Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κιμ Σου-τζα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κιμ Σου-τζα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1939
Θάνατος30  Δεκεμβρίου 1997
Χώρα πολιτογράφησηςΝότια Κορέα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΚορεατική γλώσσα
Ομιλούμενες γλώσσεςΚορεατική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταοικονόμος
κατά συρροήν δολοφόνος
Ποινική κατάσταση
Κατηγορίες εγκλήματοςδολοφονία

Η Κιμ Σου-τζα (κορεατικά: 김선자, Χάντσα: 金宣子, 1930 - 30 Δεκεμβρίου 1997) ήταν Νοτιοκορεάτισσα κατά συρροήν δολοφόνος, η οποία μεταξύ τον Οκτώβριο του 1986 και τον Αύγουστο του 1988, δηλητηρίασε έξι ανθρώπους, εκ των οποίων οι πέντε απεβίωσαν, χρησιμοποιώντας αναψυκτικά, στα οποία είχε προσθέσει κυανιούχο κάλιο. Η Κιμ, υπήρξε ένας από τους τελευταίους 23 ανθρώπους, στους οποίους έγινε η χρήση της θανατικής ποινής, πριν αυτή αρθεί οριστικά από τον πρόεδρο Κιμ Ντε-τζουνγκ.[1] Με την ιστορία της Κιμ, έχουν ασχοληθεί και μέσα όπως η τηλεόραση, όπου έχει αποδοθεί σε δύο διαφορετικές σειρές.[2]

Η Κιμ ήταν μία νοικοκυρά που ζούσε στο Σίντανγκ-ντονγκ στην ευρύτερη περιοχή της Σεούλ, μαζί με τους τρεις γιους της. Η οικογένεια βασιζόνταν αποκλειστικά στον μισθό του συζύγου της, ο οποίος ήταν ζωγράφος. Παρόλα αυτά, η Κιμ, συνέχιζε να δανείζεται χρήματα από τρίτους, ώστε να ικανοποιήσει τον εθισμό της στον τζόγο. Στο τέλος δε αποφάσισε κιόλας να σκοτώσει τους πιστωτές της και να τους κλέψει τα λεφτά τους. Το πρώτο της έγκλημα έγινε στις 30 Οκτωβρίου του 1986, όταν δηλητηρίασε μια 49χρονη και της έκλεψε τα χρυσαφικά που φορούσε, χωρίς η αστυνομία να μπορεί με κάποιον τρόπο να τη συνδέσει με το σκηνικό.[3] Ενώ και οι υπόλοιποι τέσσερις φόνοι κινήθηκαν σε αυτά τα πλαίσια. Μάλιστα δε είχε επιχειρίσει να κάνει το ίδιο και στον πατέρα της, ο οποίος, όμως, τελικά, ήταν το μόνο θύμα που σώθηκε.[3]

Κι αφού πέρασαν δύο έτη από την πρώτη της δολοφονία, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1988,[3] συλλαμβάνεται από τις αρχές, ως ύποπτοι για ανεξιχνίαστους θανάτους.[4] Η Κιμ αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, όμως μετά από έρευνα που έγινε στο σπίτι της βρήκαν τα σύνεργα της, καθώς και σωρεία κλοπιμαίων. Εκείνο που προκάλεσε τις αρχές να ασχοληθούν με αυτήν, ήταν μία περίεργη κατάθεση που έκανε στην τράπεζα, μετά τη δολοφονία του τελευταίου της θύματος. Τη χημική ουσία που χρησιμοποιούσε την είχε προμηθευτεί από έναν ανιψιό της που εργαζόταν σε χημική εταιρεία, με την πρόφαση ότι θέλει να πιάσει φασιανούς. Μέχρι και το τέλος της δικής της δεν σταμάτησε να υποστηρίζει την αθωότητά της, της επιβλήθη η θανατική ποινή το 1989, η οποία εκτελέστηκε το 1997.