπορούσαν να γεφυρωθούν. Οργάνωσε, λοιπόν, μία θεολογική συζήτηση στην οποια θα παρίσταντο οι εκπρόσωποι των δύο θρησκευτικών ομάδων. Η συζήτηση έλαβε χώρα το 532, όμως δεν απέδωσε καρπούς λόγω της πεισματώδους στάσης των Μονοφυσιτών.[6] Στη συζήτηση έλαβε μέρος και κάποιος αποκρισιάριος ονόματι Λεόντιος, ο οποίος μάλιστα, πρότεινε στους Μονοφυσίτες και μία συμβιβαστική λύση. Κατά τον Φρ. Λουφς πρόκειται για τον συγγραφέα Λεόντιο τον Βυζάντιο, τον οποίο ταυτίζει ακόμα με ένα Λεόντιο μοναχό, Βυζάντιο στην καταγωγή, στον οποίον αναφέρεται ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης στον Βίο του Αγίου Σάββα. Παρενθετικά, να αναφέρουμε ότι στη συζήτηση αυτή του 532, οι Μονοφυσίτες προσπαθούν να στηρίξουν τις απόψεις τους στα κείμενα του Ψευδο-Διονυσίου, παρουσιάζοντάς τα ως γνήσια έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Η αναφορά τους αυτή αποτελεί και την πρώτη επίσημη μνεία στα κείμενα του Corporis Dionisiaci.

Το 535, κατόπιν της τελευτής του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Επιφανίου, στον πατριαρχικό θρόνο ανέρχεται με τη βοήθεια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας ο επίσκοπος Τραπεζούντος Άνθιμος. Ο Άνθιμος υποκρινόταν ότι ήταν Ορθόδοξος, στην πραγματικότητα, όμως, ήταν Μονοφυσίτης. Ο Άνθιμος σε επιστολή του προς τον Σεβήρο, αποκαλύπτει τις μονοφυσιτικές του πεποιθήσεις, προσπαθεί δε να πάρει με το μέρος του και τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πέτρο.[7] Το ίδιο έτος ο πρώην Αντιοχείας Σεβήρος, που είχε καθαιρεθεί λόγω του Μονοφυσιτισμού του, ανταποκρίνεται σε πρόσκληση του Ιουστινιανού και μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη.[8] Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή ο Πατριάρχης Αντιοχείας Εφραίμιος παρεμβαίνει δραστικά, απευθυνόμενος μαζί με τους Παλαιστινίους μοναχούς στον Πάπα Αγαπητό, ζητώντας την επέμβασή του για την αποκατάσταση της τάξης. Κατόπιν της επεμβάσεως του Αγαπητού ο Άνθιμος εκθρονίζεται (536) και στη θέση του εκλέγεται ο Μηνάς, ο οποίος αμέσως μετά την ενθρόνισή του συγκαλεί ενδημούσα σύνοδο, δια της οποίας καταδικάζεται ο Μονοφυσιτισμός. Σ' αυτή την ενδημούσα σύνοδο ξαναβρίσκουμε τα ίχνη του Λεοντίου Βυζαντίου (του αποκρισάριου της συζήτησης με τους Μονοφυσίτες του 532).[9]

Ας έρθουμε λοιπόν στο ζήτημα του εάν ο προαναφερθείς αποκρισάριος Λεόντιος Βυζάντιος είναι το ίδιο πρόσωπο με τον μοναχό Λεόντιο τον Βυζάντιο, τον οποίο ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης μνημονεύει στον Βίο του Αγίου Σάββα. Στο κείμενό του ο Κύριλλος παρουσιάζει τον εν λόγω Λεόντιο ως έναν από τους μοναχούς που συναναστρέφονταν ένα "ωριγενιστή" Παλαιστίνιο μοναχό ονόματι Νόννο, τον οποίον κατηγορεί ότι συστηματικά προσπαθούσε να διασπείρει ωριγενιστικές αιρετικές απόψεις, και ότι συμμεριζόταν τις δοξασίες του Ωριγένη περί προϋπάρξεως. Ο Λεόντιος του κειμένου κατηγορείται από τον Κύριλλο για το ότι πρόσφερε στήριξη στον "ωριγενιστικό" κύκλο του Νόννου μέσα στο αυτοκρατορικό παλάτι, και εμφανίζεται σαν ένα ισχυρό στέλεχος του εν λόγω κύκλου. Ο Rügamer λοιπόν, αντικρούει την ταύτιση του "ωριγενιστή" Λεοντίου με τον συγγραφέα Λεόντιο τον Βυζάντιο, με το επιχείρημα ότι στα έργα του Λεοντίου του Βυζαντίου δεν εντοπίζονται ίχνη ωριγενιστικών απόψεων. Το επιχείρημά του δε το ενισχύει αναφερόμενος στην επίδραση που τα έργα του Λεοντίου άσκησαν στους μεταγενέστερους Πατέρες, αλλά και στην εικόνα του Λεόντιου που η παράδοση διατήρησε, αποδίδοντάς του τους χαρακτηρισμούς "πάνσοφος", "μακάριος" και "σχολαστικός".[10]

Ο Φρατσέας όμως, αξιοποιεί κάποια στοιχεία που έχουν εντοπιστεί στη χειρόγραφη παράδοση των γραπτών του Λεοντίου, και συγκεκριμένα στον Βατικανό κώδικα 2195, προκειμένου να αποδείξει τη διασύνδεσή του με τα πρόσωπα και το περιβάλλον που περιγράφονται στα έργα του Κυρίλλου Σκυθοπολίτη, προσπαθεί δε να εξηγήσει την αντίφαση που εντόπισε, όπως προαναφέραμε ο Rügamer : το ότι από τη μία ο Κύριλλος παρουσιάζει τον Λεόντιο ως ένθερμο ωριγενιστή και από την άλλη στα γραπτά του Λεοντίου δεν εντοπίζονται ίχνη ωριγενιστικών απόψεων, αλλά αντίθετα εμφανίζονται τάσεις εναντιωνόμενες στον Ωριγενισμό. Σύμφωνα με τον Φρατσέα οι αρχές του 6ου αι. (εποχή κατά την οποία έδρασε ο Λεόντιος) ήταν η μία από τις δύο περιόδους κατά τις οποίες οι ωριγενιστικές έριδες έφθασαν στο απόγειό τους (η άλλη ήταν ο 4ος αι.). Ακριβώς οι ίδιες περίοδοι ήταν αυτές κατά τις οποίες ξέσπασαν οι θεολογικές διαμάχες ανάμεσα σε θεολόγους της Σχολής της Αντιοχείας από τη μία, και θεολόγους της Σχολής της Αλεξάνδρειας από την άλλη.[11] Ακόμα εξηγεί ότι ο Κύριλλος δεν υπήρξε αυτόπτης γνώστης των γεγονότων σχετικά με τον Λεόντιο, τα οποία περιγράφει. Στην πλειονότητά τους οι σχετικές πληροφορίες που δίνει προέρχονται από την προφορική παράδοση που διέσωζαν ηλικιωμένοι μοναχοί, καθόσον ο ίδιος έφθασε στην Μονή του Οσίου Σάββα μόλις στα τέλη του 543, τα έργα του δε γράφτηκαν το 554, ήτοι ένδεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Λεοντίου. Ο Φρατσέας δίνει επίσης έμφαση στο γεγονός ότι οι πληροφορίες που δίνει ο Κύριλλος γύρω από το ωριγενιστικό κίνημα στην Παλαιστίνη, συνελέγησαν μετά τη δημοσίευση του διατάγματος του Ιουστινιανού κατά του Ωριγένη του 543. Υποστηρίζει δε ότι σε εκείνη την περίοδο "σφοδρού επισήμου αντιωριγενισμού", οι εκθέσεις των πληροφοριοδοτών του Κυρίλλου, καθώς και η θέση του ίδιου του Κυρίλλου ήταν επηρεασμένες από το γενικό κλίμα του αντι-ωριγενισμού που επικρατούσε.[12]

Περαιτέρω, ο Φρατσέας παρατηρεί ότι στα συγγράμματά του ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης αφήνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι στον χώρο των μοναχών της Παλαιστίνης υπήρχαν δύο τάσεις διάφορες μεταξύ τους. Από τη μια ήταν η τάση εκείνων που έδιναν το βάρος στην καλλιέργεια της ταπείνωσης, της απλότητας, της αγρυπνίας, της κατανύξεως, της αρετής εν γένει χωρίς να εγκρίνουν την ενασχόληση με την κοσμική σοφία και την φλυαρία γύρω από τις θεωρίες των φιλοσόφων· από την άλλη δε η τάση εκείνων που δεν απέφευγαν την λογιότητα ούτε την αξιοποίηση της θύραθεν φιλοσοφίας για την ανάπτυξη της θεολογίας τους. Ήταν μέλη της δεύτερης τάσεως αυτοί που έγιναν δέκτες της κατηγορίας για την διάδοση των "ωριγενιστικών διδασκαλιών".[13] Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μοναχοί εκείνοι που χαρακτηρίζονταν ως "Ωριγενιστές" δεν ήταν κατ' ανάγκην συμμεριστές των αιρετικών ιδεών του Ωριγένη, αλλά ήταν εκείνοι οι μοναχοί που είχαν ως βασική ή έστω τακτική τους ασχολία το φιλοσοφείν, και συνεπώς είναι φυσιολογικό το ότι στην γλώσσα του Σκυθοπολίτη ο Λεόντιος συγκαταλέγεται ανάμεσα σ' αυτούς, μια που τα συγγράμματά του διαθέτουν κατά κόρον φιλοσοφικό χαρακτήρα.

Άλλος ερευνητής που αρνείται επίμονα την ταύτιση του Λεοντίου του Βυζάντιου με τον συνώνυμο μοναχό που αναφέρεται στα συγγράματα του Κυρίλλου είναι ο Eduard Schwartz. O Κύριλλος στα συγγράμματά του χρησιμοποιεί για τον "ωριγενιστή" μοναχό όχι μόνο το όνομα Λεόντιος, αλλά και την επωνυμία Βυζάντιος, και επισημαίνει ότι ήταν Βυζάντιος στην καταγωγή (Βυζάντιος τω γένει). Ο Schwartz, προσπαθώντας να αποδείξει ότι ο "ωριγενιστής" Λεόντιος δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον συγγραφέα Λεόντιο, επισημαίνει ότι στην αρχή κάθε έργου του Λεοντίου στον Βατικανό κώδικα 2195, αλλά και στον Laudianus 92 αναγράφεται : του μακαρίου Λεοντίου του ερημίτου, χωρίς να αναγράφεται η επωνυμία Βυζάντιος. Υποστηρίζει λοιπόν, ότι ο συγγραφέας των έργων πρέπει να αποκαλείται Λεόντιος και σε καμμία περίπτωση Λεόντιος ο Βυζάντιος.[14] Εδώ ο Φρατσέας αντιτείνει ότι το επωνύμιο Βυζάντιος, που φέρει ο συγγραφέας των έργων, απαντάται ενωρίτερα από τα εν λόγω χειρόγραφα, που είναι πολύ υστερότερα της εποχής του Λεοντίου (10ος-11ος αι.). Αναφέρει, για παράδειγμα, τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο οποίος στα έργα του συμπεριλαμβάνει εκτεταμένα αποσπάσματα από τα κείμενα του Λεοντίου και ο οποίος τον αναφέρει και ονομαστικά ("Λεόντιος ο Βυζάντιος"). Η μαρτυρία δε του αγίου Ιωάνννη του Δαμασκηνού έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα, αφού ο Πατέρας αυτός έζησε στη Μονή του Οσίου Σάββα, στο ίδιο δηλαδή περιβάλλον στο οποίο έζησαν και ο Λεόντιος ο Βυζάντιος και ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης.[15]

Περί της συμμετοχής του Λεοντίου Βυζαντίου στη συζήτηση του 532 με τους Μονοφυσίτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έτος 531 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός επιτρέπει στους Μονοφυσίτες επισκόπους και μοναχούς να επιστρέψουν στις μονές τους και ακόμα επιτρέπει στους κυριωτέρους ηγέτες του Μονοφυσιτισμού να έλθουν στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας, επιθυμώντας να δώσει τέλος στην έριδα, από την οποία κινδύνευε η ενότητα της αυτοκρατορίας, θέλησε να αξιοποιήσει την παρουσία στην βασιλίδα πόλη των Μονοφυσιτών επισκόπων, για να οργανώσει μία θεολογική συζήτηση μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Η συζήτηση έλαβε χώρα το 532, μερικούς μήνες μετά τη Στάση του "Νίκα". Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιννοκεντίου Μαρωνίας, ανάμεσα στους Ορθοδόξους που πήραν μέρος στην συνάντηση, μαζί με τον Πάπα Ευσέβιο και τον Υπάτιο Εφέσου ήταν ο Λεόντιος ο μοναχός και αποκρισιάριος "των υπό την αγίαν πόλιν πατέρων".[16] Η πλειονότητα των ερευνητών δέχθηκε ότι ο μοναχός Λεόντιος που αναφέρεται από τον Ιννοκέντιο Μαρωνίας είναι ο συγγραφέας Λεόντιος Βυζάντιος. Εναντίον της ταυτίσεως αυτής τοποθετήθηκαν, πρώτα ο L. Duchesne, και έπειτα ο M. Richard, ο οποίος δέχθηκε ότι ο Ιννοκέντιος Μαρωνίας αναφέρεται όχι στον Λεόντιο τον Βυζάντιο, αλλά σε άλλον Λεόντιο, τον Λεόντιο τον "Ιεροσολυμίτη".

Περί της συμμετοχής του Λεοντίου του Βυζαντίου στην ενδημούσα σύνοδο του 536[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλοι οι ερευνητές δέχονται ότι ο "αποκρισιάριος" Λεόντιος της συζήτησης του 532 με τους Μονοφυσίτες είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Λεόντιο που υπήρξε μέλος της αντιπροσωπείας των Παλαιστινίων πατέρων, που έλαβε μέρος στην ενδημούσα σύνοδο που συνεκάλεσε ο Πατριάρχης Μηνάς το 536, για να καταδικάσει τον πρώην Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμο, τον Πέτρο Απαμείας, τον Σεβήρο Αντιοχείας και τον μοναχό Ζωόρα (Μονοφυσίτη μοναχό). Ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης δεν δίνει πληροφορίες για τον Λεόντιο για το διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 531 -τότε ο όσιος Σάββας τον άφησε στην Κωνσταντινούπολη- μέχρι το 536, που τον παρουσιάζει ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φρατσέας κάνει την υπόθεση ότι ο Λεόντιος σε αυτό το διάστημα θα μπορούσε να έχει επιστρέψει στην Παλαιστίνη και να μετέβη εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να λάβει μέρος στην ενδημούσα σύνοδο του Πατριάρχη Μηνά. Συμπληρώνει δε ότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ότι παρέμεινε όλο αυτό το διάστημα στην βασιλίδα, όπως συνέβη και με τους Δομετιανό, Θεόδωρο Ασκιδά και Υπάτιο Εφέσου, οι οποίοι έμεινα συνεχεια στην Κωνσταντινούπολη.[17]

Περί Λεοντίου Βυζαντίου και "Λεοντίου Ιεροσολυμίτου"[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο έργο Επίλυσις ο Λεόντιος Βυζάντιος υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ψυχή πάσχει φυσικώς τη συνάφεια προς το σὠμα της εξαιτίας της θείας δυνάμεως. Δηλαδή κατά τον συγγραφέα, χωρίς την θεία αυτή δύναμη, η ψυχή δεν θα βρισκόταν φυσικώς συναφής προς το σώμα του ανθρώπου.[18] Ερχόμενοι τώρα στο Κατά των Μονοφυσιτών, ο συγγραφέας μας δίνει να εννοήσουμε ότι η ψυχή του ανθρώπου έχει δημιουργηθεί έτσι ώστε να βρίσκεται σε συνάφεια με το σώμα εξ ανάγκης, η οποία ανάγκη προκύπτει από την φυσική τους ένωση.[19] Ερμηνεύοντας τα ως άνω χωρία ο M. Richard υποστηρίζει ότι για τον Λεόντιο τον Βυζάντιο, δηλαδή τον συγγραφέα του Επίλυσις, το σώμα και η ψυχή του ανθρώπου είναι ενωμένα όχι επειδή η ανάγκη γι' αυτήν την ένωση είναι εγγεγραμμένη στη φύση της ψυχής, αλλά λόγω μιας ανεξερεύνητης θείας αποφάσεως. Ερχόμενος δε ο Richard στο Κατά των Μονοφυσιτών, ερμηνεύοντας το απόσπασμα, υποστηρίζει ότι για τον συγγραφέα, δηλαδή τον Λεόντιο τον "Ιεροσολυμίτη", η ψυχή κινείται προς το σώμα από μία μυστική συγγένεια, που είναι εγγεγραμμένη από τον Θεό στη φύση της. Κατά τον Richard δηλαδή, στο σημείο αυτό υπάρχει μια διαφοροποίηση, που αποδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς συγγραφείς. Θα μπορούσε δε κάποιος να υποστηρίξει ότι η άποψη αυτή του Richard ενισχύεται και από το κάτωθι χωρίο του Κατά Νεστοριανών, έργου το οποίο ο Richard επίσης αποδίδει στον Λεόντιο "Ιεροσολυμίτη" : ώσπερ και επί ανθρώπου ορώμεν, του μέν σώματος την γέννησιν εις το είναι εκ των γονέων έχοντος, της δε ψυχής ουκ εις το είναι απλώς (τούτο γαρ εκ Θεού έχει ως και ο πρωτόπλαστος Αδάμ), αλλ' εις το σύν τω διαπλασθέντι αυτή είναι σώματι, ού και χωρίς δύναται είναι.[20] (Στο απόσπασμα αυτό ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει την γέννηση του σώματος, την είσοδο δηλαδή του σώματος στο είναι από τους γονείς του, όμως όχι και την δημιουργία της ψυχής, όχι την είσοδο δηλαδή της ψυχής στο είναι, διότι αυτήν την έχει από τον Θεό, όπως και ο πρωτόπλαστος Αδάμ. Αυτό που έχει από τους γονείς του, κατά τον συγγραφέα, είναι την είσοδο της ψυχής στο να είναι μαζί με το σώμα που διαπλάστηκε γι' αυτήν. Διευκρινίζει δε ότι η ψυχή μπορεί να υπάρχει (δύναται είναι) και χωρίς το σώμα.).

Ο Φρατσέας από την άλλη, αναδεικνύει τις ομοιότητες της θεολογίας των δύο συγγραφέων, προκειμένου να αποδείξει ότι πρόκειται περί του αυτού προσώπου. Εξηγεί ότι ο Λεόντιος Βυζάντιος βλέπει τον άνθρωπο ως μία φύση, διότι υπάρχει ένα ανθρώπινο είδος, του οποίου τα επιμέρους πρόσωπα είναι ομοούσια. Παράλληλα, στην περίπτωση κάθε ιδιαιτέρου μέλους του ανθρωπίνου είδους, δέχεται ότι ενυπάρχουν δύο φύσεις -του σώματος και της ψυχής. Έτσι, κατά τον Βυζάντιο, η αλληλούχος ζωή της ψυχής και του σώματος (μαζί), τα οποία στον άνθρωπο δεν υπάρχουν χωριστά το ένα από το άλλο, αποτελεί την υπόσταση του ανθρώπου.[21] Στην ανθρωπολογία του Λεοντίου του Βυζαντίου η ψυχή χωρίς το σώμα είναι μία τέλεια φύση, αλλά δεν αποτελεί τον όλο άνθρωπο. Η ψυχή διακρίνεται από το σώμα με τη διαφορά της φύσεως, όπως και το σώμα διακρίνεται από την ψυχή με τη διαφορά της φύσεως, όντας και αυτό τέλειο καθ' εαυτό. Το ανθρώπινο ον και σε σχέση με την ψυχή καθ' εαυτήν και σε σχέση με το σώμα καθ' εαυτό είναι απόλυτα διαφορετικό, και αποτελεί το ανθρώπινο είδος. Ο Λεόντιος μάλιστα, μέμφεται εκείνους που συνταύτιζαν τη φύση της ψυχής με τη φύση του σώματος.[22] Αποτελεί θέση του συγγραφέα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ορθό να θεωρηθεί ως μόνο ψυχή ή ως μόνο σώμα, παρά το ότι από το όνομα του ενός εκ των μερών μπορεί να δηλωθεί ο όλος άνθρωπος. Παράλληλα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ταυτιστεί με το μαθηματικό άθροισμα της ψυχής με το σώμα, καθόσον μόνο η αλληλούχος ζωή του σώματος και της ψυχής και οι συνέπειες της συμβίωσης των δύο αποτελούν τον άνθρωπο. Άρα, κατά τον Λεόντιο τον Βυζάντιο η συνάφεια της ψυχής με το σώμα στην αλληλούχο ζωή τους και οι συνέπειες αυτής της αλληλούχου ζωής, δηλαδή αυτής της, ας την πούμε, συμβίωσης των δύο, αποτελεί τον άνθρωπο, που είναι είδος λογικό, θνητό και δεκτικό των εναντίων ανά μέρος.

Ομοίως και ο Λεόντιος ο "Ιεροσολυμίτης", υποστηρίζει ότι η φύση του ανθρώπου δεν είναι απλώς το σώμα του, ούτε απλώς η ψυχή του, ούτε το σύνολο της πρόσθεσης "ψυχή + σώμα", καθώς η θνητότητα δεν υπάρχει σε κανένα από τα δύο είδη καθ' εαυτό, αλλά σίγουρα υπάρχει στον άνθρωπο ως όλον.[23] Ο Φρατσέας υποστηρίζει ότι η κατηγορία του θνητού του Λεοντίου "Ιεροσολυμίτη", που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως είδος, και που τον καθιστά είδος καινότερον, σε σύγκριση με τη φύση της ψυχή και σε σύγκριση με τη φύση του σώματος δεν είναι παρά η αρνητική όψη της κατηγορίας της αλληλούχου ζωής του Λεοντίου Βυζαντίου. Περαιτέρω, ο Λεόντιος Βυζάντιος δίνει τον κάτωθι ορισμό : αποφαίνεται ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι ουσία ασώματος και αυτοκίνητος. Παρομοίως, και ο Λεόντιος "Ιεροσολυμίτης" λέγει ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ένθεον ψυχήν και από άψυχον σώμα.[24] Και εδώ, η ουσιώδης ταύτιση των δύο θεωρήσεων είναι προφανής.

Ο M. Richard προσπαθεί να θεμελιώσει την υπόθεση της διάκρισης των δύο διαφορετικών Λεοντίων προβάλλοντας και το ακόλουθο επιχείρημα : υποστηρίζει ότι ο μεν "Ιεροσολυμίτης" ασχολήθηκε εν εκτάσει στο πρώτο κεφάλαιο του συγγράμματος "Κατά Νεστοριανών" με το θέμα της σύνθεσης των δύο φύσεων του Χριστού, κάνοντας χρήση του όρου σύνθετος Χριστός και μιλώντας για την σύνθετη υπόστασή Του, ενώ από την άλλη ο Βυζάντιος δεν ασχολήθηκε με αυτές τις εκφράσεις, και μάλιστα, παρά το ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός υποστήριξε τη χρήση τους.[25] Ο Φρατσέας όμως, αντικρούει το επιχείρημα του Richard παραθέτοντας ένα χωρίο από το σύγγραμμα "Επίλυσις", στο οποίο ο Λεόντιος Βυζάντιος, απευθυνόμενος στους Μονοφυσίτες, διαμαρτύρεται για το ότι επιμένουν να ομιλούν για "μίαν φύσιν Χριστού σύνθετον", ενώ η προσηγορία Χριστός δεν δηλώνει φύση αλλά υπόσταση, στην οποία ορώνται οι φύσεις, και στις οποίες φύσεις ορίζεται το πρόσωπο. Παραθέτουμε μέρος του χωρίου (οι υπογραμμίσεις δικές μας) : «ει δέ το αποτέλεσμα, ου Χριστού φύσιν αλλά μάλλον υπόστασιν τούτο είναι τε και καλείν πρεπωδέστατον· είπερ η Χριστού φύσις, ου κατά το αυτό τῃ φύσει του Πατρός, καθ' ό τῃ φύσει της μητρός, ουδέ κατά το αυτό τῃ φύσει της μητρός, καθ' ό τῃ φύσει του Πατρός ομοφυής είναι δύναται· πώς ουν μίαν φύσιν καλείς, και ταύτην σύνθετον, της Χριστού προσηγορίας ου φύσιν αλλ' υπόστασιν σημαινούσης περί ήν αι φύσεις ορώνται, και εν αίς το πρόσωπον αφορίζεται;...».[26] Καθίσταται σαφές ότι ο Λεόντιος Βυζάντιος απορρίπτει την έκφραση "μία φύσις του Χριστού σύνθετος" και προτείνει αντ' αυτής την έκφραση "μία υπόστασις Χριστού σύνθετος", και άρα δεν υφίσταται διαφοροποίηση με τον Ἱεροσολυμίτη".

Ένα άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Richard για να αποδείξει ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς Λεοντίους, είναι ο ισχυρισμός του ότι ο Λεόντιος Βυζάντιος πρέπει να καταταχθεί ανάμεσα στους "αυστηρούς Χαλκηδονίους", ενώ ο Λεόντιος "Ιεροσολυμίτης" στους "νεο-χαλκηδονίους". Έτσι, προσπαθεί να αποδείξει την πλήρη ανεξαρτησία του Βυζαντίου από την χριστολογία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Ο Rιchard, όσον αφορά την έκφραση μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη, (έκφραση που εισήγαγε ο Κύριλλος Αλεξανδρείας) παραδέχεται μεν ότι ο Βυζάντιος αναλύοντάς την δέχεται ότι αυτή περιέχει την ομολογία των δύο φύσεων, για να αποδείξει, όμως ότι (ο Βυζάντιος) αποστασιοποιείται κάπως από αυτήν, επισημαίνει ότι αυτός δεν την χρησιμοποιεί για να οικοδομήσει επάνω σ' αυτήν ένα άρθρο πίστεως, όπως ο Ιωάννης Καισαρείας ή ο Ιουστινιανός.[27] Επισημαίνει, ακόμα ο Richard πως ο Λεόντιος δεν κάνει ρητή αναφορά στον Κύριλλο ως εισηγητή της ως άνω έκφρασης. Ο Φρατσέας αντιλέγει ότι ο Λεόντιος στο έργο "Επίλυσις" αποδίδει την παραπάνω διατύπωση ρητά στον Κύριλλο. Παραθέτουμε μέρος του σχετικού χωρίου (η υπογράμμιση δική μας) : «και αυτόν δε τον μακάριον Κύριλλον, ου καθάπαξ παραιτούμενον τας φωνάς, αλλά κατά το Νεστορίῳ δοκούν προστιθέντα, ου μόνον δε αλλά και εν πολλοίς, μάλλον δε εν πάσιν αυτού τοις λόγοις, και τας δύο φύσεις ομολογούντα· ει δε όλως τούτο κρατεί το τους μεταγενεστέρους ενίας των προλαμψάντων φωνάς παραιτείσθαι, εξέστω και ημίν, επειδή Ευτυχής τε καί οι απ' αυτού κακώς εχρήσαντο, τῃ μιᾲ σεσαρκωμένῃ ταύτην παραιτείσθαι· ή μη παραιτουμένοις, και αυτούς την εν δύο φύσεσι καταδέχεσθαι·».[28] Το απόσπασμα αποδεικνύει πως ο Λεόντιος, παρά το ότι κάνει σε διάφορα σημεία των έργων του χρήση της διατύπωσης χωρίς να μνημονεύει τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, γνωρίζει ότι αυτός είναι ο εισηγητής της. Άλλωστε, από τη μία η έκφραση είχε γίνει την εποχή εκείνη τόσο ευρέως γνωστή, και από την άλλη ο άγιος Κύριλλος αποτελούσε τέτοιου μεγέθους αυθεντία, που θα ήταν ανεδαφικό να υποστηρίξει κάποιος ότι ο Λεόντιος Βυζάντιος υπάρχει περίπτωση να μην γνώριζε την πατρότητά της.

Ο Richard αναλύει τους παραλληλισμούς πάνω στους οποίους ο Loofs στήριξε την ταύτιση των δύο Λεοντίων και τους απορρίπτει, υποστηρίζοντας την ύπαρξη διαφοροποιήσεων στην ανθρωπολογία και την θεολογία των δύο συγγραφέων, δηλαδή αναπτύσσοντας μια σειρά από επιχειρήματα, κάποια από τα οποία επισημάναμε παραπάνω.

Περί του συγγραφέα του έργου Κατά των Μονοφυσιτών.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φρατσέας ασχολείται με το ερώτημα του εάν υπάρχουν αποδείξεις για την ταύτιση των δύο Λεοντίων τέτοιες που να δικαιολογούν την απόδοση της συγγραφής του προαναφερθέντος στον τίτλο έργου στον Λεόντιο Βυζάντιο.[29] Αναπτύσσει λοιπόν μια σειρά επιχειρημάτων, προκειμένου να θεμελιώσει την εν λόγω ταυτοποίηση. Θα αναφέρουμε κάποια από αυτά. Ο Φρατσέας επισημαίνει ότι στο σύγγραμμα "Κατά των Αφθαρτοδοκητών"[30] ο Βυζάντιος φανερώνει την πρόθεσή του να ασχοληθεί σε κάποιο επόμενο έργο του εκτενέστερα με τη διδασκαλία του Σεβήρου Αντιοχείας. Κατά τον Φρατσέα, ο Λεόντιος υλοποιεί την πρόθεσή του αυτή με τη συγγραφή του "Κατά των Μονοφυσιτών", αφού αυτό είναι το μόνο έργο του Λεοντίου το οποίο ασχολείται σαφώς με την ανασκευή των διδασκαλιών του Σεβήρου, αναφέροντάς τον πολλάκις. Επιπρόσθετα, κάποια από τα αποσπάσματα που περιέχονται σε αυτό προέρχονται από έργα του Σεβήρου, όπως συμβαίνει και με το "Διάλογος κατά των Αφθαρτοδοκητών".[31]

Ο Φρατσέας, αφού παραθέτει ένα απόσπασμα από το έργο "Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως" του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, στο οποίο ο άγιος Ιωάννης κάνει αναφορά σε ερμηνεία του Λεοντίου του Βυζαντίου επάνω στην έκφραση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας "μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη", αποδεικνύει ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γνώριζε το έργο "Κατά των Μονοφυσιτών" και ότι αναφέρεται σε αυτό ακριβώς το σύγγραμμα, όταν μιλάει για την ερμηνεία του Λεοντίου Βυζαντίου πάνω στην παραπάνω κυρίλλεια έκφραση, αποδίδοντας ρητά το έργο αυτό στον Λεόντιο Βυζάντιο (παρά το ότι ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός δεν αναφέρει ρητά τον τίτλο του συγγράμματος αυτού).

Επιπρόσθετα, ο Φρατσέας, για να ενισχύσει την ταύτιση αντιπαραβάλλει μερικά παράλληλα αποσπάσματα ανάμεσα στο "Κατά των Μονοφυσιτών" και σε αυθεντικά έργα του Λεοντίου, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις συμφωνούν κατά λέξη. Παραθέτουμε ένα παράδειγμα ενδεικτικά.

  • Τριάκοντα Κεφάλαια 30 : «(Λεγέτωσαν) έτι δέ και ει μή τῳ Σωτήρι δύο νοείται ο άνθρωπος, το σώμα και η ψυχή, ών το μεν δύνανται αποκτείναι οι επιβουλεύοντες, το δε ανώτερον της επιβουλής τυγχάνει· αμφότερα δε εν γεέννῃ απολλύμενα, ει τούτου κριθείεν άξια.». PG 86, 1777 D.
  • Κατά των Μονοφυσιτών 15 : «Ει διά το του ανθρώπου ειρημένον τισί των Πατέρων παράδειγμα τας δύο φύσεις ουχ οίον τε σώζεσθαι εν Χριστῴ, λεγέτωσαν ημίν, οι αποκτείνοντες το σώμα, φύσιν αποκτείνουσι, ή ουχί ; καί οι την ψυχήν μη δυνάμενοι αποκτείναι, φύσεως ου κατισχύουσιν ετέρας παρά το σώμα, ή ου δήτα ;». PG 86 1777 D.

Ακόμα, στο έργο Επίλυσις υπάρχει ένα χωρίο στο οποίο ο συγγραφέας απορρίπτει την ιδέα της προδιάπλασης της ανθρώπινης φύσης του Χριστού με το κάτωθι επιχείρημα : «ου τοίνυν διά το αδύνατον, αλλά διά το πρέπειν ψιλήν ποτε και άνευ θεότητος είναι του Κυρίου την ανθρωπότητα, την προδιάπλασιν εκβάλλομεν».[32] Όμως, παρόμοιο χωρίο απαντάται και στο "Κατά των Μονοφυσιτών" 58 : «Ει δε λέγοιεν[33]: "Υμείς ουν εν δύο φύσεσι τον Δεσπότην δοξάζοντες, οποίων τούτων φατέ;" αφθόνως αυτοίς ερούμεν, ως εκ δύο μεν τής τε θείας και της κοινής ανθρωπείας άμφω προϋπαρχουσών της ενώσεως Χριστού φαμέν·εν δύο δε, της τε υπέρ τον κοινόν λόγον και ιδικόν ούσης κοινής θεότητος και της ιδικής μόνου αυτού ανθρωπότητος. Την μέν γαρ εκ δύο φύσεων φωνήν συνιστᾲν δυνατόν, καί εκ της κατά αφαίρεσιν λαμβανομένης φύσεως εκ του κοινού των ανθρώπων προς τῃ ενυπάρκτῳ θεότητι επινοίᾳ ούσαν· επινοίᾳ γαρ και θεωρούμεν προ Χριστού τα Χριστού· τα δε εν αυτῴ υφεστώτως όντα ομολογείν, ουκ έστι προ αυτού, αλλ' εν αυτῴ· ώστε την υφεστώσαν αυτού ανθρωπότητα, οι δύο φύσεις ειδότες ηνωμένας εν Χριστῲ φασι μάλλον, ήπερ οι εκ δύο φύσεων λέγοντες αυτόν.»[34]. Και στα δύο αποσπάσματα, ο Λεόντιος Βυζάντιος επιλέγει να διατυπώσει θεολογικές θέσεις επάνω σε ένα θέμα το οποίο ήταν πολύ "επικίνδυνο" την περίοδο κατά την οποία τα ως άνω έργα συνεγράφησαν. Ο Φρατσέας επισημαίνει ότι και το Επίλυσις και το Κατά των Μονοφυσιτών, γράφτηκαν το 532, δηλαδή την περίοδο κατά την οποία έλαβε χώρα η συζήτηση μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, κατά την οποία συζήτηση, ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης αναφέρει ότι ο Λεόντιος Βυζάντιος "εγνώσθη τα Ωριγένους φρονών". Είναι εύλογη η υπόθεση ότι ο Λεόντιος εκφράζοντας τις θέσεις του αυτές στην συζήτηση του 532 με τους Μονοφυσίτες, προκάλεσε αντιδράσεις ανθρώπων που θεώρησαν ότι οι θέσεις αυτές ήταν καταδικαστέες ωριγενιστικές δοξασίες.[35]

Περί του συγγραφικού έργου του Λεοντίου του Βυζαντίου.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική σειρά της Πατρολογίας του Μινί περιέχει στους τόμους 86, 1 και 2 τα εξής συγγράμματα, που αποδίδονται στον Λεόντιο Βυζάντιο :

  1. Λεοντίου Σχολαστικού Βυζαντίου, Σχόλια από φωνής Θεοδώρου του θεοφιλεστάτου αββά και σοφωτάτου φιλοσόφου την τε θείαν και εξωτικήν φιλοσοφήσαντος γραφήν.
  2. Λεοντίου μοναχού, Λόγοι Γ΄ κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανιστών.
  3. Του πανσόφου μοναχού κυρ(ίου) Λεοντίου Ιεροσολυμίτου, Κατά των δύο τα υποστάσεις Χριστού λεγόντων, την τε οιανούν σύνθεσιν επ' αυτού ουκ ομολογούντων.
  4. Του πανσόφου μοναχού κυρ(ίου) Λεοντίου Ιεροσολυμίτου, Απορίαι προς τους μίαν φύσεις λέγοντας σύνθετον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και μαρτυρίαι των αγίων και ανάλυσις των δογμάτων αυτών.
  5. Του μακαρίου Λεοντίου, Τα τριάκοντα κεφάλαια κατά Σεβήρου.
  6. Του αυτού Λεοντίου, Επίλυσις των υπό Σεβήρου προβεβλημένων συλλογισμών.
  7. Του αυτού Λεοντίου, Προς τους προσφέροντας ημίν τινα Απολιναρίου ψευδώς επιγεγραμμένα εις το όνομα των αγίων Πατέρων.
  8. Η Patrologia Graecorum αποδίδει στον Λεόντιο Βυζάντιο καιδύο ομιλίες, τις εξής : α) Λεοντίου πρεσβυτέρου Κωνσταντινουπόλεως, Ομιλία εις την Μεσοπεντηκοστήν, και εις τον εκ γεννητής τυφλόν, και εις το "Μη κρίνετε κατ' όψιν" και β) Λόγος Λεοντίου πρεσβυτέρου Κωνσταντινουπόλεως Εις την αγίαν Παρασκευήν της Μεγάλης Εβδομάδος εις το πάθος του Κυρίου, και εις τον Ιώβ. Κύριε ευλόγησον.[36]

Περί της χειρόγραφης παράδοσης των αναμφισβήτητα γνησίων έργων.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρακάτω, θα αναφερθούμε στη χειρόγραφη παράδοση των έργων εκείνων, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από κανένα ερευνητή. Πρόκειται για τα έργα Λόγοι Γ΄ κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανιστών, Επίλυσις των υπό Σεβήρου προβεβλημένων συλλογισμών και Τα τριάκοντα κεφάλαια κατά Σεβήρου. Η χειρόγραφη παράδοση αυτών των συγγραμμάτων αποτελείται από επτά χειρόγραφα. Τα κυριότερα είναι ο κώδικας Vaticanus graecus 2195 (V) του XIIου αι., η Versio Turriani (T), που πρωτοεκδόθηκε το 1603, και ο κώδικας Laudianus Graecus 92 (O), του Χου αι..[37] Ο Fr. Loofs θεωρεί ότι ο Τ είναι ανεξάρτητος από τον V, και σημειώνει τις διαφορές του σε σχέση με τον πρώτο. όμως ο Evans θεωρεί ότι ο Τ είναι απλά λατινική μετάφραση του κειμένου του V. O V ήταν ένα από τα ενενήντα τρία χειρόγραφα της οικογένειας Colonna που αποκτήθηκαν για λογαριασμό της Βατικανής Βιβλιοθήκης από τον ανώτατο επιμελητή της, Καρδινάλιο Angelo Mai, τον Ιούλιο του 1821.[38] Με τον τίτλο Λόγοι Γ΄ κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανιστών, ο οποίος αποδίδεται στον μεταφραστή Fransiscus Turrianus, ο Μινί (Migne) δημοσιεύει τρία έργα, ήτοι τρεις "Λόγους", οι οποίοι διαφέρουν θεματικά και μορφικά, και οι οποίοι συνδέονται με έναν κοινό πρόλογο. Ο Φρατσέας υποστηρίζει ότι αρχικά οι τρεις Λόγοι ήταν ανεξάρτητες διαλέξεις, που έδωσε ο Λεόντιος μπροστά σε κοινό σε διάφορες ξεχωριστές περιστάσεις, οι οποίες αργότερα συγκεντρώθηκαν από τον Λεόντιο σε ένα τόμο, ή σε μία συλλογή. Στον κοινό πρόλογο, γνωστό ως Προθεωρία, ο Λεόντιος δίνει μια σύντομη περιγραφή των τριών έργων. Ο Fr. Loofs αντίθετα, αντιμετωπίζει του τρεις Λόγους ως ενιαίο σύγγραμμα, και θεωρεί ότι αυτό συνεγράφη μεταξύ των ετών 529 και 544, με τη χρονολόγηση δε αυτή συμφώνησαν οι περισσότεροι μετέπειτα ερευνητές.[39]

Στο τέλος του α΄ Λόγου ο Λεόντιος παραθέτει ένα ανθολόγιο πατερικών λόγων, που αποτελείται από ογδόντα δύο αποσπάσματα, ιδιαίτερα των Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης και Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Ο β΄ Λόγος κλείνει και αυτός με μία συλλογή πατερικών "χρήσεων" λιγότερο εκτενή από εκείνη με την οποία κλείνει ο πρώτος Λόγος. Πρόκειται για ένα ανθολόγιο αποτελούμενο από είκοσι επτά αποσπάσματα έργων του Ψευδο-Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, του Μεγάλου Αθανασίου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, του Γρηγορίου Νύσσης, του Ιωάννου Χρυσοστόμου και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας.[40] Ο γ΄ δε Λόγος συνοδεύεται από ένα ανθολόγιο αποσπασμάτων των εξής : α) του Θεοδώρου Μοψουεστίας, από το έργο του Περί της ενανθρωπήσεως. Ο Λεόντιος παρέθεσε τα αποσπάσματα αυτά για να αποδείξει τη συγγένεια του Νεστοριανισμού με τις διδασκαλίες του Θεοδώρου. Φαίνεται δε ότι μεταγενεστέρως σε αυτή τη συλλογή προστέθηκαν και αποσπάσματα από άλλα έργα του Θεοδώρου. β) Του Διοδώρου Ταρσού, του Παύλου Σαμοσατέα και του Νεστορίου. γ) Στο δεύτερο μέρος του ανθολογίου, ο Λεόντιος αντιτάσσει Ορθόδοξες χρήσεις πατερικών κειμένων των Γρηγορίου Νύσσης, Γρηγορίου του Θεολόγου, Κυρίλλου Αλεξανδρείας και άλλων.[41]

Περί του Κατά των Αφθαρτοδοκητών.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ερευνητές, προκειμένου να αναφερθούν στον δεύτερο Λόγο από τους Λόγους Γ΄ κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανιστών, χρησιμοποιούν για συντομία τον τίτλο Κατά των Αφθαρτοδοκητών. Πρόκειται για ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα σε ένα Αφθαρτοδοκήτη και ένα Ορθόδοξο. Ο M. Richard υποστηρίζει ότι ο Λεόντιος δανείσθηκε τον χαρακτήρα του Αφθαρτοδοκήτη από έργο του Σεβήρου Αντιοχείας, και ότι τροποποίησε αυτόν τον χαρακτήρα, προκειμένου να πλάσει ένα χαλκηδόνιο.[42] Ο Φρατσέας αντικρούει τη θέση αυτή, προβάλλοντας μια σειρά επιχειρημάτων. Εξάλλου, ο Φρατσέας λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά πληροφοριών γύρω από τη διαμάχη ανάμεσα στον Σεβήρο Αντιοχείας και τον Ιουλιανό Αλικαρνασσού (τον θεωρητικό ιδρυτή του ρεύματος του Αφθαρτοδοκητισμού), και θεωρώντας ότι το σύγγραμμα γράφτηκε πιθανότατα προ της τελευτής του Ιουλιανού, υπολογίζει ότι ο διάλογος Κατά των Αφθαρτοδοκητών συνεγράφη μεταξύ των ετών 521 και 527. Προσθέτει δε ότι εάν θεωρήσουμε πως ο Λεόντιος δεν γνώριζε για τη διαμάχη πριν τα νέα γι' αυτήν φθάσουν στην Παλαιστίνη, πρέπει να τοποθετήσουμε τη συγγραφή μεταξύ των ετών 525 έως 527. Στόχος του συγγράμματος ήταν να αποτρέψει τη διασπορά του Αφθαρτοδοκητισμού μεταξύ των Ορθοδόξων.[43]

Για να αντιληφθούμε όμως ευκρινέστερα την προαναφερθείσα στην προηγούμενη παράγραφο άποψη του M. Richard, χρειάζεται να την εντάξουμε στο γενικότερο σκεπτικό του γύρω από τα έργα του Λεοντίου. Χρήσιμο είναι να κάνουμε αρχικά μια σύντομη αναδρομή στην περίοδο πριν τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451). Μετά τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί ανάμεσα στους εκπροσώπους των δύο μεγάλων θεολογικών σχολών (Αντιοχείας και Αλεξανδρείας) στα πλαίσια του Όρου των Διαλλαγών, οι χριστολογικές απόψεις των λιγότερο μετριοπαθών από αυτούς δεν έπαψαν να αποκλίνουν και το βασικό πρόβλημα, που ήταν η σύγχυση των όρων πρόσωπο και υπόσταση παρέμενε. Έτσι, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Σύνοδος της Χαλκηδόνας) ήρθε το 451 για να καταδικάσει κάθε μονοφυσιτική από τη μία και κάθε ακραία δυοφυσιτική από την άλλη απόκλιση. Υπήρχε από τη μία ο Μονοφυσιτισμός, που υποστήριζε ότι καθόσον στο πρόσωπο του Χριστού υπάρχουν δύο φύσεις, θα έπρεπε να υπάρχουν και δύο πρόσωπα, και δεδομένου ότι αυτό είναι άτοπο, πρέπει να δεχθούμε πως η ανθρώπινη φύση αφομοιώθηκε -χωρίς να εξαλειφθεί- από τη θεϊκή.[1] Και από την άλλη υπήρχαν εκείνοι οι Αντιοχειανοί θεολόγοι, οι οποίοι προέβαλλαν τα έργα του Θεοδώρου Μοψουεστίας και του Διοδώρου Ταρσού, προκειμένου να επιτύχουν την αναίρεση της καταδίκης των έργων του Νεστορίου, του οποίου άλλωστε οι Χριστολογικές απόψεις ήταν μετριοπαθέστερες από εκείνες των Θεοδώρου και Διοδώρου.

Η χριστολογική έριδα ανάμεσα σε θεολόγους των δύο Σχολών, την εποχή κατά την οποία δραστηριοποιείτο ο Λεόντιος (πρώτο μέρος του 6ου αι.) ήταν ακόμα σε έξαρση. Όμως, την ίδια περίοδο βρίσκονταν σε έξαρση και οι ωριγενιστικές έριδες. Ο Richard ακολουθώντας την εκδοχή και αφήγηση του Κυρίλλου Σκυθοπολίτη περί του "ωριγενιστή" Λεοντίου, στην οποία προαναφερθήκαμε[44], συμμερίζεται την άποψη του Κυρίλλου, σύμφωνα με την οποία ο Λεόντιος ανήκε στον κύκλο του Νόννου, που έχοντας ως βάση τη Νέα Λαύρα στην Παλαιστίνη, προσπαθούσε να προσηλυτίσει πιστούς στον "ωριγενισμό". Σύμφωνα με την εκδοχή του Richard και των ερευνητών που συμφωνούν μαζί του, στο πρώτο ήμισυ του 6ου αι. η "ωριγενιστική" ομάδα των Λεοντίου Βυζαντίου, Θεοδώρου Ασκιδά και Δομετιανού ανέπτυξαν δραστηριότητα και χρησιμοποίησαν τις προσβάσεις τους στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να πετύχουν την αποκατάσταση των απόψεων του Ωριγένη. Ανάμεσα στους συμμάχους τους -πάντα σύμφωνα με την εκδοχή του Richard- συγκαταλέγεται και ο πρεσβύτερος Ευσέβιος, επίσης "ωριγενιστικών" απόψεων, σύμβουλος του αυτοκράτορα, με τη βοήθεια του οποίου οι Θεόδωρος Ασκιδάς και Δομετιανός εκλέγονται επίσκοποι, ο μεν Θεόδωρος μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας και ο δε Δομετιανός επίσκοπος Αγκύρας. Το 543 ο Ιουστινιανός, προκειμένου να κατασιγάσει τις ωριγενιστικές έριδες εκδίδει αυτοκρατορικό διάταγμα εναντίον του Ωριγένη, το οποίο περιέχει τους Δέκα αναθεματισμούς εναντίον του. Αυτό λοιπόν, που ο Richard υποστηρίζει είναι ότι ο β΄ και γ΄ Λόγος, δηλαδή τα συγγράμματα, Κατά των Αφθαρτοδοκητών και Φωρά και θρίαμβος υπέρ Νεστοριανών του Λεοντίου, ενώ υποτίθεται ότι καταπολεμούν αιρετικούς που είχαν τεθεί εκτός Εκκλησίας (π.χ. τους Νεστοριανούς και τους Αφθαρτοδοκήτες), στην πραγματικότητα αυτό το κάνουν προσχηματικά, ενώ κατά βάθος ασκούν πολεμική κεκαλυμμένως εναντίον των χαλκηδονίων εκείνων Ορθοδόξων, οι οποίοι ενεπλάκησαν ενεργά στην ωριγενιστική έριδα, εναντίον του Ωριγένη, και πέτυχαν την καταδίκη του, διά των Δέκα αναθεματισμών του αυτοκρατορικού διατάγματος του Ιουστινιανού.

Κατά το σκεπτικό του Richard πραγματικοί κεκαλυμμένοι στόχοι της πολεμικής του Λεοντίου ήταν προσωπικότητες όπως ο άγιος Εφραίμ ο Αμιδηνός (δηλαδή ο Πατριάρχης Αντιοχείας Εφραίμιος) και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πέτρος, δηλαδή χαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι, οι οποίοι πριν την έκδοση του αυτοκρατορικού διατάγματος του 543, παρενέβησαν εναντίον των ωριγενιστικών απόψεων και εναντίον του ωριγενισμού. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Richard υποστηρίζει ότι το έργο Λόγοι Γ΄ κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανιστών συνεγράφη μεταξύ των ετών 543 και 544, παρουσιάζοντάς το ως μία απάντηση στο διάταγμα του Ιουστινιανού. Ο Richard αποδίδει στον Λεόντιο μία θρησκευτική ψυχολογική τάση, που τον ωθεί να κατηγορεί τους πραγματικούς άδηλους στόχους του, ως ενόχους λόγω προσχώρησης στην αίρεση του Νεστορίου και του Θεοδώρου Μοψουεστίας. (Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι πάγια θέση των αντι-χαλκηδονίων ήταν ότι η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος επανέφερε στο επίσημο δόγμα τον Νεστοριανισμό). Κατά τον Richard δηλαδή, όταν ο Λεόντιος καταπολεμά τις χριστολογικές απόψεις του Θεοδώρου Μοψουεστίας σ' αυτά τα δύο βιβλία, στην πραγματικότητα ασκεί πολεμική σε χαλκηδονίους Ορθοδόξους πολεμίους του ωριγενισμού, για τους οποίους θεωρεί ότι προσχώρησαν στην αίρεση του Νεστορίου. Σχετικά με το σύγγραμμα Κατά των Αφθαρτοδοκητών, ο Richard γράφει χαρακτηριστικά ότι σκοπός του δεν ήταν το να επαναφέρει στην Ορθοδοξία κάποιους πλανεμένους, αλλά το να αποδώσει σε κάποιους θεωρούμενους ως ενόχους (εννοεί χαλκηδονίους Ορθοδόξους), μία πλάνη την οποία δεν είχαν (εννοεί τον Νεστοριανισμό).[45] Αυτός είναι τέλος, ο λόγος για τον οποίο ο Richard φθάνει στο να χαρακτηρίσει τα έργα του Λεοντίου συνολικά, ως "λιβελογραφήματα".

Η άποψη αυτή του Richard,που προϋποθέτει το ότι ο Λεόντιος ήταν οπαδός των αιρετικών απόψεων του Ωριγένη, αφήνει αναπάντητα μια σειρά από ερωτήματα. Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων ερωτημάτων : το πώς γίνεται ένας ένθερμος "ωριγενιστής" να μην έχει περιλάβει στο έργο του ούτε καν ίχνη ωριγενιστικών απόψεων. Το πώς γίνεται να εντοπίζονται στα κείμενα ενός "ωριγενιστή" τάσεις αντιτιθέμενες στον ωριγενισμό, όπως έχει επισημάνει ο Φρατσέας. Υπενθυμίζουμε ότι η απουσία ωριγενιστικών απόψεων από τα κείμενα του Λεοντίου ώθησε τον Rügamer να υποστηρίξει ότι ο Λεόντιος ο Βυζάντιος είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον "ωριγενιστή" Λεόντιο, Βυζάντιο "τω γένει", στον οποίο αναφέρεται ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης. Το πώς γίνεται, ακόμα, ένας "ωριγενιστής" αιρετικός να άσκησε αξιοσημείωτη επιρροή στους μεταγενεστέρους Πατέρες. Το πώς γίνεται η Ορθόδοξη παράδοση να διατήρησε σεβάσμια εικόνα για τον Λεόντιο αποδίδοντάς του τους χαρακτηρισμούς "πάνσοφος", "μακάριος" και "σχολαστικός", αφού επρόκειτο για "ωριγενιστή" αιρετικό. Το πώς γίνεται ένας γνωστός "ωριγενιστής" όπως ο Λεόντιος να υπήρξε μέλος της αντιπροσωπείας των πατέρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην ενδημούσα σύνοδο που συνεκάλεσε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μηνάς το 536, προκειμένου να καταδικάσει τον Σεβήρο Αντιοχείας.

Προκειμένου ο Richard να στηρίξει τις θέσεις του αυτές σε αναφορά με το Κατά των Αφθαρτοδοκητών , προβάλλει ως επιχείρημα μόνο έξι χρήσεις πατερικών κειμένων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω σύγραμμα, οι οποίες απαντώνται και σε έργο του Σεβήρου, επιχειρηματολογώντας ότι ο Λεόντιος τις αντέγραψε από κάποιο έργο ή ανθολόγιο του Σεβήρου Αντιοχείας. Ο Φρατσέας αντικρούει αυτό το επιχείρημα αντιπαραβάλλοντας τις έξι αυτές χρήσεις στα κείμενα των δύο συγγραφέων. Παραβάλλοντας την θέση των χρήσεων αυτών στα κείμενα, επισημαίνει ότι οι έξι χρήσεις στο κείμενο του Λεοντίου είναι τοποθετημένες σε τάξη, με τους αριθμούς 94, 106, 107, 108, 109 και 112 κι' ακόμα είναι τοποθετημένες σύμφωνα με τους συγγραφείς, ενώ αντιθέτως στο κείμενο του Σεβήρου είναι ατάκτως τοποθετημένες. Προσθέτει ακόμα ότι ακόμα κι' αν δεχθούμε ότι η κύρια πηγή του Λεοντίου για τον Αφθαρτοδοκητισμό ήταν τα συγγράμματα του Σεβήρου εναντίον του Ιουλιανού, αυτό δεν μας δίνει την δυνατότητα να υποστηρίξουμε ότι ο Λεόντιος αντέγραψε τον χαρακτήρα του Αφθαρτοδοκήτη από τον Σεβήρο και ότι τον παραμόρφωσε για να τον καταστήσει χαλκηδόνιο, διότι ο Λεόντιος στο έργο του δίνει ορθές πληροφορίες για τον γνήσιο Αφθαρτοδοκητισμό και διαφοροποιεί τη θέση του από εκείνη του Σεβήρου, όπως αποδείχθηκε και από τον L. Perrone.[46]

Περί του Φωρά και θρίαμβος υπέρ Νεστοριανών.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ερχόμενοι στον τρίτο Λόγο, ο Richard για να υποστηρίξει την προαναφερθείσα στην προηγούμενη ενότητα θέση του, εκφράζει την άποψη ότι το γεγονός πως και πάλι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα έντιμο έργο -αφού ο στόχος της πολεμικής του είναι άλλος από αυτόν που προσχηματικά προβάλλεται- αποδεικνύεται από το ότι ο Λεόντιος, στην πολεμική του εναντίον του Θεοδώρου Μοψουεστίας, δεν χρησιμοποιεί κανένα από τα συγγράμματα του Θεοδώρου, ούτε καν το Περί της Ενανθρωπήσεως, παρά μόνο μερικά ανθολόγια νοθευμένα από Απολιναριστές. Όμως ο Fr. A. Sullivan απέδειξε και το άτοπο του ισχυρισμού περί απολιναριστικής καταγωγής του ανθολογίου του Λεοντίου και την γνησιότητα των αποσπασμάτων των έργων του Θεοδώρου Μοψουεστίας που ο Λεόντιος χρησιμοποιεί για να υποστηρίξει τις θέσεις του. Ο Φρατσέας από την άλλη, υποστηρίζει ότι ο συντάκτης του αυτοκρατορικού διατάγματος του Ιουστινιανού του 543 με το οποίο καταδικάσθηκε επίσημα ο Ωριγένης, συνέταξε το κείμενο αντιγράφοντας ή χρησιμοποιώντας τον εν θέματι Λόγο του Λεοντίου. Πρόκειται για το διάταγμα του Ιουστινιανού με το οποίο επισημοποιήθηκε η χρήση της χριστολογικής διατύπωσης "Ένα της αγίας Τριάδος (πεπονθέναι σαρκί)", η οποία πρωτοδιατυπώθηκε από τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας.[47] Το γεγονός ότι η έκφραση αυτή απουσιάζει από το Φωρά και θρίαμβος υπέρ Νεστοριανών αποδεικνύει ότι δεν είναι ο Λεόντιος αυτός που χρησιμοποίησε το κείμενο του διατάγματος για να συντάξει τον Λόγο του, αφού σ' αυτήν την περίπτωση δεν θα παρέλειπε να αναφερθεί στην εν λόγω διατύπωση, αλλά το αντίθετο, πράγμα που σημαίνει ότι ο Λόγος αυτός συνεγράφη πριν το 543.

Υποσημειώσεις.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Φρατσέας, Ηλίας. «"Ο Λεόντιος Βυζάντιος : βίος και συγγράμματα : κριτική θεώρηση"». Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών. 
  2. Φρατσέας σ. 14.
  3. Leontius von Byzanz und die gleichnamigen Schriftsteller der griechischen Kirche. Das Leben und die polemischen Werke des Leontius von Byzanz, (Leipzig 1887).
  4. Β. Daley, "Leontius of Byzantium. Complete Works", Oxford University Press, 2017, σ. 5 υποσ. 24.
  5. Φρατσέας, σ. 12.
  6. Ό. π..
  7. Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης (1980). "Ιστορία Βυζαντινού Κράτους. Τόμος Α΄: Ιστορία πρωΐμου Βυζαντινής περιόδου (325-565)". Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας. σελ. 493-494. 
  8. Φρατσέας σ. 89.
  9. Φρατσέας σ. 13.
  10. Rugamer, P. Wilhelm (1894). "Leontius von Byzanz. Ein Polemiker aus dem Zeitalter Justinians. Inaugural Dissertation". Wurzburg. σελ. 59. 
  11. Φρατσέας σ. 64.
  12. Φρατσέας σσ. 66-67.
  13. Φρατσέας σσ. 73-74.
  14. Schwartz, Eduard (1939). ""Kyrillos von Skythopolis" von Eduard Schwartz (Texte und Untersuchungen zur Geschichte der altchristlichen Literatur 49. Band, 2. Heft)". Leipzig. σελ. 388 (389) σημ. 2. 
  15. Φρατσέας σ. 59.
  16. "De collatione cum Severianis habita", "Acta Conciliorum Oecomenicorum", ed. E. Schwartz, Berlin, 1914, IV2, 170, 5-6.
  17. Φρατσέας σ. 101.
  18. PG 86 1940 Β (Μινί).
  19. PG (Μινί) 86, 6 1772 CD.
  20. Κατά των Νεστοριανών IV, PG 86, 1685 A B.
  21. Φρατσέας σ. 113.
  22. «Μίαν μεν γαρ ανθρώπου φύσιν λέγομεν, ουχ ως άν υμείς φαίητε εις ταυτόν άγοντες την φύσιν της σαρκός τῃ ουσίᾳ της ψυχής, ή το ανάπαλιν». (PG 86, 1289 D).
  23. "...ούτε γαρ απλώς σώμα, ούτε μόνως ψυχή ο άνθρωπος λέγοιτο, φυσικού είδους λόγῳ• ούτε σώμα και ψυχή. το γάρ θνητόν εν ουδετέρῳ τώνδε είδει, εν δέ τῳ ανθρώπῳ σαφώς". (Κατά των Μονοφυσιτών 4, PG 86 1772B).
  24. Κατά Μονοφυσιτών 33 PG 86, 1789 BD.
  25. M. Richard, Leonce de Jerusalem et Leonce de Byzance, MSR I, 1944, 35-88, σ. 58.
  26. "Επίλυσις", PG 86, 1925 Β.
  27. Πρβλ. PG 86, 1277.
  28. Επίλυσις PG 86, 1929 B C.
  29. Φρατσέας σ. 140 κ.ε..
  30. Πρόκειται για τον β΄ λόγο από το έργο Λόγοι Γ΄ κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανιστών.
  31. Φρατσέας σ. 144.
  32. PG 86, 1944 D 1-4.
  33. Μιλάει για τους Μονοφυσίτες.
  34. PG 86, 1801 B.
  35. Φρατσέας σ. 158.
  36. Φρατσέας σσ. 162-163.
  37. Φρατσέας σσ. 165-169.
  38. Daley σ. 78.
  39. Βλ. J. P. Junglas, Leontius von Byzans.Studien su seinen Schriften, Quellen und Anschaungen, Paderborn, 1908, 2, V, Grumel, Léonce de Byzance, DTC 9, 1926, 400 και L. Perrone, La chiesa di Palestina e le controversie cristologiche. Dal consilio di Efeso (431) al secondo concilio di Constantinopoli (553), Paideia Editrice, Brescia, 1980, 268 (269), σημ. 102.
  40. Φρατσέας, σσ. 179-181.
  41. Φρατσέας σ. 181.
  42. M. Richard, Leonce de Byzance etait - il origeniste?, Revue des Etudes Byzantines 5, 1947, σ. 40.
  43. Φρατσέας σ. 192.
  44. Βλ. ενότητες Η ταύτιση με τον "ωριγενιστή" Λεόντιο του Κυρίλλου Σκυθοπολίτη και Περί του συγγραφέα του έργου "Κατά των Μονοφυσιτών".
  45. Richard, Léonce origéniste?, 40-41.
  46. L. Perrone, Il "Dialogo contro gli aftartodoceti" di Leonzio di Byzanzio e Severo diAntiochia, Cristo I, 1980, 411-445, κυρίως σσ. 436-442.
  47. Φρατσέας σ. 196.