Κόστος κεφαλαίου
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Στο πλαίσιο της αξιολόγησης επενδύσεων, ο όρος κόστος κεφαλαίου αναφέρεται στην αμοιβή που απαιτείται από επενδυτές ή δανειστές ώστε να πειστούν για την παροχή χρηματοδότησης για μια επένδυση. Εάν ο στόχος της εταιρείας είναι να παραμείνει επικερδής και να αυξηθεί η αξία των μετοχών της, κάθε χρήση του κεφαλαίου πρέπει να επιστρέψει τουλάχιστον το κόστος του κεφαλαίου, και ιδανικά ένα ποσό μεγαλύτερο από το κόστος του κεφαλαίου. Το μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίου (WACC), χρησιμοποιείται συχνά ως σημείο αναφοράς, ή δείκτης "ποσοστιαίας απόδοσης", κατά την αξιολόγηση των νέων σχεδίων και επιχειρήσεων που απαιτούν χρηματοδότηση.
Σύνοψη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια επιχείρηση μπορεί να αντλήσει κεφάλαια για την χρηματοδότηση των επενδύσεων της από τις εξής πηγές:
- Διάθεση μετοχών
- Ομολογιακό δανεισμό
- Παρακρατημένα κέρδη-Αποθεματικό
Κάθε μια από αυτές τις πηγές εμπεριέχει ένα διαφορετικό κόστος για την επιχείρηση, που αξιολογείται με την χρήση της έννοιας του κόστους κεφαλαίου.[1] Το κόστος κεφαλαίου αποτελεί την απόδοση την οποία πρέπει να αποκομίζει η επιχείρηση από τις επενδύσεις της, έτσι ώστε οι επενδυτές της να κερδίζουν την απαιτούμενη από αυτούς απόδοση. Για να είναι συμφέρουσα για την επιχείρηση μια επένδυση, η αναμενόμενη από αυτήν την επένδυση απόδοση πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το κόστος κεφαλαίου. Εάν μια επιχείρηση αποδεχθεί ένα επενδυτικό πρόγραμμα με εσωτερικό βαθμό απόδοσης ο οποίος υπερβαίνει το κόστος των κεφαλαίων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την χρηματοδότηση του συγκεκριμένου προγράμματος, το πλεόνασμα το οποίο απομένει μετά την αποπληρωμή των κεφαλαίων αυτών, το καρπώνονται οι μέτοχοι της επιχείρησης. Κατά συνέπεια, αυξάνεται ο πλούτος των μετόχων, αποτέλεσμα που συμβαδίζει με τον αντικειμενικό σκοπό της χρηματοοικονομικής διοίκησης[2].
Υπολογισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο υπολογισμός του κόστους των κεφαλαίων μιας επιχείρησης δεν είναι τόσο απλός όσο χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, το επιτόκιο που χρεώνεται για την τραπεζική χρηματοδότηση. Το πραγματικό κόστος του κεφαλαίου πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την την κατάσταση της αγοράς και οικονομικά και φορολογικά θέματα. Μερικές φορές οι σχέσεις των επενδυτών και η αντίληψη της αγοράς παίζουν ρόλο στον προσδιορισμό της δομής του κεφαλαίου μιας εταιρείας. Οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν βασίζονται σε ένα μόνο είδος χρηματοδότησης αλλά επιδιώκουν να διατηρήσουν μια αποδεκτή κεφαλαιακή διάρθρωση χρησιμοποιώντας μείγμα από διάφορα στοιχεία. Στη συνέχεια εξετάζονται τα είδη του κεφαλαίου, το σχετικό κόστος τους, καθώς και οι μέθοδοι με τις οποίες προκύπτει ένα μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίου για την πρακτική χρήση.
Ο υπολογισμός του κόστους της κάθε πηγής χρηματοδότησης βασίζεται στην εξής λογική : Η κάθε επιχείρηση εκδίδει διάφορα αξιόγραφα (ομολογίες, μετοχές), τα οποία πουλά στους επενδυτές, με σκοπό να αντλήσει κεφάλαια ώστε να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές της. Οι επενδυτές από την μεριά τους αναμένουν συγκεκριμένη απόδοση από κάθε μια από αυτές τις επενδύσεις ώστε να αγοράσουν τα εκάστοτε αξιόγραφα. Η απόδοση αυτή που αναμένουν οι επενδυτές αποτελεί και το κόστος της συγκεκριμένης επένδυσης για την επιχείρηση. Αντικειμενικός σκοπός του καθορισμού του κόστους της κάθε πηγής χρηματοδότησης είναι να βρεθεί η απόδοση την οποία απαιτούν οι επενδυτές για καθένα από αυτά τα αξιόγραφα.
Το κόστος των ξένων κεφαλαίων είναι σχετικά εύκολο στον υπολογισμό του, αφού ορίζεται ως το προεξοφλητικό επιτόκιο που αναμένεται να πληρώσει η επιχείρηση. Πρακτικά, το προεξοφλητικό επιτόκιο μπορεί να υπολογιστεί σαν την αναμενόμενη απόδοση χωρίς κίνδυνο συν ένα πρίμ κινδύνου. Θεωρώντας ότι τα εξεταζόμενα επενδυτικά προγράμματα ενέχουν περίπου τον ίδιο κίνδυνο με τα ήδη υπάρχοντα προγράμματα της επιχείρησης, το προεξοφλητικό επιτόκιο θεωρείται δεδομένο, αφού ορίζεται ασχέτως των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.
Το κόστος των ιδίων κεφαλαίων είναι δυσκολότερο να υπολογιστεί, αφού οι μετοχές δεν αποδίδουν ένα προκαθορισμένο ποσοστό στους επενδυτές. Ομοίως με το κόστος των ξένων κεφαλαίων, υπολογίζεται σαν την αναμενόμενη απόδοση της επένδυσης, όπου όμως η απόδοση δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Οπότε το κόστος των ιδίων κεφαλαίων υπολογίζεται με την χρήση διαφόρων υποδειγμάτων, με χαρακτηριστικότερα το Υπόδειγμα Αποτίμησης Περιουσιακών Στοιχείων[3]. Ο υπολογισμός του κόστους των κεφαλαίων οδηγεί στον υπολογισμό του σταθμικού μέσου κόστους κεφαλαίου, που χρησιμοποιείται σαν προεξοφλητικό επιτόκιο για τις αναμενόμενες ταμειακές ροές της επένδυσης.
Ομόλογα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αφού τα έξοδα αποπληρωμής ομολογιακών δανείων αποτελούν φορολογικές εκπτώσεις, το κόστος των ομολογιακών δανείων υπολογίζεται μετά φόρων, ώστε να είναι συγκρίσιμο με το κόστος των ιδίων κεφαλαίων (υπολογίζεται επίσης μετά φόρων). Οπότε ο υπολογισμός του κόστους ομολογιακών δανείων συνίσταται σε δύο στάδια. Αρχικά υπολογίζεται το προ φόρων κόστος του ομολογιακού δανείου, προσαρμοσμένο στο κόστος έκδοσης και διάθεσης του δανείου αυτού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται ως εξής :
όπου NP = η πραγματική ταμειακή ροή στην επιχείρηση από το ομολογιακό δάνειο, Ι = το ετήσιο τοκομερίδιο, n = ο αριθμός των ετών που διαρκεί η ομολογία, FV = η ονομαστική αξία της ομολογίας, k = το κόστος του ομολογιακού δανείου.
Εάν πρόκειται περί τραπεζικού δανεισμού, ο παραπάνω τύπος παίρνει την εξής μορφή :
Παρακρατημένα κέρδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια επιχείρηση μπορεί να χρησιμοποιήσει ίδια κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει νέα επενδυτικά προγράμματα με δύο τρόπους : Πρώτον, με την χρησιμοποίηση των παρακρατημένων κερδών της χρήσης αυτής, και δεύτερον με την έκδοση νέου μετοχικού κεφαλαίου. Το κόστος των παρακρατημένων κερδών είναι ίσο με την απόδοση την οποία απαιτούν οι μέτοχοι της συγκεκριμένης επιχείρησης να έχουν από τις μετοχές τους για να τις διακρατήσουν.
Το κόστος των παρακρατημένων κερδών είναι ίσο με την απαιτούμενη από τους επενδυτές απόδοση για να αγοράσουν μια μετοχή της συγκεκριμένης επιχείρησης. 'Ετσι το κόστος των παρακρατημένων κερδών είναι ουσιαστικά το κόστος των κοινών μετοχών (αγγλικά: cost of common stock) της επιχείρησης. Η μέτρηση του κόστους αυτού παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, αφού οι μετοχές δεν αποδίδουν ένα προκαθορισμένο ποσοστό στους επενδυτές. Γενικά, εχουν αναπτυχθεί διάφοροι μέθοδοι για τη μέτρηση του κόστους αυτού, όπως :
- Η προσέγγιση με το υπόδειγμα αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων,
- Η προσέγγιση με το υπόδειγμα προεξόφλησης μερισμάτων,
- Η προσέγγιση της ανταμοιβής για τον κίνδυνο.
Κόστος νέου μετοχικού κεφαλαίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην περίπτωση που τα παρακρατημένα κέρδη δεν είναι αρκετά για την χρηματοδότηση ένος επενδυτικού προγράμματος, μια επιχείρηση μπορεί να εκδόσει νέο μετοχικό κεφάλαιο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να λάβει υπόψη της το κόστος έκδοσης και διάθεσης των νέων μετοχών. Εάν υπολογίσουμε το κόστος έκδοσης και διάθεσης που αντιστοιχεί σε κάθε μια νεοεκδιδόμενη μετοχή και την αφαιρέσουμε από την τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία της μετοχής, θα λάβουμε την καθαρή είσπραξη ανα μετοχή την οποία θα πρέπει να πάρει η επιχείρηση. Στη συνέχεια, το κόστος της νέας μετοχής υπολογίζεται ως εξής :
όπου το κόστος της νεοεκδιδόμενης κοινής μετοχής, NP η πραγματική ταμειακή εισροή της επιχείρησης από κάθε νεοεκδιδόμενη μετοχή, το ετήσιο μέρισμα της μετοχής, και g το ποσοστό μεγέθυνσης των μερισμάτων σύμφωνα με το μοντέλο Gordon-Shapiro.[4]
Σταθμικό μέσο κόστος κεφαλαίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αφού εκτιμηθεί το κόστος κάθε συστατικού στοιχείου της κεφαλαιακής διάρθρωσης, μπορεί να υπολογιστεί ο σταθμικός μέσος τους. Το αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού είναι το σταθμικό μέσο κόστος κεφαλαίου της εταιρείας (WACC), μια πληροφορία που είναι πολύ σημαντική για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Το WACC χρησιμοποιείται για τις επενδύσεις και επιχειρηματικές αποφάσεις, και συχνά χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό της απόδοσης μιας επιχειρηματικής μονάδας της.
Για να υπολογιστεί το WACC, πολλαπλασιάζεται το ειδικό κόστος της κάθε μορφής χρηματοδότησης με το ποσοστό της στην κεφαλαιακή διάρθρωση της επιχείρησης, και αθροίζονται οι σταθμισμένες τιμές του επιμέρους κόστους.
Ο προσδιορισμός των ποσοστών μπορεί να βασίζεται σε στην λογιστική ή την χρηματιστηριακή αξία της επιχείρησης. Δεδομένου ότι η χρηματιστηριακή αξία προσεγγίζει περισσότερο την πραγματική ταμειακή ροή που θα λάβει από την πώληση των χρεογράφων, η μέθοδος αυτή είναι προτιμότερη από τη λογιστική αξία.
Η προσεκτική αξιολόγηση της επιμέρους χρηματοδότησης μιας επιχείρησης και του WACC είναι απαραίτητη για την καλή οικονομική διαχείριση. Όταν το WACC εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες αποφάσεις για επενδύσεις, μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ της αύξησης και της μείωσης του πλούτου για τους μετόχους.[5]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Teachmefinance.com. «Cost of Capital Definition». teachmefinance.com. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2010.
- ↑ Βασιλείου Δ., Ηρειώτης Ν., "Ο αντικειμενικός σκοπός μιας επιχείρησης είναι η μεγιστοποίηση του πλούτου των μετόχων της", Εκδ. Οίκος Rosili 2008
- ↑ investopedia.com. «Capital Asset Pricing Model». investopedia.com. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2010.
- ↑ Alan R. Palmiter, Basic Stock Valuation Αρχειοθετήθηκε 2012-12-18 στο Wayback Machine..
- ↑ Joan K. Cousins , CCM. «"The careful approximation of a firm's specific financing and WACC is essential to good financial management"». referenceforbusiness.com. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2010.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χρηματοοικονομική Διοίκηση : Θεωρία και Πρακτική, Δ. Βασιλείου, Ν. Ηρειώτης, Εκδ. Οίκος Rosili, 2008
- Χρηματοοικονομικά Θέματα, Γ. Καραθανάσης, Εκδ. Μπένου, 2002