Κινναβαρίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κινναβαρίτης
Κρύσταλλοι κινναβαρίτη επί Δολομίτη. Προέλευση: Ηνωμένο Βασίλειο
Γενικά
ΚατηγορίαΣουλφίδια
Χημικός τύποςHgS
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα8,1 gr/cm3
ΧρώμαΖωηρό ερυθρό, καστενέρυθρο έως κεραμέρυθρο
Σύστημα κρυστάλλωσηςΤριγωνικό
ΚρύσταλλοιΚαλοσχηματισμένοι σε ρομβόεδρα, βελονοειδείς σε σχήμα εξαγωνικού σκαληνόεδρου
ΥφήΚοκκώδης, συμπαγής, συνηθέστερα σε μορφή κρούστας
ΔιδυμίαΣυχνή κατά {0001}
Σκληρότητα2 - 2,5
Σχισμός{1010} τέλειος
ΘραύσηΑνώμαλη, ενίοτε ατελώς κογχοειδής
ΛάμψηΑδαμάντινη, τείνουσα προς μεταλλική σε σκουρόχρωμες παραλλαγές
Γραμμή κόνεωςΖωηρή κόκκινη
Πλεοχρωισμός-
ΔιαφάνειαΔιαφανής, ημιδιαφανής

Ο κινναβαρίτης (αγγλ. cinnabar) είναι σημαντικό ορυκτό του υδραργύρου. Το όνομά του προέρχεται από την περσική λέξη zinjifrah, η οποία, πιθανώς, σήμαινε «το αίμα του δράκοντα». Στην αρχαιότητα και μέχρι τον Μεσαίωνα με το όνομα «κιννάβαρι» φερόταν μια φυτική χρωστική. Έχει χημικό τύπο HgS (θειούχος υδράργυρος).

Ανευρίσκεται σε υδροθερμικές φλέβες χαμηλών θερμοκρασιών, αποτιθέμενος σε όλες τις κατηγορίες των πετρωμάτων και κοντά σε θερμές πηγές. Συνδέεται με αυτοφυή υδράργυρο, ερυθρά σανδαράχη, σιδηροπυρίτη, μαρκασίτη, αντιμονίτη, βαρύτη, δολομίτη και ασβεστίτη,

Εξαλλοιώνεται, σχετικά εύκολα, προς αυτοφυή υδράργυρο, καλομέλανα (Hg2Cl2) και μοντροϋδρίτη (Montroydite, οξείδιο του υδραργύρου, HgO). Αποτελεί το κύριο ορυκτό για την παρασκευή υδραργύρου.

Ως υδραργυρούχο ορυκτό είναι δηλητηριώδες αν καταποθεί και ακόμη και η σκόνη του, αν θραυσθεί, είναι επικίνδυνη όταν εισπνέεται. Δεν πρέπει, επίσης, να θερμανθεί, καθώς αναδίδει δηλητηριώδεις ατμούς υδραργύρου. Δεν διαλύεται στο νερό και, ως εκ τούτου, θεωρείται υλικό χαμηλής τοξικότητας, όταν βρίσκεται σε σχηματισμένους μεγάλους κρυστάλλους. Οι γαιώδεις παραλλαγές του, όμως, συχνά περιέχουν αυτοφυή υδράργυρο (προϊόν εξαλλοίωσης), που τις κάνουν επικίνδυνες.

Απαντά σε πολλές περιοχές της Γης. Μεταξύ αυτών είναι οι πολιτείες Όρεγκον, Τέξας, Αρκάνσας και Καλιφόρνια των ΗΠΑ, η περιοχή Almaden στην Ισπανία, η Ίδρια (Idrija) στη Σλοβενία και τα όρη Άβαλα κοντά στο Βελιγράδι (Σερβία). Επίσης στην επαρχία Χιουνάν της Κίνας και στην περιοχή Ντόνετσκ της Ουκρανίας.

Στην Ελλάδα ανευρίσκεται στα μεταλλεία Λαυρίου και συγκεκριμένα στο ορυχείο Καμάριζας και στο μεταλλείο «Αδάμη Νο 2».

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks READ BOOKS, 2008 ISBN 1-4437-4224-4
  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 0-395-91096-X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0-395-51137-2