Κριλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κριλ. Το είδος Ευφαύσια η υπερήφανος (Euphausia superba)

Το κριλ (αγγλ. krill) είναι γενική κοινή ονομασία που αναφέρεται σε κάθε μέλος του ζωοπλαγκτονικού πληθυσμού της τάξης Ευφαυσεώδη (Euphausiacea) ή του γένους Ευφαύσια (Euphausia) (μαλακόστρακα, Καρκινοειδή). Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται μερικές φορές μόνο για το είδος Ε. η υπερήφανος (E. superba). Η τάξη περιλαμβάνει θαλάσσιους οργανισμούς που μοιάζουν με γαρίδες και έχουν πελαγικές συνήθειες. Ποικίλλουν σε μέγεθος από 8 ως 60 χιλιοστόμετρα. Έχουν ήδη περιγραφεί 82 είδη κριλ. Τα περισσότερα διαθέτουν βιοφωσφορίζοντα όργανα (φωτοφόρα) στην κάτω πλευρά του σώματος, που τα καθιστούν ορατά την νύκτα. Έχουν μεγάλη οικολογική σημασία σε ορισμένες θαλάσσιες περιοχές ως τροφή ορισμένων ψαριών, πουλιών και Κητωδών, κυρίως της μπλε φάλαινας. Τα κρύα νερά κοντά στην Ανταρκτική είναι πλουσιότατα σε θρεπτικά συστατικά, γεγονός που ευνοεί μία άφθονη παραγωγή Διατόμων του φυτοπλαγκτού· με αυτά ακριβώς τρέφεται το κριλ. Το κριλ εμφανίζεται σε τεράστια σμήνη, που μπορεί να συσσωρευθούν κοντά στην επιφάνεια του ωκεανού ή και σε μεγάλα βάθη κάτω των 2000 μέτρων. Η πυκνότητα του πληθυσμού του κριλ μπορεί να φτάσει τα 20.000 άτομα ανά κυβικό μέτρο νερού. Ζουν κυρίως σε ψυχρά νερά, από -1,8° ως + 1,8°C.