Κορυνηφόρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Κορυνηφόροι λέγονταν οι οπλισμένοι με κορύνη (ρόπαλο) εξ ου και ροπαλοφόροι.

Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε αστυνομικό σώμα αποτελούμενο από κορυνηφόρους τους οποίους σύμφωνα με ψήφισμα του Αριστίωνα παρεχώρησαν οι Αθηναίοι στον Πεισίστρατο ως σωματοφύλακες για τη προστασία του από τυχόν αντιστασιαστές (561 π.Χ.).
Στην αρχή ο Πεισίστρατος τους χρησιμοποίησε για να καταλάβει την Ακρόπολη και να γίνει «Τύραννος» των Αθηνών τους οποίους και διατήρησε στη συνέχεια ως προσωπική του φρουρά, η οποία και εξελίχθηκε στη συνέχεια ως φρουρά για τους εκάστοτε Άρχοντες της Αθήνας.

Στη Σικυώνα πολύ νωρίτερα κορυνηφόροι ονομάζονταν δούλοι αντίστοιχοι με τους «Γυμνησίους» των Αργείων και τους «Είλωτες» των Σπαρτιατών. Τους δούλους αυτούς απελευθέρωσαν στη Σικυώνα οι Ορθαγορίδες και κατέστησαν αυτούς ελεύθερους μεν αλλά υποδεέστερους των άλλων πολιτών. Αυτοί ήταν που συμμετείχαν στους πολέμους ως Ψιλοί.

Κατά τους τελευταίους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τα εκτελεστικά όργανα των καλουμένων Ειρηνάρχων στην Ανατολή λέγονταν επίσης «Κορυνηφόροι» και ήταν ανάλογα οπλισμένοι.

Ειδικά και κατά τη Βυζαντινή περίοδο συνέχισαν να υπάρχουν αυτοί ως Βασιλικοί σωματοφύλακες. Κατά δε, τον 12ο αιώνα, ο οπλισμός των κορυνηφόρων (η κορύνη) απετέλεσε το κύριο όπλο των «απελατών. Ιστορική και εθιμική εξέλιξη των βασιλικών αυτών σωματοφυλάκων είναι οι σημερινές Βασιλικές ή Προεδρικές φρουρές καθώς και εκείνη του Βατικανού.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]