Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κετουξιμάμπη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η κετουξιμάμπη[1] (Διεθνής Μη-Ιδιοκτησιακή Ονομασία / INN) είναι αναστολέας του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR), ο οποίος χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του παχέος εντέρου και του καρκίνου της κεφαλής και τραχήλου. Η κετουξιμάμπη είναι χιμαιρικό μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο χορηγείται μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης και διανέμεται στην Ευρώπη από τη φαρμακευτική εταιρεία Merck KGaA.

Τον Ιούλιο του 2013, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA] ενέκρινε τη χρήση της κετουξιμάμπης (Erbitux) για τη θεραπεία του καρκίνου του παχέος εντέρου σε ασθενείς με μη μεταλλαγμένο γονίδιο RAS, καθώς η επίδραση του φαρμάκου σε όγκους του παχέος εντέρου με μεταλλαγμένο γονίδιο RAS ήταν ελάχιστη ή ανύπαρκτη (το ίδιο ισχύει και για άλλους anti EGFR). [2] Αυτή ήταν η πρώτη γενετική εξέταση που αποτέλεσε οδηγό για τη θεραπεία του καρκίνου. Τον Ιούλιο του 2012, ο FDA ενέκρινε μια συνοδευτική διαγνωστική εξέταση αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) για το RAS, την εξέταση therascreen RAS. [3]

Η κετουξιμάμπη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με μεταστατικό μη μεταλλαγμένο RAS καρκίνο του παχέος εντέρου με έκφραση του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR), σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία καθώς και σαν μονοθεραπεία σε ασθενείς οι οποίοι δεν ανταποκρίθηκαν σε θεραπεία με οξαλιπλατίνη ή ιρινοτεκάνη και οι οποίοι παρουσιάζουν δυσανεξία στην ιρινοτεκάνη. Η θετική γνωμοδότηση για χρήση σε θεραπεία πρώτης γραμμής για το μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου, ελήφθη από την Ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή, Επιτροπή για τα Φαρμακευτικά Προϊόντα Ανθρώπινης Χρήσης (Committee for Medicinal Products for Human Use (CHMP)).

Η κετουξιμάμπη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με καρκίνο πλακώδους επιθηλίου της κεφαλής και του τραχήλου σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία βασισμένη σε πλατίνα, για την πρώτη γραμμή θεραπείας της υποτροπιάζουσας και/ή μεταστατικής μορφής της νόσου και σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία για τοπικά προχωρημένη νόσο. Η θετική γνωμοδότηση της CHMP για τη συγκεκριμένη ένδειξη ελήφθη τον Οκτώβριο του 2008.

Καρκίνος του παχέος εντέρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κετουξιμάμπη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με μεταστατικό μη μεταλλαγμένο RAS καρκίνο του παχέος εντέρου με έκφραση του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR), σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία καθώς και σαν μονοθεραπεία σε ασθενείς οι οποίοι δεν ανταποκρίθηκαν σε θεραπεία με οξαλιπλατίνη ή ιρινοτεκάνη και οι οποίοι παρουσιάζουν δυσανεξία στην ιρινοτεκάνη. Καθώς εξακολουθεί να υπάρχει διαφωνία μεταξύ των επιστημόνων σχετικά με το θέμα αυτό, η αξιολόγηση της έκφρασης του EGFR απαιτείται για τη χρήση του φαρμάκου στον καρκίνο του παχέος εντέρου αλλά όχι στον καρκίνο της κεφαλής και του τραχήλου.

Καρκίνος της κεφαλής και του τραχήλου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κετουξιμάμπη έλαβε έγκριση από τον FDA το Μάρτιο του 2006 για χρήση σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία για τη θεραπεία του καρκινώματος πλακώδους επιθηλίου της κεφαλής και του τραχήλου (SCCHN) ή ως μονοθεραπεία σε ασθενείς οι οποίοι είχαν λάβει στο παρελθόν θεραπεία βασισμένη στην πλατίνα.[4]

Μια από τις πιο σοβαρές παρενέργειες της θεραπείας με κετουξιμάμπη αποτελεί η εμφάνιση εξανθήματος το οποίο ομοιάζει με ακμή. Το εξάνθημα σπανίως οδηγεί σε μειώσεις της δοσολογίας ή διακοπή της θεραπείας. Σε γενικές γραμμές είναι αποτελεί παρενέργεια που μπορεί να αντιμετωπισθεί.[5]

Περισσότερο σοβαρές αντιδράσεις που σχετίζονται με την έγχυση του φαρμάκου είναι μεταξύ άλλων οι ακόλουθες: πυρετός, ρίγη, κνίδωση, κνησμός, εξάνθημα, υπόταση, βρογχόσπασμος, δύσπνοια, συριγμός, αγγειοοίδημα, ίλιγγος, αναφυλαξία και καρδιακή ανακοπή. Ως εκ τούτου, η προκαταρκτική θεραπεία με κορτικοστεροειδή και αντιισταμινικά 30-60 λεπτά πριν τη χορήγηση του φαρμάκου αποτελεί την τυπική θεραπεία. Άλλες κοινές παρενέργειες είναι η φωτοευαισθησία, η υπομαγνησαιμία λόγω απώλειας μαγνησίου και λιγότερο κοινές είναι η πνευμονική και καρδιακή τοξικότητα. [6]

Μηχανισμός δράσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν οι αυξητικοί παράγοντες συνδέονται με τους υποδοχείς τους στην επιφάνεια του κυττάρου, οι υποδοχείς δίνουν το σήμα στα κύτταρα προκειμένου να διαιρεθούν. Κάποιοι καρκίνοι προκαλούνται από μεταλλαγμένους υποδοχείς οι οποίοι δίνουν το σήμα για τη διαίρεση του κυττάρου ακόμα και απουσία του αυξητικού παράγοντα. Αυτό προκαλεί την ανεξέλεγκτη διαίρεση των κυττάρων. Η κετουξιμάμπη συνδέεται στους υποδοχείς αυτούς και απενεργοποιεί το συγκεκριμένο σήμα.

Ο EGFR στέλνει το σήμα σε μονοπάτι (βλέπε ΜΑΡΚ) το οποίο περιλαμβάνει μια άλλη πρωτεΐνη που ονομάζεται RAS. Σε κάποιους τύπους καρκίνου, το γονίδιο EGFR είναι μεταλλαγμένο και είναι παρόν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Στους καρκίνους αυτούς, η πρωτεΐνη RAS μπορεί να είναι μεταλλαγμένη ή φυσιολογική. Στην περίπτωση κατά την οποία είναι μεταλλαγμένη, η RAS στέλνει σήμα για ανεξέλεγκτη διαίρεση ακόμα και εάν ο EGFR έχει ανασταλεί από το cetuximab.

Η κετουξιμάμπη προσδένεται στον EGFR και απενεργοποιεί την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των όγκων με μεταλλαγμένο EGFR (αν και στην πράξη, μελέτες έχουν δείξει ότι η επίδραση της κετουξιμάμπης δεν εξαρτάται ουσιαστικά από την ποσότητα της πρωτεΐνης του EGFR υποδοχέα ο οποίος απαντάται στα καρκινικά κύτταρα). Ωστόσο, στην περίπτωση κατά την οποία η πρωτεΐνη RAS είναι μεταλλαγμένη, φαίνεται ότι η κετουξιμάμπη δεν δρα, καθώς το γονίδιο RAS στέλνει συνεχώς σήμα (πρωτεΐνη RAS) για αύξηση (πολλαπλασιασμό) των κυττάρων και το μεταλλαγμένο αυτό γονίδιο δεν ανταποκρίνεται στον EGFR.

Επομένως, πριν τη χρήση κετουξιμάμπης, η συνήθης διαδικασία (πρότυπο φροντίδας) είναι ο έλεγχος του γονιδίου RAS των καρκινικών κυττάρων για την ύπαρξη τυχόν μεταλλάξεων. Εάν το γονίδιο RAS είναι φυσιολογικό, η κετουξιμάμπη ενδέχεται να δράσει. Εάν όμως το γονίδιο RAS είναι μεταλλαγμένο, ενδέχεται η κετουξιμάμπη να μη δράσει, λόγω του ότι το μεταλλαγμένο γονίδιο RAS στέλνει συνεχώς σήμα RAS πρωτεΐνης για διαίρεση των κυττάρων, ακόμα και αν η κετουξιμάμπη έχει προηγουμένως απενεργοποιήσει το σήμα του EGFR, διότι η RAS βρίσκεται καθοδικά του σηματοδοτικού μονοπατιού και όντας μεταλλαγμένη δεν εξαρτάται πλέον από την αλληλεπίδραση με τον υποδοχέα EGFR.

Το γονίδιο RAS κωδικοποιεί μια μικρή πρωτεΐνη G στη οδό του EGFR. Η κετουξιμάμπη και άλλοι αναστολείς του EGFR δρουν μόνο σε όγκους στους οποίους το γονίδιο RAS δεν έχει μεταλλαχθεί.[7][8][8]

Ανάλυση των μεταλλάξεων του RAS είναι δυνατή με χρήση εμπορικά διαθέσιμων δοκιμασιών από διάφορες εταιρείες.

Τον Ιούλιο του 2009, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) επικαιροποίησε την ετικέτα δύο φαρμακευτικών σκευασμάτων μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι του EGFR (panitumumab (Vectibix) και cetuximab (Erbitux)) τα οποία ενδείκνυνται για τη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του παχέος εντέρου προκειμένου να συμπεριληφθούν οι πληροφορίες για τις μεταλλάξεις του KRAS.[2]

Μελέτες έδειξαν ότι η ανίχνευση μεταλλάξεων του γονιδίου KRAS βοηθά τους ιατρούς να εντοπίσουν ασθενείς οι οποίοι είναι πιθανό να μην ανταποκριθούν σε θεραπεία με στοχευμένους αναστολείς του EGFR, συμπεριλαμβανομένου του cetuximab και το panitumumab. Ως εκ τούτου, ο γενετικός έλεγχος για την επιβεβαίωση της απουσίας μεταλλάξεων στο γονίδιο KRAS (και επομένως της ύπαρξης γονιδίου φυσιολογικού τύπου) αποτελεί πλέον συνήθη κλινική διαδικασία πριν την έναρξη θεραπείας με αναστολείς EGFR. Έχει καταδειχθεί ότι ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου και όγκους με φυσιολογικό KRAS παρουσιάζουν όφελος μεγαλύτερο του 60% όσον αφορά στο ποσοστό ανταπόκρισης και εμφανίζουν επίσης μειωμένο κίνδυνο εξέλιξης της νόσου σε ποσοστό μεγαλύτερο του 40% όταν έλαβαν Erbitux ως θεραπεία 1ης γραμμής. Περίπου το 65% των ασθενών με μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου φέρουν το φυσιολογικό γονίδιο KRAS.

Ο Michael Sela και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν παρατηρήσεις σχετικά με την αναστολή του EGFR το 1988.[9] Η εταιρεία Yeda Research, για λογαριασμό του Ινστιτούτου Επιστήμης Weizmann στο Ισραήλ, [10] αμφισβήτησε την αδειοδοτημένη από την Imclone ευρεσιτεχνία της Aventis [11], για τη χρήση αντισωμάτων έναντι του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία για την επιβράδυνση της ανάπτυξης συγκεκριμένων όγκων, η οποία είχε υποβληθεί το 1989 από τη Rhone-Poulenc-Rorer.Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Yeda είναι ο μοναδικός ιδιοκτήτης της ευρεσιτεχνίας στις ΗΠΑ, και ότι κατέχει από κοινού με την Sanofi-Aventis την ευρεσιτεχνία σε άλλες χώρες.[12][13][14]

Κοινωνία και πολιτισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Η εταιρεία Eli Lilly and Company είναι υπεύθυνη για την παραγωγή και προμήθεια του Erbitux υπό μορφή χύδην ενεργού φαρμακευτικού συστατικού για κλινική και εμπορική χρήση στις ΗΠΑ και τον Καναδά, και η εταιρεία Bristol-Myers Squibb προμηθεύεται το ενεργό φαρμακευτικό συστατικό για εμπορική χρήση από την Eli Lilly.
  • Η εταιρεία Merck KGaA παρασκευάζει το Erbitux και το διανέμει στην περιοχή ευθύνης της (εκτός των ΗΠΑ και του Καναδά) καθώς και στην Ιαπωνία.[15]
  • Το Erbitux διατίθεται εμπορικά στις ΗΠΑ και τον Καναδά από την εταιρεία Bristol-Myers Squibb. Η εταιρεία Eli Lilly έχει την επιλογή προώθησης από κοινού me την εταιρεία Bristol-Myers Squibb του Erbitux στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Η Eli Lilly εισπράττει δικαιώματα από την Bristol-Myers Squibb.
  • Εκτός των ΗΠΑ και του Καναδά το Erbitux διατίθεται εμπορικά από τη Merck KGaA.
  1. «Γαληνός - Δραστική ουσία - Κετουξιμάμπη». www.galinos.gr. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2016. 
  2. 2,0 2,1 «Class Labeling Changes to anti-EGFR monoclonal antibodies, cetuximab (Erbitux) and panitumumab (Vectibix): KRAS Mutations». U.S. Food and Drug Administration. 11 Ιανουαρίου 2010. 
  3. «Therascreen KRAS RGQ PCR Kit – P110030». Device Approvals and Clearances. U.S. Food and Drug Administration. 6 Ιουλίου 2012. 
  4. «Cetuximab Beneficial in Head and Neck Cancer - National Cancer Institute». Cancer.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2013. 
  5. «Angiogenesis in cutaneous disease: part I». J. Am. Acad. Dermatol. 61 (6): 921–42; quiz 943–4. December 2009. doi:10.1016/j.jaad.2009.05.052. PMID 19925924. 
  6. 8. Micromedex Healthcare Series [Internet database]. Greenwood Village, Colo: Thomson Healthcare. Updated periodically
  7. «Cetuximab and chemotherapy as initial treatment for metastatic colorectal cancer». N. Engl. J. Med. 360 (14): 1408–17. April 2009. doi:10.1056/NEJMoa0805019. PMID 19339720. http://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMoa0805019. 
  8. 8,0 8,1 «Addition of cetuximab to chemotherapy as first-line treatment for KRAS wild-type metastatic colorectal cancer: pooled analysis of the CRYSTAL and OPUS randomised clinical trials». Eur. J. Cancer 48 (10): 1466–75. July 2012. doi:10.1016/j.ejca.2012.02.057. PMID 22446022. 
  9. Aboud-Pirak E, Hurwitz E, Pirak ME, Bellot F, Schlessinger J, Sela M (1988-12-21). «Efficacy of antibodies to epidermal growth factor receptor against KB carcinoma in vitro and in nude mice». J. Natl. Cancer Inst. 80 (20): 1605–11. doi:10.1093/jnci/80.20.1605. PMID 3193478. 
  10. «Yeda Research and Development Company Ltd». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2016. Technology Transfer Company of the Weizmann Institute of Science 
  11. «Practical lessons from a "made for TV" patent litigation: The trial of Yeda Research & Development Co. Ltd. v. ImClone Systems Inc. and Aventis Pharmaceuticals Inc.». The Federal Lawyer: 51–55. February 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-09-03. https://web.archive.org/web/20090903012733/http://www.yedarnd.com/images/pics/UserImages/Practical_Lessons%20from%20a%20Made%20for%20TV%20Patent%20Litigation.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-12-09. 
  12. «Court ruling on Yeda vs Aventis/Imclone case» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2016. 
  13. «Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Νοεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2015. 
  14. «ImClone goes up against patent dispute». USA Today. 2006-09-14. http://www.usatoday.com/money/industries/health/drugs/2006-09-14-imclone-usat_x.htm. 
  15. Eli Lilly and Company Form 10-K Annual Report 2013