Ιατρική διάγνωση
Ιατρική διάγνωση είναι η διαδικασία προσδιορισμού της ασθένειας ή της πάθησης με βάση τις ενδείξεις και τα συμπτώματα ενός ατόμου. Οι πληροφορίες που απαιτούνται για τη διάγνωση συλλέγονται συνήθως από το ιστορικό και τη φυσική εξέταση του ατόμου που αναζητά την ιατρική φροντίδα. Συχνά, μία ή περισσότερες διαγνωστικές διαδικασίες, όπως ιατρικές εξετάσεις (εργαστηριακές και ακτινολογικές), γίνονται επιπλέον κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Από τον μεγάλο αριθμό πληροφοριών που συλλέγονται, καθορίζονται οι πιθανές διαγνώσεις - η διαδικασία αναφέρεται ως διαφορική διάγνωση[1] - από τις οποίες η πιο πιθανή διάγνωση είναι η πρώτη που επιλέγεται. Στη συνέχεια πραγματοποιούνται επιπλέον εξειδικευμένες εξετάσεις για να ληφθούν παραπάνω πληροφορίες για να επιβεβαιωθεί η πραγματική ασθένεια.[2]
Η διάγνωση είναι σημαντικό συστατικό της διαδικασίας της επίσκεψης σε γιατρό. Συχνά είναι δύσκολη, καθώς πολλά από τα συμπτώματα είναι μη ειδικά, και έτσι οι απαραίτητες εξετάσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν από εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας. Για παράδειγμα, η ερυθρότητα του δέρματος (ερύθημα), από μόνη της, είναι σημάδι πολλών διαταραχών. Επομένως, πρέπει να γίνει διαφορική διάγνωση, στην οποία να συγκρίνονται και να αντιπαραβάλλονται πολλές πιθανές εξηγήσεις. Περιστασιακά η διαδικασία διευκολύνεται από ένα σημείο ή ένδειξη (ή μια ομάδα ενδείξεων) που ονομάζεται παθογνωμονικό (ειδικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης ασθένειας).
Τύποι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι επιμέρους τύποι διαγνώσεων περιλαμβάνουν:
- Κλινική διάγνωση
Η διάγνωση αυτή γίνεται με βάση τα ιατρικά σημεία και τα αναφερόμενα συμπτώματα, αντί να χρησιμοποιηθούν ιατρικές εξετάσεις.
- Εργαστηριακή διάγνωση
Η διάγνωση αυτή βασίζεται σημαντικά σε εργαστηριακές αναφορές ή αποτελέσματα εξετάσεων, παρά στη φυσική εξέταση του ασθενούς. Για παράδειγμα, η σωστή διάγνωση μολυσματικών ασθενειών συνήθως απαιτεί εξέταση των σημείων και συμπτωμάτων, καθώς και των αποτελεσμάτων εργαστηριακών εξετάσεων και των χαρακτηριστικών του εμπλεκόμενου παθογόνου.
- Ακτινολογική διάγνωση
Η διάγνωση αυτή βασίζεται κυρίως στα αποτελέσματα από τις ιατρικές απεικονιστικές μελέτες. Τα κατάγματα τύπου "Greenstick" είναι συχνές ακτινολογικές διαγνώσεις.
- Ιστολογική διάγνωση
Η διάγνωση αυτή βασίζεται στη μακροσκοπική, μικροσκοπική και μοριακή εξέταση ιστών, όπως βιοψίες ή ολόκληρα όργανα. Για παράδειγμα, η οριστική διάγνωση του καρκίνου γίνεται μέσω εξέτασης ιστού από παθολόγο.
- Κύρια διάγνωση
Η ενιαία ιατρική διάγνωση που σχετίζεται περισσότερο με το κύριο παράπονο ή την ανάγκη θεραπείας του ασθενούς (πρωτοπαθής ασθένεια). Πολλοί ασθενείς έχουν επιπλέον διαγνώσεις (δευτεροπαθείς ασθένειες).
- Διάγνωση εισαγωγής
Η διάγνωση αυτή δίνεται ως ο λόγος για τον οποίο ο ασθενής εισήχθη στο νοσοκομείο. Μπορεί να διαφέρει από το πραγματικό πρόβλημα ή από τη διάγνωση εξιτηρίου, η οποία είναι η διάγνωση που καταγράφεται όταν ο ασθενής εξέρχεται από το νοσοκομείο.[3]
- Διαγνωστικά κριτήρια
Περιλαμβάνουν τον συνδυασμό σημείων, συμπτωμάτων και αποτελεσμάτων εξετάσεων που χρησιμοποιεί ο κλινικός ιατρός για να προσπαθήσει να καταλήξει στη σωστή διάγνωση. Είναι πρωτόκολλα, που συνήθως δημοσιεύονται από διεθνείς επιτροπές, και έχουν σχεδιαστεί για να προσφέρουν την καλύτερη δυνατή ευαισθησία και εξειδίκευση, με σεβασμό στην παρουσία μιας κατάστασης, με την τεχνολογία αιχμής.
- Διαφορική διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση είναι μια διαδικασία εντοπισμού όλων των πιθανών διαγνώσεων που θα μπορούσαν να συνδεθούν με τα σημεία, τα συμπτώματα και τα εργαστηριακά ευρήματα και στη συνέχεια τον αποκλεισμό των διαγνώσεων μέχρι να γίνει ο τελικός προσδιορισμός.
- Προγεννητική διάγνωση
Η διάγνωση αυτή πραγματοποιείται πριν από τη γέννηση του παιδιού.
- Διάγνωση αποκλεισμού
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ιατρική κατάσταση δεν μπορεί να διαπιστωθεί με απόλυτη σιγουριά από το ιστορικό, την εξέταση ή τον έλεγχο. Επομένως, η διάγνωση γίνεται με την εξάλειψη όλων των άλλων εύλογων πιθανοτήτων.[4]
- Διπλή διάγνωση (συννοσηρότητα)
Η διπλή διάγνωση περιλαμβάνει την ταυτόχρονη διάγνωση δύο σχετικών, αλλά χωριστών, ιατρικών καταστάσεων ή συννοσηροτήτων. Ο όρος σχεδόν πάντα αναφερόταν σε διάγνωση σοβαρής ψυχικής ασθένειας και εθισμού σε ουσίες, ωστόσο, η αυξανόμενη επικράτηση των γενετικών εξετάσεων έχει αποκαλύψει πολλές περιπτώσεις ασθενών με πολλαπλές ταυτόχρονες γενετικές διαταραχές.[5]
- Αυτοδιάγνωση
Η διάγνωση ή η αναγνώριση μιας ιατρικής κατάστασης στον εαυτό μας. Η αυτοδιάγνωση είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο.[6]
- Διάγνωση εξ αποστάσεως
Μια ψευδοδιαγνωστική τεχνική (π.χ. διόραση κ.α.) που υποτίθεται ότι μπορεί να διαγνώσει τη νόσο σε απόσταση από τον ασθενή.[7]
- Νοσηλευτική διάγνωση
Η διάγνωση αυτή αντί να εστιάζει σε βιολογικές διεργασίες, προσδιορίζει τις αντιδράσεις των ανθρώπων σε καταστάσεις της ζωής τους, όπως η ετοιμότητα για αλλαγή ή η προθυμία να δεχτούν βοήθεια.[8]
- Διάγνωση με τη βοήθεια υπολογιστή
Η διάγνωση με τη βοήθεια υπολογιστή (CAD) πραγματοποιείται όταν χρησιμοποιείται ο υπολογιστής ως βοηθητικό εργαλείο για να μπορέσει ο επαγγελματίας υγείας να κάνει μια διάγνωση. Διαφέρει από την αυτοματοποιημένη διάγνωση μέσω υπολογιστή, στην οποία η τελική διάγνωση βασίζεται μόνο σε έναν αλγόριθμο υπολογιστή.[9]
- Υπερδιάγνωση
Η υπερδιάγνωση ορίζεται ως η διάγνωση μιας πάθησης που, εάν δεν αναγνωριστεί, δεν θα προκαλέσει συμπτώματα ή θα βλάψει έναν ασθενή κατά τη διάρκεια της ζωής του και αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως συνέπεια του προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο και άλλες καταστάσεις.[10]
- Άχρηση διάγνωση
Η διάγνωση αυτή μπορεί να είναι αποτέλεσμα φαντασιοπληξίας, να μην έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει, να μην εξηγείται φυσιολογικά ή να μην περιγράφεται με ακρίβεια και είναι επομένως τόσο συμπεριληπτική που ουσιαστικά είναι επιστημονικά άχρηστη.[11]
- Αναδρομική διάγνωση
Η διάγνωση αυτή πραγματοποιείται μετά τον θάνατο του ασθενούς (ενίοτε σε μια ιστορική προσωπικότητα) για την αναγνώριση της ασθένειας, χρησιμοποιώντας σύγχρονες γνώσεις, μεθόδους και ταξινομήσεις ασθενειών.[12]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Differential Diagnosis: MedlinePlus Medical Test». medlineplus.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ «diagnosis | medicine | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ «admitting diagnosis». TheFreeDictionary.com. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ Bell, Daniel J. «Diagnosis of exclusion | Radiology Reference Article | Radiopaedia.org». Radiopaedia (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ Wadhwa, Raoul R.; Park, Deborah Y.; Natowicz, Marvin R. (2018). «The accuracy of computer-based diagnostic tools for the identification of concurrent genetic disorders» (στα αγγλικά). American Journal of Medical Genetics Part A 176 (12): 2704–2709. doi: . ISSN 1552-4833. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1002/ajmg.a.40651.
- ↑ Communications, Jake Miller Harvard Medical School (8 Ιουλίου 2015). «Self-diagnosis on Internet not always good practice». Harvard Gazette (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ «remote diagnosis». TheFreeDictionary.com. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ «The Ultimate Guide to Nursing Diagnosis in 2022». Nurse.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ Wang, David John. «Computer aided diagnosis | Radiology Reference Article | Radiopaedia.org». Radiopaedia (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ Kale, Minal S.; Korenstein, Deborah (2018-08-14). «Overdiagnosis in primary care: framing the problem and finding solutions» (στα αγγλικά). BMJ 362: k2820. doi: . ISSN 0959-8138. PMID 30108054. https://www.bmj.com/content/362/bmj.k2820.
- ↑ «wastebasket diagnosis». TheFreeDictionary.com. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ Karenberg, A. (2009). «Retrospective diagnosis: use and abuse in medical historiography». Prague Medical Report 110 (2): 140–145. ISSN 1214-6994. PMID 19591388. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/19591388/.