Κάνκορ του Εσμπαί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Κάνκορ του Εσμπαί
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση8ος αιώνας
Θάνατος771[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααριστοκράτης
Οικογένεια
ΣύζυγοςAngila (?)[2]
ΤέκναΧάιμριχ του Άνω Ράινγκαου[3]
ΓονείςΡοβέρτος Α΄ του Εσμπαί
ΑδέλφιαΘουριγγβέρτος του Εσμπάυ

O Κάνκορ, Cancor (απεβ. 771) από τον Οίκο των Μεροβιγγείων ήταν κόμης τού Εσμπαί και τού Ράινγκαου.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν γιος τού Ροβέρτου Α΄ κόμη τού Εσμπαί και της Βιλλίσβιντα.

Ίδρυσε το 764 το αββαείο τού Laurissa (νυν Λορς) μαζί με τη χήρα μητέρα του εντός δικής του ιδιοκτησίας, δηλ. με δικαίωμα διορισμού τού ηγουμένου. Έκανε ηγούμενο τον εξάδελφό του Χρόντεγκανκ αρχιεπίσκοπο τού Μετς, γιο της Λάνντραντα των Μεροβιγγείων. Ο Χρόντεγκανκ αφιέρωσε τη μονή στον Αγ. Πέτρο και έγινε ο πρώτος ηγούμενος. Αργότερα οι ιδρυτές χορήγησαν στο αββαείο και άλλες δωρεές.

Το 766 ο Χρόντεγκανκ παραιτήθηκε από το Λορς, λόγω άλλων σημαντικών καθηκόντων που είχε ως αρχιεπίσκοπος τού Μετς. Έστειλε τον αδελφό του Γκούνντελαντ, εξάδελφο τού Κάνκορ, ως ηγούμενο εκεί. Σύμφωνα με μία πηγή ο Κάνκορ ήταν θείος (ή αδελφός) τού Ροβέρτου Β΄ κόμη τού Εσμπαί και γενάρχη των Ροβερτιδών.

Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Θουριγγβέρτος ως κόμης τού Εσμπαί.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε το 770 την ευγενή Άνγκιλα και είχε τέκνα:

  • Χάιμριχ 740-795, κόμης τού Άνω Ράινγκαου.
  • Έμμπερτ απεβ. 803, επίσκοπος τού Βορμς (770-803).
  • Ράχιλτ απεβ. μετά το 792, μοναχή στο Λορς.
  • Ευφημία, μοναχή στο Λορς.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ανακτήθηκε στις 27  Νοεμβρίου 2018.
  2. p67192.htm#i671915. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  3. Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Innes, Matthew (2004). State and Society in the Early Middle Ages: The Middle Rhine Valley, 400–1000. Cambridge University Press.
  • Riché, Pierre (1993). The Carolingians, a Family who Forged Europe. Translated by Allen, Michael Idomir. University of Pennsylvania Press.
  • Chrondegand, in The Catholic Encyclopedia (1913)