Κριτική παιδαγωγική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Κριτική Παιδαγωγική εμφανίζεται στο προσκήνιο της παιδαγωγικής σκηνής ως κάτι καινοτόμο. Όπως πληροφορούν οι Γρόλλιος και Γούναρη στο Κριτική παιδαγωγική (2010) η κριτική παιδαγωγική «δεν συνιστά ένα ομοιογενές σύνολο ιδεών […]. Οι κριτικοί θεωρητικοί ενώνονται στη βάση των στόχων τους: να ενδυναμώσουν τους ανίσχυρους και να μετασχηματίσουν τις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες και αδικίες»[1]. Με βάση τις προαναφερθέντες -και βιβλιογραφικά τεκμηριωμένες- πληροφορίες θεωρείται πως οι αδύναμοι της κοινωνίας πρέπει να αποκτήσουν δύναμη, να γίνουν ενεργοί πολίτες μέσα σε αυτή και όχι να υπονομεύονται οι ιδεολογίες τους ή ακόμα και οι ίδιοι ως άτομα.
Κινητήριος δύναμη ως προς τον τρόπο μετασχηματισμού αυτής της άποψης είναι η εκπαίδευση. Είναι γνωστό πως η εκπαίδευση κρατά τα ηνία στη διαμόρφωση της κοινωνίας καθώς μέσω αυτής αναπαράγονται ή καταστέλλονται οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στις ταξικές κοινωνίες. Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρει και ο Λεχτουρίτης, στο Θεσμική και κριτική παιδαγωγική, προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών -άρα και κοινωνικών προβλημάτων- είναι «η δημιουργία κριτικής συνείδησης, που κατανοεί τα προβλήματα και ενεργοποιεί την κοινωνική δράση με σκοπό την κοινωνική χειραφέτηση»[2].
Επομένως, όπως ισχυρά υπογραμμίζεται στο Απελευθερωτική και κριτική παιδαγωγική στην Ελλάδα (2016) ο σκοπός της κριτικής παιδαγωγικής είναι διττός. Αφενός κοινωνικοπολιτικός, δηλαδή «η κατάργηση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης» και αφετέρου παιδαγωγικός, δηλαδή «η διαμόρφωση ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από ισόρροπη σωματική, γνωστική, ηθική και καλλιτεχνική ανάπτυξη. Ανθρώπων που καλλιεργούν τη σωματική τους ευεξία. […] Προσπαθούν συστηματικά να προσεγγίσουν ιδανικά όπως η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, η αυτοθυσία για το δημόσιο συμφέρον και η γενναιότητα της υπέρβασης του ατομικισμού».[3]

Προέλευση της έννοιας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος «Κριτική Παιδαγωγική» χρησιμοποιήθηκε από τον Henry Giroux και στη συνέχεια από τους Stanley Aronowitz και Peter McLaren για να χαρακτηρίσει ένα ρεύμα θεωρητικής παιδαγωγικής σκέψης και εκπαιδευτικής πρακτικής που εμφανίστηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1980 στις Η.Π.Α. Η Κριτική Παιδαγωγική δεν συνιστά ομοιογενές σύνολο απόψεων και γι’ αυτό και δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τις θεωρητικές της καταβολές όπως δεν υπάρχει, επίσης, συμφωνία για το σύγχρονο θεωρητικό της πλαίσιο. Επιγραμματικά, μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές θεωρητικές τάσεις στη σύγχρονη Κριτική Παιδαγωγική.

  • Η πρώτη θεωρεί ότι το βασικό θεωρητικό πλαίσιο της Κριτικής Παιδαγωγικής είναι ο μαρξισμός. Η τάση αυτή τοποθετεί την κοινωνική τάξη (social class) και την πάλη των τάξεων ως κεντρικές αναλυτικές κατηγορίες και προτείνει ότι σκοπός των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων της Κριτικής Παιδαγωγικής είναι η ανάδειξη των αντιφάσεων και του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος με σκοπό την πολιτική συνειδητοποίηση των εκπαιδευομένων προκειμένου να αγωνισθούν για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
  • Η δεύτερη τάση, που εκπροσωπείται κυρίως από τον Giroux, υποστηρίζει απόψεις ανάλογες με εκείνες του Dewey και των οπαδών της κοινωνικής ανασυγκρότησης.[4]

Κριτική Παιδαγωγική στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα η κριτική παιδαγωγική δεν είναι άγνωστη: Έχουν μεταφραστεί τέσσερα βιβλία του Michael Apple, η θεωρητική εργασία του οποίου έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη θεμελίωση της κριτικής παιδαγωγικής, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί μαζί της, αφού ο Apple διαφοροποιήθηκε από την κατεύθυνση που αυτή πήρε στο τέλος της δεκαετίας του 1980, αλλά και ο ίδιος, αποτιμώντας την κριτική παιδαγωγική, τη συνδέει κυρίως με το έργο των Giroux και Mclaren. Επίσης υπάρχουν πολυάριθμες χρήσεις κειμένων κριτικών παιδαγωγών με τη μορφή βιβλιογραφικών αναφορών και έχουν δημοσιευτεί μερικές κριτικές αποτιμήσεις όψεων της θεωρητικής εργασίας των βασικών εκπροσώπων της με μορφή άρθρων. [5][εκκρεμεί παραπομπή]

Το έργο του Πάουλο Φρέιρε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έννοια της κριτικής παιδαγωγικής, πέρα από τις επιμέρους θεωρητικές διαφοροποιήσεις, στην πράξη γεννήθηκε μέσα από το έργο του Βραζιλιάνου παιδαγωγού Πάουλο Φρέιρε. Ο τρόπος διδασκαλίας που χρησιμοποίησε ο Φρέιρε αποτελεί μορφή ποιοτικής έρευνας. Ο εκπαιδευτικός δεν θεωρεί τους εκπαιδευόμενους «άδεια δοχεία», που πρέπει να «γεμίσουν» με γνώση. Αντιμετωπίζει τους εκπαιδευόμενους ως φορείς δράσης (agents), που έχουν συγκεκριμένες απόψεις για τον κόσμο ζώντας σε συγκεκριμένες συνθήκες. Ο Βραζιλιάνος παιδαγωγός Πάουλο Φρέιρε ενσωματώνει στην παιδαγωγική του πρόταση την ποιοτική κριτική έρευνα. Ο εκπαιδευτικός ερευνά μαζί με τους εκπαιδευόμενους τον κόσμο, προκειμένου αυτός να γίνει κατανοητός με κριτικό τρόπο. Ερευνούν, επίσης, εκπαιδευτικός και εκπαιδευόμενοι, την ίδια τους την ύπαρξη, προκειμένου να δουν ποια είναι η θέση τους στον κόσμο, τι την προσδιορίζει, ποιες είναι οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που διαμορφώνουν την ύπαρξή τους, και πώς μπορεί να αλλάξει η ζωή και ο εαυτός τους μαζί με τον κόσμο προς το καλύτερο

Ο Paulo Reglus Neves Freire είναι ένας από τους πιο προβεβλημένους παιδαγωγούς του 20ου αιώνα. Γεννημένος στο Recife, πόλη την οποία αγαπούσε με πάθος σε όλη του τη ζωή, ο Freire διέγειρε τη φαντασία πολλών ανθρώπων στη Βραζιλία με την ανανεωτική του προσέγγιση απέναντι στην παιδεία. Ήταν μια προσέγγιση που έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να «διαβάσουν τη λέξη και τον κόσμο». Θεωρήθηκε ως ανατρεπτικός από το στρατιωτικό καθεστώς, που κυβέρνησε τη Βραζιλία μετά το πραξικόπημα του 1964, και, μετά από μια περίοδο φυλάκισής του, εστάλη για 16 χρόνια στη εξορία κατά διαστήματα στη Βολιβία, στη Χιλή, στις Η.Π.Α. και στη Γενεύη. Παρήγαγε συμβουλευτικό έργο σε διάφορα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των χωρών που μόλις είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους από την Πορτογαλία. Έγραφε συνεχώς κατά τη διάρκεια της εξορίας του. Επέστρεψε στην πατρίδα του Βραζιλία το 1980. Ήταν από τους ιδρυτές του Εργατικού Κόμματος στη Βραζιλία και στα 60 του ανέλαβε το επίπονο έργο του Γραμματέα Εκπαίδευσης της Δημοτικής Αρχής του Σάο Πάολο.

Η σκέψη του είναι ριζοσπαστική και μεταποικιοκρατική ενώ η προσέγγισή του απέναντι στην παιδεία δίνει εξ ολοκλήρου έμφαση στην πολιτική της γνώσης. Παρά τη διαρκή του υποστήριξη στις κοινωνικές σχέσεις της εκπαίδευσης, ήταν πάντα κατηγορηματικός υπέρ του καθοδηγητικού χαρακτήρα της κοινωνικά μεταρρυθμιστικής εκπαίδευσης, επικεντρώνοντας στην έννοια της πράξης (αντί της θεωρίας), την οποία μπορεί να επιβάλει ο εκπαιδευτικός και η οποία, ωστόσο, δεν πρέπει να εκφυλιστεί προς την κατεύθυνση του απολυταρχισμού. Ο Freire αναγνωρίζεται, γενικώς, ως ο μεγάλος εκφραστής αυτού που κοινώς αναφέρεται ως κριτική παιδαγωγική. Θεωρητικός και ακτιβιστής, ταυτόχρονα, ο Freire, συνεχώς και μέχρι το τέλος της ζωής του έγραφε βιβλία, μερικά από τα οποία εκδίδονται ακόμη και μετά τον θάνατό του. Θα ήταν άδικο να προσπαθήσουμε να δικαιώσουμε τις ιδέες του αναφερόμενοι μόνο στο πιο γνωστό του έργο, την «Παιδαγωγική των Καταπιεσμένων», διότι το συνολικό του έργο είναι πολύ μεγάλο. Άγγιξε τις ψυχές πολλών με τη γλώσσα της ελπίδας και της δυνατότητας. Κατά την άποψη του Paulo Evaristo Arns, πρώην Καρδιναλίου του Σάο Πάολο, ο Paulo Freire άγγιξε όχι μόνο τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά και σημαντικών θεσμών όπως του θεσμού της Εκκλησίας. Πολλοί μιλούν για εκείνο το δυνατό ύφος του κειμένου, του σχετικού με την εκπαίδευση που έγραψε ο Freire το 1968 απευθυνόμενος προς το Συνέδριο των Επισκόπων στο Medellin της Κολομβίας, ένα ορόσημο της ανάπτυξης της Θεολογίας της Απελευθέρωσης.

Σύγχρονοι εκφραστές της κριτικής παιδαγωγικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Henry Giroux

Η ίδια η έννοια της κριτικής παιδαγωγική σχηματοποιείται με το έργου του Giroux στα τέλη της δεκαετίας του 70 και του 80. Ο Giroux ενοποιεί το έργο του Freιre, το πολιτιστικό κεφάλαιο του Pierre Bourdieu, τo ριζοσπαστικό δημοκρατικό έργο του Aronowitz, και την κριτική θεωρία της σχολής της Φρανκφούρτης. Έτσι καθιερώνει την κριτική παιδαγωγική ως ένα χώρο σπουδής και πράξης. Ενώ διαφωνεί με φιλελεύθερους εκπαιδευτικούς αναλυτές οι οποίοι εξυμνούν με απλοποιητικό τρόπο τη δημοκρατική λειτουργία των σχολείων, ο Giroux ασκεί κριτική σε ριζοσπάστες εκπαιδευτικούς οι οποίοι περιορίζουν την ανάλυσή τους για το σχολείο στην καταπιεστική του λειτουργία σε μία καπιταλιστική κοινωνία. Ο Giroux ψάχνει δρόμους διαφυγής από τον ντετερμινισμό δείχνοντας πώς το σχολείο μπορεί να είναι τόσο δύναμη κυριαρχίας όσο και χειραφέτησης. Ακολουθώντας το πνεύμα της δημοκρατικής παιδαγωγικής, ψάχνει στην εκπαιδευτική διαδικασία για αυτές τις στιγμές στην τάξη όπου είναι δυνατή η συνειδητοποίηση. Έτσι, η κριτική παιδαγωγική που καθιερώνει ο Giroux αποτελεί τη θεματική μίας εκπαιδευτικής πιθανότητας. Χωρίς να είναι καθόλου ρομαντικός, ο Giroux έχει ενσωματωμένη έντονα την έννοια της πιθανότητας η οποία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της κατανόησης της λογικής της κυριαρχίας που αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα σε κάθε δημόσια σφαίρα, ιδιωτική και μη. Είναι σε αυτή την κατεύθυνση όπου το έργο των θεωρητικών της σχολής της Φρανκφούρτης (Max Horkheimer, Theodor Adorno και του Herbert Marcuse) γίνεται τόσο σημαντικό για τον σχηματισμό της κριτικής παιδαγωγική. Από τις αρχές της δεκαετίας του 80, η κριτική θεωρία παρείχε στον Giroux τρόπους κριτικής που προέκτειναν της έννοια του πολιτικού. Ο χώρος του πολιτικού στην κριτική θεωρητική παράδοση κινείται τόσο στην καθημερινή σφαίρα των κοινωνικών σχέσεων όσο στο βασίλειο της συνείδησης και της ψυχολογίας. Αυτή η κίνηση ήταν απαραίτητη για να καταλάβουν οι κριτικοί εκπαιδευτές τον τρόπο με τον οποία η εξουσία αρχίζει να λειτουργεί στη δημόσια κουλτούρα μέσω της εγγραφής της στο συναισθηματικό κόσμο. Στις αρχές της δεκαετία του 80, ο Giroux αποκάλυψε τρόπους κυριαρχίας που εξασκούνται σιωπηρά σε εκπαιδευτικούς χώρους τόσο εντός όσο και εκτός σχολείου. Ο Giroux κατάλαβε ότι η κρίση της ιστορικής συνείδησης εντείνεται στο σημείο όπου συμπυκνώνεται η σχέση μεταξύ της εξουσίας, της ιδεολογίας και του σχολείου. Με τη βοήθεια του έργο των Horkheimer και Adorno, ο Giroux περιέγραψε την κουλτούρα του θετικισμού – μία παράλογη λογική η οποία στιγματίζεται από την έμφαση στην πρόβλεψη και τον τεχνικό έλεγχο. Αυτή η κουλτούρα του θετικισμού, όταν συνδυαστεί με την απόρριψη του ερμηνευτικού παραδείγματος, μεταλλάσσεται σε μία κυρίαρχη ιδεολογική μορφή καταπίεσης. Σύμφωνα με τον θετικισμό, μόνο ένα τρόπος υπάρχει για την ερμηνεία του νοήματος ενός κειμένου ή της παρουσίασης πληροφοριών στους μαθητές – και αυτός ο τρόπος ήταν η προοπτική των κυρίαρχων μορφών εξουσίας. Σε αυτή την κουλτούρα του θετικισμού το σχολείο αναδύεται ως μία μορφή κοινωνικής ρύθμισης που κινεί τις ατομικότητες προς πεπρωμένα που διατηρούν τον κόσμο όπως είναι τώρα. Η αρχική του γοητεία με τις Βρετανικές πολιτιστικές επιστήμες – ιδιαίτερα το έργο του Raymond Williams, Richard Johnson, και Stuart Hall—οδήγησε τον Giroux στο να συνδέσει τη μελέτη της υποκειμενικότητας, της εξουσίας και της παιδαγωγικής με τα ζητήματα της γλώσσας, της ομιλίας και της επιθυμίας. Χρησιμοποίησε τα καλύτερα έργα της εκπαιδευτικής παράδοσης συμπεριλαμβάνοντας τον προοδευτισμό του John Dewey, τη μετασχηματιστική (transformative) παιδαγωγική του Paulo Freire, και τα έργα του William Pinar και των αναθεωρητών του αναλυτικού προγράμματος—για να υπερβεί την αντίληψη ότι η εξουσία είναι απλά η διανομή των πολιτικών και οικονομικών πόρων. Έτσι μετακινήθηκε στο επίκεντρο των πολιτιστικών σπουδών με ένα καινοτόμο έργο που άνοιγε ευρύτερα ζητήματα δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητας.

Joe Kincheloe

Γεννήθηκε το 1950 στο Kingsport του Tennessee. Η πρώτη του δουλειά του Joe ήταν μάλλον και η πιο σημαντική, υπηρέτησε ως διευθυντής του Κολλέγιου Sinte Gleska College στην περιοχή του Rosebud Sioux της Νότιας Dakota. Εκεί άρχισε να δημοσιεύει και να ερευνά σε σχέση με στη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων των ιθαγενών Αμερικανών. Το 1988 μετακόμισε στο πανεπιστήμιο Clemson ως καθηγητής και έχοντας γράψει δύο βιβλία. Έμεινε στη Νέα Υόρκη μέχρι το 2005, όταν προσλήφθηκε από το πανεπιστήμιο McGill University όπου και δημιούργησε το ίδρυμα προώθησης της κριτικής παιδαγωγικής «Paulo and Nita Freire International Project for Critical Pedagogy». Ήταν το μοναδικό στο είδος του παγκοσμίως με εκτενές αρχείο των πρωτοβουλιών παγκοσμίως σε σχέση με την κριτική παιδαγωγική και με βαθιά δέσμευση στη μελέτη της καταπίεσης στην εκπαίδευση, του πώς ζητήματα φυλής, φύλου, τάξης, σεξουαλικότητας και αποικισμού διαμορφώνουν τη φύση και τους σκοπούς της εκπαίδευσης. Είναι ευρύτερα αναγνωρισμένος για την ακαδημαϊκή συνεισφορά του σε μία σειρά θεμάτων που συμπεριλαμβάνουν τον κριτικό κονστροκτουβισμό, την κριτική πολυπολιτισμικότητα, την κριτική γνώση των ιθαγενών, κ.α.

Michael Apple

Η ανισότητα της Αμερικανικής κοινωνίας ήταν πάντα το κυρίαρχο ενδιαφέρον στη ζωή του Michael Apple. Δούλεψε ως εθελοντής σε προγράμματα γραμματισμού για παιδιά της Νότιας Αφρικής των οποίων τα δημόσια σχολεία έκλεισαν για να αποφύγουν την πιθανότητα της επαφής του με την πολυδιάστατη δουλειά του. Ήταν πεπεισμένος για την ανάγκη να μελετηθούν οι επιπτώσεις της εξουσίας και της ανισότητας στην εκπαίδευση. Σύμφωνα με τον Apple, τα σχολεία δεν μπορούν να διαχωριστούν από την πολιτική και οικονομική ζωή. Επιχειρηματολογεί ως προς το ότι ολόκληρη η διαδικασία της εκπαίδευσης είναι πολιτική: 1) στον τρόπο που εγκαθιδρύεται, 2) στους σκοπούς και στους στόχους της, 3) στον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται οι σκοποί και οι στόχοι, 4) στη φύση των εκπαιδευτικών εγχειριδίων, 5) στην προσέλευση (ποιος έρχεται και ποιος δεν έρχεται), 6) στο ποιος έχει την εξουσία να λαμβάνει τις παραπάνω και άλλες αποφάσεις. Εξαιτίας αυτής τη πολιτικής διάστασης, ο Apple υποστηρίζει ότι τα σχολεία πάντα θα παίρνουν μέρος σε πολιτικούς αγώνες που αφορούν στο νόημα της δημοκρατίας, στο ποιες κουλτούρες είναι νομιμοποιημένες και ποιοι θα έπρεπε να ωφελούνται από τις κρατικές παροχές. Στο έργο του – δεκαετία του 80 - που αφορά στο αναλυτικό πρόγραμμα και τη διδασκαλία, ο Apple μελέτησε την εκπαίδευση ως μία διαδικασία εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσε τους τρόπους με τους οποίους ιδιαίτερα οι δεξιές μεταρρυθμίσεις αφαιρούν δεξιότητες από τους δασκάλους, μετατοπίζοντας την αναγκαιότητα για επαγγελματική λήψης απόφασης και διαγνωστική εμπειρογνωμοσύνη σε τεχνικές μορφές ορθολογικής πρακτικής. Σε αυτό το παιδαγωγικό πλαίσιο ο Αpple μελέτησε τις γνώσεις της διδακτέας ύλης και τη σχέση τους με ευρύτερες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές δυναμικές. Ενδεικτικά ερωτήματα που έθεσε είναι τα εξής: Πώς η σχολική γνώση αντανακλά την εξουσία; Πώς επικυρώνεται η σχολική γνώση στο εμπόριο της καθημερινής ζωής στις καπιταλιστικές κοινωνίες; Ποιος είναι ο ρόλος που παίζουν τέτοιες γνώσεις στη διατήρηση υπαρχόντων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών ρυθμίσεων;

Stanley Aronowitz

Γεννήθηκε το 1933. Έχει υπάρξει από οργανωτής εργατικών σωματείων και εκπαιδευτής ενηλίκων μέχρι καθηγητής πανεπιστημίου. Ο Stanley Aronowitz έχει εργαστεί ως κριτικός εκπαιδευτής τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ο Aronowitz βρήκε ένα συγγενές πνεύμα στο πρόσωπο του Paulo Freire με τον οποίο γνωρίστηκε και εργάστηκε. Στα γραπτά του επιμένει ότι η παιδαγωγική του Freire δεν είναι μία «μέθοδος» διδασκαλίας αλλά μία ριζοσπαστική δημοκρατική φιλοσοφία της εκπαίδευσης Ο Stanley Aronowitz είναι καθηγητής κοινωνιολογία, πολιτιστικών σπουδών και αστικής εκπαίδευσης.

Paul Carr Paul

Ο R. Carr έχεο ασχοληθεί με τις αναπτυξιακές σπουδές (development studies), την εκπαιδευτική λήψη απόφασης (educational policymaking), την αντιρατσιστική εκπαίδευση και την κοινωνική δικαιοσύνη για αρκετά χρόνια. Στη διδακτορική του διατριβή εξέτασε την αντιρατσιστική εκπαίδευση και τη θεσμική αλλαγή στο Συμβούλιο Εκπαίδευσης του Τορόντο. Έχει παρουσιάσει ένα μεγάλο αριθμό άρθρων μαζί με την Thésée, σε σχέση με την περιβαλλοντική εκπαίδευση βασισμένος σε μία κριτική προσέγγιση στη διαπολιτισμική έρευνα η οποία διερευνά το πώς οι άνισες σχέσεις εξουσίας διαμορφώνουν κοινωνικές σχέσεις.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γούναρη, Γρόλλιος, Παναγιώτα, Γιώργος (2010). Κριτική παιδαγωγική. Θεσσαλονίκη: GUTENBERG - ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΙΡΑ. σελ. 281. ISBN 978-960-01-1338-9. 
  2. Freinet, Cèlestin (2017). Λάλχου, Μπαλτάς Καρακατσάνη, Σοφία, Χαράλαμπος, Δέσποινα, επιμ. Θεσμική παιδαγωγική. Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων. σελ. 52. ISBN 978-960-9797-61-0. 
  3. Γρόλιος, Γιώργος· Γούναρη, Παναγιώτα (2016). Απελευθερωτική κριτική παιδαγωγική στην Ελλάδα Ιστορικές Διαδρομές και Προοπτική. Θεσσαλονίκη: GUTENBERG. σελ. 52. ISBN 978-960-01-1789-9. 
  4. Γούναρη Παναγιώτα, Γρόλλιος Γιώργος. Κριτική Παιδαγωγική. ISBN 978-960-01-1338-9. 
  5. Γρόλλιος Γιώργος, Γούναρη Παναγιώτα (2010). Κριτική Παιδαγωγική. Αθήνα: Gutenberg. ISBN 978-960-011-338-9. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Castells, M., Flecha, R., Freire, P., Giroux, H., A., Macedo, D., & Wills, P. (1994). Critical education in the new information age. Rowman & Littlefield publishers, INC.
  • Freinet, C., Λάχλου, Σ., Μπαλτάς, Χ., & Καρακατσάνη, Δ. (επιμ.) (2017). Θεσμική και κριτική παιδαγωγική. Για ένα ελεύθερο, ανοιχτό και συνεργατικό σχολείο. Οι εκδόσεις των συναδέλφων.
  • Γκοτοβος, Α., Μαυρογιώργος, Γ., & Παπακωνσταντίνου, Π. (1992). Κριτική παιδαγωγική και εκπαιδευτική πράξη. Gutenberg.
  • Γούναρη, Π., & Γρόλλιος, Γ. (επιμ.) (2010). Κριτική παιδαγωγική. Gutenberg.
  • Γρόλλιος, Γ., & Γούναρη, Π. (2016). Απελευθερωτική και κριτική παιδαγωγική στην Ελλάδα. Ιστορικές διαδρομές και προοπτική. Gutenberg.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τhe Nita and Paulo Freire Project
  • Θεριανός, Κ (2010) «Εθνογραφία στην Εκπαίδευση και Κριτική Παιδαγωγική», στο βιβλίο Μ. Πουρκός & Μ. Δαφέρμος (επιμ.) (2010). Ποιοτική Έρευνα στην Ψυχολογία και την Εκπαίδευση: Θεωρητική και Ιστορική Οριοθέτηση του Πεδίου. Αθήνα: Τόπος, σελ 699 – 717.
  • Μαγριπλής, Δ Γ (200). «Η Ιδεολογία στον χρόνο μέσα από εκφάνσεις του πολιτισμικού φαινομένου», Θεσσαλονίκη
  • Blog του Paulo Freire για την αγωγή του καταπιεσμένου