Καβίλια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ξύλινος σύνδεσμος με καβίλιες.

Η καβίλια (αγγλ. dowel), από την ιταλική λέξη caviglia, είναι το κυλινδρικό εξάρτημα συνήθως μικρού μεγέθους, που χρησιμοποιείται σε συνδέσεις με κατάλληλες οπές για τη σταθεροποίηση μερών/τμημάτων με αντίστοιχες οπές σε δύο διαφορετικά εξαρτήματα.[1]

Ιδίως στις ξύλινες κατασκευές και στην επιπλοποιία, καβίλια είναι ξύλινος κυλινδρικός πείρος, συνήθως από σκληρό είδος (οξιά ή δρυ, στα αρχαία χρόνια, ελιά ή πουρνάρι) που έχει είτε λεία επιφάνεια, είτε επιφάνεια με ραβδώσεις και που τοποθετείται σε οπές που έχουν ανοιχθεί από πριν. Απώτερος στόχος είναι η εφαρμοστή και συνεκτική σύνδεση δύο στοιχείων - μερών σε έπιπλα. Η διάμετρος και το μήκος στις καβίλιες ποικίλουν στην υπό σύνδεση κατασκευή, ανάλογα με το πάχος και τα φορτία που θα δεχτούν (βλ. φορτίσεις). Ορισμένες φορές οι καβίλιες τοποθετούνται σκέτες. Αλλά τις περισσότερες φορές για καλύτερη σύνδεση, επιδέχονται συγκολλητικής ουσίας (κόλλας).[2] Η προσθήκη κόλλας επιφέρει καλύτερες συνδεσμολογίες. Η καβίλια αισθητικώς πλεονεκτεί, διότι είναι «κρυφή», δε φαίνεται μετά τη συναρμογή της κατασκευής. Λείες καβίλιες απαιτούν άνοιγμα οπών ίσης διαμέτρου, ενώ αν φέρουν ραβδώσεις, τότε οι οπές πρέπει να είναι περίπου 1 mm μικρότερες, δηλ. λεπτότερες.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Σκαρβέλης, Μιχάλης (2019). Τεχνολογία Παραγωγής Επίπλου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Τζιόλα. σελ. 275. 
  2. http://www.wfdt.teilar.gr/papers/Xrisi_kavilias.pdf του δρ. Γιώργου Νταλού