Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λάσλο Σάμπο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λάσλο Σάμπο
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Szabó László (Ουγγρικά)
Γέννηση19  Μαρτίου 1917
Βουδαπέστη
Θάνατος8  Αυγούστου 1998
Βουδαπέστη
Τόπος ταφήςΕβραϊκό κοιμητήριο της οδού Κόζμα
Χώρα πολιτογράφησηςΟυγγαρία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΟυγγρικά[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασκακιστής
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Λάσλο Σάμπο (19 Μαρτίου 1917 - 8 Αυγούστου 1998) ήταν Ούγγρος διεθνής γκρανμαίτρ στο σκάκι.

Γεννήθηκε στη Βουδαπέστη και εντάχθηκε στη διεθνή σκακιστική σκηνή το 1935, στην ηλικία των 18. Κέρδισε το πρώτο διεθνές ουγγρικό πρωτάθλημα σκακιού στο Τατατόβαρος και ακολούθως κλήθηκε για να αντιπροσωπεύσει τη χώρα του στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1935 στη Βαρσοβία. Ο Σάμπο μάγευσε το κοινό με την επιθετική του στρατηγική, που ερχόταν σε αντίθεση με την κατηφή τακτική θέσεως των συμπατριωτών του. Ο Γκέζα Μαρότσι, ηγετική μορφή για το ουγγρικό σκάκι της εποχής, καθοδήγησε και γαλούχησε τον Σάμπο όπως και άλλους μελλοντικούς πρωταθλητές (Μάξ Ούβε, Βέρα Μέντσικ).

Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξαν κι άλλες επιτυχίες για τον Σάμπο, όπως τη νίκη του στο διεθνές τουρνουά του Χέιστινγκς το 1938-39 (ένα τουρνουά οποίο θα είχε μια μετέπειτα μακρά σχέση). Εργάστηκε ως τραπεζίτης και ασχολήθηκε με συναλλαγές ξένων νομισμάτων.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Σάμπο εξαναγκάστηκε να εργαστεί σε στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας και αργότερα συνελήφθη από τον ρωσικό στρατό και κρατήθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στο σκάκι και αγωνίστηκε σε πολλά διεθνή τουρνουά. Τερμάτισε πέμπτος στο Χρόνιγκεν το 1946, ένα πολύ δυνατό τουρνουά με παγκόσμια ονόματα όπως τους Μποτβίνικ, Ούβε, Σμισλόφ, Νάιντορφ, Μπολεσλάβσκι και Κότοβ. Το 1948 στο τουρνουά του Σάλτσγιομπάντεν, τερμάτισε δεύτερος πίσω από τον Μπρονστάιν. Ο Σάμπο νίκησε στο Χέιστινγκς του 1947/48, 1949/50, όπως και στη Βουδαπέστη το 1948. Οι πέμπτες θέσεις του στα Ιντερζόναλ του 1952 στο Σάλτσγιομπάντεν και στο Γκότενμπουργκ του 1955, του έδωσαν μια θέση στο Τουρνουά Υποψηφίων. Στο 3ο και τελευταίο του Τουρνουά Υποψηφίων, στο Άμστερνταμ το 1956, ο Σάμπο έκανε την πιο υποσχόμενη απόπειρα του για τον Παγκόσμιο τίτλο. Ισοβάθμησε στην 3η θέση με τους Μπρόνσταιν, Γκέλερ, Πετροσιάν και Σπάσκι, πίσω από τους Σμίσλοβ καει Κέρες.

Στις δεκαετίες του 1960 και 1970, ο Σάμπο συνέχισε τις καλές εμφανίσεις σε διεθνές επίπεδο. Κατετάγη πρώτος στο Ζάγκρεμπ το 1964, στη Βουδαπέστη το 1965 (μαζί με τους Πολουγκαέβσκι και Ταϊμάνοβ), στο Σαραγέβο το 1972, στο Χίλφερσουμ το 1973 (με τον Γκέλερ) και ισοβάθμησε στην πρώτη θέση του Χέιστινγκς το 1973/74. (μαζί με τους Γκενάντι, Κούζμιν, Τίμαν και Τάλ)

Συνολικά αντιπροσώπευσε την Ουγγαρία σε 11 Ολυμπιάδες, παίζοντας 5 φορές ως τοπ μπόρντ και κερδίζοντας πολλά μετάλλια. Το 1937, κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο τόσο σε ομαδικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Το 1952, κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο ατομικό, το 1956 στο ομαδικό και το 1966 πήρε το χάλκινο σε ομαδικό και το αργυρό σε ατομικό επίπεδο.

Ο Σάμπο ήταν ο καλύτερος Ούγγρος σκακιστής για σχεδόν 20 χρόνια. (τον διαδέχθηκε ο Λάγιος Πόρτις κοντά στο 1963/64) Στην κορυφή της καριέρας του ήταν ένας από τους 12 καλύτερους σκακιστές στον κόσμο.

Η οικογένειά του δώρισε ολόκληρη τη βιβλιοθήκη και τα αρχεία του για το σκάκι στη δημόσια βιβλιοθήκη του Κλίβελαντ και στη συλλογή ντάμας και σκακιού του Τζον Γ. Γουάιτ. Η συλλογή αυτή είναι το πιο πλούσιο αρχείο για το σκάκι στον κόσμο. (32.568 τόμοι βιβλίων και τεύχη συμπεριλαμβάνοντας 6.359 τόμους βιβλιοδετημένων περιοδικών)