Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών
Χάρτης
Πληροφορίες Μοναστηριού
Ίδρυσηπρώτες δεκαετίες 15ου αιώνα
ΕπισκοπήΙερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας
Πρόσωπα
ΙδρυτήςΌσιος Λεόντιος

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας ευρίσκεται στην δεξιά όχθη του ποταμού Σελινούντα, κάτω από τους πρόποδες του όρους Κλωκός σε υψόμετρο 450 μ. και σε απόσταση 15 χιλιομέτρων νοτίως από την πόλη του Αιγίου. Ασφαλτοστρωμένος δρόμος που αρχίζει από την Κουλούρα Αιγίου, διασχίζει το χωριό Μαυρίκι (Βόβοδα) περνάει τη γέφυρα του Σελινούντα, ακολουθεί τη δεξιά όχθη του ποταμού και καταλήγει στην Ιερά Μονή. Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας.

Όσιος Λεόντιος ο ιδρυτής της Μονής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία της Μονής αρχίζει με τον όσιο Λεόντιο που είναι ο ιδρυτής και κτήτορας της Μονής και στο όνομά του τιμάται το Παλαιομονάστηρο που είναι χτισμένο στην εσοχή ενός βράχου, μισή ώρα πάνω από την σημερινή Ιερά Μονή, όπου ευρίσκεται ο τάφος του Οσίου. Πληροφορίες για το βίο του Οσίου Λεοντίου μας δίδει το "Ὑμνολόγιον ἐν ᾧ ἡ ακολουθία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Λεοντίου ", το Συναξάρι του νέου Λειμωναρίου και το Εγκώμιο του Ὁσίου[1]. Από τα κείμενα αυτά πληροφορούμαστε ότι ο Λέων (κοσμικό όνομα του Οσίου) γεννήθηκε στη Μονεμβασιά το έτος 1377 και είχε συγγένεια με την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων[2]. Οι γονείς του Ανδρέας Μαμωνάς και Θεοδώρα ήταν άνθρωποι "επιφανείς και θεοφιλείς". O αυτοκράτορας Ανδρόνικος Δ΄Παλαιολόγος (1376-1379) διόρισε τον πατέρα του Οσίου, Ανδρέα, διοικητή όλης της Πελοποννήσου. Η δε μητέρα του Θεοδώρα ήταν κόρη του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Παλαιολόγου[3]. Ο Όσιος έλαβε εξαιρετική ανατροφή, τις δε ανώτερες σπουδές του πραγματοποίησε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατο του πατέρα του επέστρεψε στη γενέτειρά του, παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Η μητέρα του Θεοδώρα μετά το γάμο του υιού της ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα και κατά την παράδοση, μετέβη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σελινούντα, απέναντι από το σημερινό μοναστήρι των Ταξιαρχών, όπου ίδρυσε γυναικεία Μονή της Παναγίας της "Ελπίδας των Απελπισμένων", γνωστή σήμερα ως Μονή Πεπελενίτσης, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της[4].

Ο βαθύς πόθος του να αφιερωθεί στο Χριστό τον οδήγησε στο να αφήσει την οικογένειά του και να εκπληρώσει την επιθυμία του να γίνει μοναχός. Για το σκοπό αυτό μετέβη στο Άγιο Όρος όπου παρέμεινε για μια δεκαετία και μετά απεσύρθη σ ένα σπήλαιο του βουνού Κλωκός όπου ασκήτευσε. Η είδηση μετά από χρόνια διαδόθηκε σε ολόκληρη την περιοχή και πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ασκητήριό του για να λάβει πνευματική στήριξη και ευλογία από τον Όσιο[5] . Ο Όσιος κατόρθωσε να συνενώσει ασκητές όπου διέμεναν από τον 11ο αι. στα πλησιόχωρα επτά σπηλαιώδη ασκητήρια που ήταν διάσπαρτα στη βορεινή πλαγιά του Κλωκού "Ἡ Ἱερά Μονή τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν κτισθείσα διά τῆς συνδρομῆς τῶν χριστιανῶν καί ἑπτά ἀσκητηρίων, ἅτινα κεῖνται σποράδην πέριξ αὐτῆς καί ὀνομαζομένη, τοῦ Γέροντος Κλωκοῦ (Οσίου Λεοντίου), Ἁγίου Θεοδώρου, Ἁγίου Νικολάου, Ἁγίου Ἀντωνίου, Χρυσοσπηλαίου, Ἁγίας Σωτῆρος καί αὐτοῦ τούτου τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ ὑπό εὑρυτέρου σπηλαίου ἐπί βράχου καί τιμωμένη μέ τό αὐτό ὄνομα τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ". Την πληροφορία αυτή δίδει χειρόγραφος κώδικας των Γενικών Αρχείων του Κράτους τον οποίο έφερε στο φως της δημοσιότητας η Καθηγήτρια του Ιονίου Πανεπιστημίου Ελένη Αγγελομάτη Τσουγκαράκη. Το κείμενο του κώδικα αυτού δίδει πληροφορίες για την αρχή της Μονής του Γέροντα στον Κλωκό και φέρει τον τίτλο "Συνοπτική Ιστορία της κατά την Αιγιάλειαν Ιεράς μονής των Ταξιαρχών". Χρονολογείται το 1853 και υπογράφεται από τον μοναχό της Μονής Ιωσήφ Ταξιαρχίτη[6]. Η κοίμηση του Οσίου Λεοντίου τοποθετείται στις δύο πρώτες δεκαετίες του 15ου αι. και η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου[7].

ΠΑΛΑΙΟΜΟΝΑΣΤΗΡΟ

Το παλαιομονάστηρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ίδρυσή του τοποθετείται στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αι. από τον όσιο Λεόντιο λόγω της αύξησης των μοναχών και τη χορήγηση δωρεών από τους κατοίκους της περιοχής. Στη Μονή, οι δεσπότες της Πελοποννήσου Θωμάς και Δημήτριος, συνάρχοντες από το 1448 έως το 1460, ενίσχυσαν οικονομικά τη Μονή παραχωρώντας κτήματα, οικοδομώντας εκ θεμελίων οικοδομήματα και δωρίζοντας πολύτιμα ιερά κειμήλια με σπουδαιότερα τα Άχραντα Πάθη του Κυρίου, τα οποία μετέφεραν από την Κωσνσταντινούπολη: "Βασιλεῖς οἱ αύτάδελφοι ὁ τε Θωμᾶς καί Δημήτριος τήν ἀρετήν τοῦ ἀνδρός (Ὁσίου Λεοντίου) ὑπεραγασθέντες, καί σέβας αὐτῷ ἀπονέμοντες, ἱερόν σηκόν, ἐν ᾧ ἦν τῷ Ἀρχιστρατήγῳ Μιχαήλ, ἐξ αὐτοῦ, ἀνεδείμαντο, καί ἄλλα πλεῖστα, μέγιστα καταγώγια, ἐξ αὐτῶν κρηπίδων περιπυργώσαντες, οὗ πρός ἁγιασμόν, καί μέρη τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Σωτῆρος ... ἅ ἔφερον, τῇ ἱερᾷ Τραπέζῃ ἐπιτίθενται"[8]. Την ίδια περίοδο παραχωρήθηκαν στη Μονή προνόμια από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ανακηρύχθηκε Σταυροπηγιακή. Αυτό αποδεικνύεται από το σχετικό σημείωμα που υπάρχει στο φύλλο 319r του Codex Vaticanus Graecus του 1755: "αὔτη ἡ θεία καί ἱερά βίβλος τοῦ ἐν ἁγίοις π(ατ)ρ(ός) ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ θεολόγου/ ὑπάρχ(ει) τῆς θείας καί ἱερᾶς βασιλικῆς καί π(ατ)ριαρχικῆς μονῆς τοῦ παμμεγίστου ταξιάρχου/ τῆς ἐπικεκλημένης τοῦ Γέροντος· καί ὅστις βουληθῆ ταύτην ἐκεῖθεν ἐξαλλῶσαι/ἔστω ἀφορισμένος παρά θεοῦ παντοκράτωρος, ἐν τε τῶν νῦν αἰῶνι καί ἐν τῷ μέλλοντι"[9]. Επίσης ο Ηγούμενος της Μονής έφερε τα "ἡγουμενικά παράσημα", μανδύα, ράβδο και επανωκαλύμαυχο[10]. Κτήσεις της Μονής και προνόμια απαλλαγής του από φόρους αναγνωρίστηκαν από τους Τούρκους, όπως προκύπτει από το κατάστιχο των Αρχείων της Κωνσταντινουπόλεως των ετών 1461-1463[11].

Σήμερα το Παλαιομονάστηρο είναι κατεστραμμένο καθώς ο εξωτερικός περίβολος έχει σχεδόν καταπέσει κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Σώζεται ο πύργος της εισόδου και στο τείχος της διακρίνεται αψίδα με δύο κομψές κολώνες. Λίγο παραπάνω υπάρχει μαρμάρινο ανάγλυφο με παράσταση αμνού που εικονίζεται από δεξιά να προχωρεί εμπρός στρέφοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. Φέρει διπλό σταυρό. Εισερχόμενος στο χώρο της Μονής ο επισκέπτης συναντά το Καθολικό, τον κυρίως Ναό, κτισμένο στη μέση της μεγάλης ανοικτής σπηλιάς του απόκρημνου βράχου. Είναι αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Χωρίζεται με πεσσούς σε τρία κλίτη και είναι θολοσκεπές. Το ιερό βήμα έχει τρεις ημικυκλικές κόγχες, την πρόθεση, το ιερό βήμα με την αγία Τράπεζα και το διακονικό. Ο Ναός είναι πλήρης από τοιχογραφίες του 16ου αι. καταστραμμένες από πυρκαγιά και προσφάτως συντηρημένες από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας. Ο Ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ εφάπτεται δεξιά, στη νότια πλευρά του με μονόχωρο παρεκκλήσιο με τρούλο, αφιερωμένο στον όσιο Λεόντιο. Ἐχει αγιογραφικό διάκοσμο που χρονολογείται την Παλαιολόγεια εποχή , οι οποίες υποδηλώνουν ότι αρχικά ήταν αφιερωμένο στη Θεοτόκο[12]. Αριστερά του Καθολικού, στη βόρεια πλευρά, σε χαμηλότερο επίπεδο, μέσα σε μικρή κοιλότητα του βράχου, υπάρχει ένα ακόμα ναύδριο με τοιχογραφίες[13]. Η πέτρινη σκάλα του 1810 με τα 51 σκαλοπάτια, που κτίστηκε με έξοδα του Δανιήλ Πατρέως , οδηγεί στην σκήτη και στον τάφο του Οσίου καθώς και σε ένα παρεκκλήσι που έχει κτιστεί για τον όσιο. Σε τοίχος πάνω από το παρεκκλήσι είναι εμφανής σταυρός σε πέτρινο πλαίσιο με χρονολογία δυσανάγνωστη. ένας μικρός εξώστης θυμίζει αρχιτεκτονική των αρχοντικών του Μυστρά[14]. Ο εξώστης, η αψίδα, το ανάγλυφο του αμνού, ο τρούλος του παρεκκλησίου κτίστηκαν την εποχή των Παλαιολόγων[15]. Η Μονή, σύμφωνα με τον κώδικα 282 της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, κάηκε στις 15 Αυγούστου του 1500.

Τα αίτια του εμπρησμού οφείλονται στους Τούρκους λόγω των συγκρούσεών τους με τους Βενετούς της περιοχής. Την ανακαίνιση της Μονής ανέλαβαν τα μετόχιά της και κυρίως ο σύμβουλος του Σουλτάνου Σελήμ Α΄, ο Ιωάννης Τσερνοτάμπεης, μία σημαντική προσωπικότητα της εποχής εκείνης. Η ανακαίνιση πρέπει να ολοκληρώθηκε μέχρι το 1531 καθώς όταν ο Τσερνοτάμπεης πέθανε στις 15 Μαρτίου 1531 στην Κόρινθο, μεταφέρθηκε και ετάφη στην Μονή. Παρά τις λεηλασίες και τις καταστροφές που υπέστη το Παλαιομονάστηρο, διατηρήθηκε μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αι. όπου καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά, επί Πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως του Α΄ (1621-1638), η οποία προήλθε από Τούρκους ή Αλβανούς. Την πληροφορία αυτή αντλούμε από σιγίλιο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Ε΄, το οποίο χρονολογείται το 1749 και αναφέρει ότι "πεπλουτικός τό πρῶτον τήν σταυροπηγιακήν κλῆσιν καί ἐλευθερίαν γράμματι πατριαρχικῷ ἐκδοθέντι ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ Κυρίλλου τοῦ παλαιοῦ, ὅτε καί πυρίκαυστον γεγονός δι' ἐπηρείας τοῦ μισοκάλου καί ἐξαφανισθέν ἄρδην, οἱ ἐν αὐτῷ ἀσκούμενοι πατέρες ἀνήγειραν καί ἀνωκοδόμησαν αὐτό, καί εἰς ἥν ὁρᾶται κατάστασιν... "[16]. Μετά την καταστροφή της Μονής οι μοναχοί εγκαταστάθηκαν σε πλησιόχωρα ασκητήρια και μετόχια. Για να επισκευάσουν τη Μονή ζήτησαν τη συνδρομή αρχόντων, αρχιερέων και των πιστών της περιοχής. Στην ανοικοδόμησή της συνέβαλαν οι προύχοντες της Πάτρας και του Αιγίου, πλούσιοι από την Κωνσταντινούπολη και κυρίως ο Παλαιών Πατρών Θεοφάνης ο Α΄ που ονομάστηκε νέος κτήτορας της Μονής[17].

Η νέα μονή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την καταστροφή του Παλαιομονάστηρου, οι μοναχοί ίδρυσαν το σημερινό μοναστήρι των Ταξιαρχών σε ομαλότερη τοποθεσία και κοντά στους ελαιώνες, τους κήπους και γενικότερα τα αγροκτήματα της Μονής. Οι γραπτές μαρτυρίες και τα αρχιτεκτονικά σχέδια της νέας Μονής τοποθετούν την ανοικοδόμησή της στις αρχές του 17ου αι.[18]

Αρχιτεκτονική και χωροταξία της Μονής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1745 ο Ρώσος μοναχός Barsky, επισκεπτόμενος τη Μονή, σχεδίασε τους υπάρχοντες τότε χώρους της Μονής, που δεν διαφέρει από τη σημερινή[19]. Στη μέση της βόρειας πλευράς υπάρχει η μοναδική πύλη της Μονής. Παλαιότερα κοντά στην πύλη υπήρχε παλαιότερα "φυλακείο". Στο ισόγειο ευρίσκονται οι αποθηκευτικοί και βοηθητικοί χώροι, ενώ στον πρώτο όροφο και δεύτερο όροφο βρίσκονται τα κελλιά των μοναχών. Τα εξωτερικά παράθυρα των κελλιών ήταν πολεμιστροειδή με σκοπό την προστασία σε περίπτωση εξωτερικής εισβολής. Αργότερα διευρύνθηκαν για να έχουν περισσότερο φυσικό φωτισμό. Στους βοηθητικούς χώρους του ισογείου περιλαμβάνονται το μαγκιπείο δηλ. το παρασκευαστήριο άρτου, το βαγεναρείο δηλ. ο χώρος που μέχρι σήμερα φυλάσσονται τα μεγάλα βαρέλια για κρασί και λάδι και το ωρείο, η αποθήκη σιτηρών , οσπρίων και άλλων ξηρών καρπών. Στη νότια πτέρυγα του α΄ορόφου είναι η τράπεζα της Μονής, ενώ μέρος της δυτικής πτέρυγας στεγάζει το υπό διαμόρφωση σήμερα κειμηλιαρχείο και δίπλα το μικρό παρεκκλήσιο του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κατά την τελευταία ανακαίνιση διαμορφώθηκαν χώροι στην δυτική πτέρυγα του ά ορόφου για την στέγαση της μεγάλης και πλούσιας βιβλιοθήκης της Μονής, ενώ στο ισόγειο της ίδιας πτέρυγας έχει διαμορφωθεί το αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής. Τα κτίσματα της Μονής( κελλιά, ηγουμενείο, ξενώνες, αποθήκες) περικλείουν την τετράγωνη αυλή, στο μέσο της οποίας ευρίσκεται το Καθολικό. Ολόκληρη η Μονή είναι στραμμένη προς το Καθολικό, τον κυρίως ναό της Μονής, που είναι το κέντρο της μοναστικής ζωής και ευρίσκεται στο μέσο της τετράγωνης αυλής. Τη στροφή αυτή προς το εσωτερικό επέβαλε η ασφάλεια του μοναστηριού, για το λόγο αυτό έχει μία φρουριακή δομή. Το Καθολικό είναι ένας σύνθετος τετρακιόνιος ναός τύπου εγγεγραμμένου σταυρού με οκταγωνικό τρούλο. Το ανατολικό μέρος του Καθολικού απολήγει σε τριμερές ιερό βήμα με προεξέχουσες ημιεξαγωνικές εξωτερικά κόγχες, από τις οποίες η μεσαία είναι διπλάσια από τις παράπλευρες.

Το χτίσιμο του Ναού είναι πολύ φροντισμένο, με εναλλαγή των πλατύτερων με τις στενότερες ζώνες. Συγκρίνοντας το σημερινό Καθολικό με το σχέδιο του Barsky δεν διαπιστώνουμε σημαντικές μεταβολές . Το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο του Ναού χρονολογείται το 1818 και κατασκευάστηκε από τον Νικόλαο Μετζοβίτη, όπως πληροφορούμαστε από την επιγραφή, που είναι σκαλισμένη δεξιά της ωραίας Πύλης "'ἐσκαλίσθη ὑπ ἐμοῦ τοῦ Νικολάου Μετζοβίτη 1818 ". Από τον ίδιο τεχνίτη του τέμπλου κατασκευάστηκε ο αρχιερατικός θρόνος και το προσκυνητάρι του Οσίου Λεοντίου. Η επιχρύσωση του τέμπλου έγινε το 1884, όταν ο μοναχός Νικόλαος Οικονόμου, μετά από μία περιοδεία στη Βλαχία, έφερε την ποσότητα του χρυσού που χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό αυτό. Τὸ 1895 έγινε η αγιογράφηση και η διακόσμηση στο εσωτερικὸ του Καθολικού απὸ τρεις κοσμηματογράφους και δύο αγιογράφους. Οι αγιογραφίες είναι των Δ. Κ. Φάνελλη, Α. Μανέλη και Ι. Οικονόμου. Για το λόγο αυτό δαπανήθηκαν 40 χιλιάδες χρυσές δραχμές. Τον ίδιο χρόνο ο Πατρινὸς ξυλογλύπτης Γεώργιος Ψάθας φιλοτέχνησε την ωραία εξώθυρα του Καθολικού με έξοδα εις μνήμην του ιερομονάχου Παρθενίου Γεωργιάδου. Στην κόγχη που σχηματίζεται πάνω απὸ την εξώθυρα έγινε τότε ἡ σπουδαία αγιογραφία «Σύναξις τῶν Ταξιαρχῶν» με την επιγραφή «Ἀνδρέας Μανάλης 1895».Το 1901 κατασκευάσθηκε η εντυπωσιακή βαριὰ σιδερόπορτα του Μοναστηριού με έξοδα της δωρήτριας Ροδοκανάκη. Είναι δίφυλλη· στα φύλλα της εικονίζονται ανάγλυφοι οι δύο Ταξιάρχες, προστάτες της μονής. Το δε 1908 έγινε το καγκελόφραχτο ημικυκλικὸ πλακόστρωτο προαύλιο του Καθολικού με έξοδα του άλλοτε επιστάτη των μοναστηριακών κτημάτων Αθανασίου Δρούλια. Στο σχέδιο του Barsky δεν υπάρχουν τα καμπαναριά που βλέπουμε σήμερα δεξιά και αριστερά στον εξωνάρθηκα. Κατασκευάστηκαν το 1859. Στη Β.Δ. γωνία της αυλής υπάρχει ο τριώροφος πύργος. Στο ισόγειο του πύργου ευρίσκεται το ναύδριο της Αγίας Τριάδος. Στο σχέδιο του Barsky πάνω από το ναύδριο απεικονίζεται ένας όροφος στενότερος που στέγαζε παλαιότερα καμπάνες. Εκτός Μονής ο κοιμητηριακός Ναός είναι αφιερωμένος στους Αγίους Πάντες. Επίσης στην Ιερά Μονή ανήκουν οι εξωτερικοί Ναοί του Αγίου Νικολάου, Αγίου Αθανασίου, Αγίου Αντωνίου και των Αγίων Θεοδώρων.

Στα χρόνια της ακμής της η Μονή διέθετε δικές της γεωργικές και δασικές εκτάσεις. Σε έγγραφο που βρίσκεται στο Βενετικό Αρχείο και χρονολογείται το 1700 τα όρια της Μονής προσδιορίζονται ως εξής: ¨τά ὅριά της ἀρχίζουν πρός βορρά ἀπό ἕνα σημεῖο, στό ποτάμι τῆς Βοστίτσας, πού λέγεται Μικρές Ἀχλαδιές καί συνορεύοντας μέσω τοῦ ἴδιου ποταμιοῦ μέ τό χωριό Βόβοδα πηγαίνουν στό σημεῖο Φοῦρνοι, ἀπ' ὅπου, συνορεύοντας στά ἀνατολικά μέ τό χωριό Μαυρίκι, πηγαίνουν στο βουνό Μπελενίκο, ἀπό τό ὁποῖο, συνορεύοντας μέ τό χωριό Φτέρη, πηγαίνουν στήν Παναγία τοῦ Κλοκοῦ καί ἀπό ἐκεῖ, συνορεύοντας πρός τόν νότο μέ τό ἴδιο χωριό Φτέρη, πηγαίνουν στήν Παναγία στόν Πύργο, Ἅγιο Ἠλία, Στόλο καί Τρύπιο Λιθάρι καί ἀπό αὐτό, συνορεύοντας στά ἀνατολικά μέ τό χωριό Κρόκοβα, ἐπιστρέφουν στό ποτάμι τῆς Βοστίτσας, ἐκεῖ ὅπου ἄρχισαν νά συνορεύουν πρός βορρά μέ τό χωριό Βόβοδα"[20]. Στην Μονή εγκαταβιούσαν αρκετοί Μοναχοί. Στην απογραφή των μοναχών, που έγινε στα τέλη του 1833, βρέθηκαν στους Ταξιάρχες 74 μοναχοί. Τον Ιούνιο του 1878 μια αναφορά προς την Ιερά Σύνοδο, για αυθαίρετη κατάληψη του ξενώνα της Μονής από τον ηγούμενο Μισαήλ Αλεξανδρόπουλο, φέρεται υπογεγραμμένη από 80 μοναχούς[21]. Το 1902, που επισκέφθηκε τους Ταξιάρχες ο Χρ. Κορύλλος, γνωστός ιατρός των Πατρών, η Μονή αριθμούσε περί τους 121 μοναχούς και υπηρέτες[22]. Έφτασε να αριθμεί μέχρι 150 μοναχούς και υποτακτικούς[23]. Ο ιερός κώδικας της Μονής μας πληροφορεί ότι το 1775 η Μονή είχε 15 μετόχια στον Μωριά, στη Ρούμελη, στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη.

Η προσφορά της Μονής στον αγώνα του 1821[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την αρχή ως το τέλος του μεγάλου Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821 το μοναστήρι των Ταξιαρχών υπήρξε μια αξιόλογη επαναστατική εστία. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια, η Μονή υπήρξε κέντρο προετοιμασίας του μεγάλου αγώνα, αλλά και καταφύγιο των κατατρεγμένων από τον Τούρκο δυνάστη.

Το 1770 η Αικατερίνη η Μεγάλη της Ρωσίας έστειλε στο Μωριά τους αδελφούς Θεόδωρο και Αλέξιο Ορλώφ για να εξεγείρουν τους σκλαβωμένους Έλληνες. Η εξέγερση απέτυχες και οι Ορλώφ εγκατέλειψαν τους Έλληνες. Οι Τούρκοι τότε έστειλαν 6000 Αλβανούς οι οποίοι προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές σε όλη την Πελοπόννησο. Σ αυτές περιλαμβάνεται και η καταστροφή της Νέας Μονής Ταξιαρχών. Οι Αλβανοί, ακολουθώντας τις οδηγίες των Τούρκων, έκοψαν τα πανύψηλα δέντρα γύρω από τη Μονή, αυτά έπεσαν πάνω στα τείχη του μοναστηριού και οι επιδρομείς πατώντας πάνω τους κατόρθωσαν να εισβάλλουν στην Μονή. Έσφαξαν όλους τους μοναχούς, αλλά και όσους κατοίκους της πόλεως του Αιγίου είχαν καταφύγει εκεί για να σωθούν. Μόνο ο ηγούμενος της Μονής Θεοφάνης Μαυρικιώτης, που πήρε μαζί του όσα κειμήλια μπορούσε, μεταξύ αυτών τα Άχραντα Πάθη του Χριστού, μαζί μέ τρεις άλλους μοναχούς κατόρθωσαν δι ενός παραθύρου να διαφύγουν. Κάποιοι μοναχοί που είχαν καταφύγει στο Παλαιομονάστηρο του Οσίου Λεοντίου κατεσφάγησαν από τους Αλβανούς[24]. Για την καταστροφή της νέας Μονής μας πληροφορεί ο κώδικας του 1775: "Κῶδιξ ἱερός τῆς ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς καί Βασιλικῆς Μονῆς τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν τῆς κατά τήν Βοστίτζαν τῆς Πελοποννήσου κειμένης. Ἐν ᾧ καταγράφονται πάντα τά τε κινητά καί ἀκίνητα καί κτήματα τῆς αὐτῆς μονῆς, ὅσα διεσώθησαν μετά τόν ἀπό τῶν ἀλβανῶν ἐμπρησμόν καί καταστροφήν αὐτῆς, κατά τό αψοβ΄ ἔτος ἀπό Χριστοῦ ἐπισυμβάσαν καί ὅσα εἰς τό μετέπειτα προσεκτήθησαν καί προσκτηθήσονται. Καί δή κατά τό αψοέ σωτήριον ἔτος, Μαρτίου θ΄, καθ' ἥν ἐπιστρέψαμεν είς τό ἱερόν ἡμῶν μοναστήριον, μετά τόν ἐμπρησμόν καί διασκορπισμόν αὐτοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπαπειλουμένου ἐκείνου κινδύνου, κατεστρώσαμεν τόν παρόντα κώδικα, ἡγουμενεύοντος τοῦ πανοσιωτάτου κυρίου Θεοφάνους Μαυρικιώτου, ἐν ᾧ καταγράφομεν ἐν πρώτοις τά διασωθέντα ἀκίνητα κτήματα τῆς ἱερᾶς ἡμῶν ταύτης Μονῆς..."[25]. Μετά την καταστροφή ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιος Β΄ ἐξέδωσε τον Δεκέμβριο του 1775 σιγίλιο με το οποίο ανακήρυξε και πάλι τη Μονή Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή "τό μοναστήριον γιγνώσκεται πατριαρχικόν,σταυροπηγιακόν, ἐλεύθερον, ἀδούλωτον, ἀκαταπάτητον, αὐτόνομον τε καἰ αὐτοδέσποτον, ἀνενόχλητον καί ἀνεπηρέαστον παρά παντός προσώπου εἴτε ἀρχιερατικοῦ εἴτε ἐξάρχου πατριαρχικοῦ"[26]. Το 1782 οι μοναχοί με την καθοδήγηση και την φροντίδα του Ηγουμένου Θεοφάνους Μαυρικιώτη, ξεκίνησαν τις εργασίες για την ανοικοδόμηση του κατεστραμμένου μοναστηριού: "Κατά δέ τό ἔτος 1782 σωτήριον ἔτος ἐκάμαμε ἀρχήν σύν Θεῷ νά ἀνακαινίζωμεν τά ἐλεεινά ἐρείπια τῆς ἀπανθρώπου ἀποτεφρώσεως τῆς ἱερᾶς ἡμῶν μονῆς. Τῆς ἱερᾶς ἐκκλησίας καί ἑπομένως τῶν κελλίων καί ἄλλων ἀνοικοδομημάτων. Ἔτρεξαν καθ' ὅλην τήν ἀνοικοδομήν καί ἐπιδιόρθωσιν τοῦ μοναστηρίου ἔξοδα γρόσια χιλιάδες 27 καί 856, ὅλα ἐκ δανείων", γράφει ο κώδικας της Μονής. Το 1798 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' εξέδωσε νέο σιγίλιο με το οποίο ανανέωσε το σιγίλιο του Σωφρονίου Β΄ και προσδιόρισε την ετήσια εισφοράς της μονής στον πατριαρχικό θρόνο χάριν υποταγής, καθόρισε τον τρόπο εκλογής του ηγουμένου, τη σφραγίδα της μονής, τη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας και την οργάνωση της Πεπελενίτσας[27].

Από το 1815 ο μοναχός Παφνούτιος Ρούβαλης έφυγε στην Ανατολή, αγόρασε μετόχι της μονής στην Μαγνησία της Μικράς Ασίας και τις παραμονές του 1821 επέστρεψε στη Μονή και μύησε στην Φιλική Εταιρεία τον ηγούμενο Σάββα Βερσοβίτη και άλλους μοναχούς. Ο ηγούμενος γνώριζε για την Φιλική Εταιρεία, διότι είχε λάβει μέρος στην μυστική σύσκεψη της Βοστίτσας (25-26 Ιανουαρίου 1821). Υποστηρίζουν πολλοί ότι για περισσότερη ασφάλεια  μία συνεδρία της Μυστικής Συνελεύσεως της Βοστίτσας έγινε στη Μονή Ταξιαρχών, με το πρόσχημα ότι οι σύνεδροι συγκεντρώθηκαν εκεί για να επιλύσουν περιουσιακές διαφορές μεταξύ των μοναστηριών του Μεγάλου Σπηλαίου και της Μονής Ταξιαρχών[28].

Αμέσως με την κήρυξη της επανάστασης του 1821 οι μάχιμοι μοναχοί των Ταξιαρχών που βρέθηκαν στο μοναστήρι κατέβηκαν στο Αίγιο και κατετάγησαν στο επαναστατικό σώμα που συγκρότησε ο Ανδρέας Λόντος με σκοπό νά εισέλθουν στην Πάτρα και να πλαισιώσουν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.

Τον Μάϊο του 1821 ο  Ανδρέας Λόντος πήγε στους Ταξιάρχες και όρισε το μοναστήρι αποθήκη τροφίμων και πολεμοφοδίων, ενώ το μοναστήρι της Πεπελενίτσας και τα χωριά Κουνινά και Φτέρη ορίσθηκαν ως πρόχειρα νοσοκομεία. Ο Μουσταφά Πασάς, απεσταλμένος το 1821 από τον Χουρσίτ πασά, ο οποίος πολιορκούσε τα Ιωάννινα, και έχοντας την πληροφορία ότι το μοναστήρι ήταν αποθήκη εφοδίων και τροφίμων για τους επαναστάτες, κατευθύνθηκε προς τα εκεί, αλλά με τις ενέργειες ανδρών του Ανδρέα Ζαΐμη κόπηκε ο δρόμος της προέλασης στο χωριό Βόβοδα και παρ  όλο που οι Έλληνες ηττήθηκαν, η επιδρομή εναντίον του μοναστηριού ματαιώθηκε κι έτσι απετράπη η καταστροφή του μοναστηριού. Το 1822 ο ηγούμενος Προκόπιος Βλοβοκίτης και ο μοναχός Νικηφόρος Αγριδιώτης κατέβηκαν στο Αίγιο και μαζί με τους προκρίτους συγκρότησαν επιτροπή που στρατολογούσε άνδρες στον Αγώνα.

Κατά τον εμφύλιο του 1824 μεταξύ των οπλαρχηγών του Μοριά και της Ρούμελης, το μοναστήρι κράτησε ουδετερότητα μαζί με τους καπεταναίους της Κουνινάς. Κατά την ρήξη του Ανδρέα Λόντου και του Δ. Μελετόπουλου, παρόλο που εισέβαλαν στο μοναστήρι 80 άνδρες απεσταλμένοι από τον Μελετόπουλο και μάζεψαν όλα τα όπλα και τα εφόδια που φυλάσσονταν στο μοναστήρι, με την αυθόρμητη επέμβαση κατοίκων των πλησίον επαρχιών ελευθερώθηκε το μοναστήρι από τους εισβολείς.

Το 1827 το μοναστήρι εξακολουθούσε να είναι αποθήκη τροφίμων και πολεμοφοδίων για τον Αγώνα. Μεγάλο όμως κίνδυνο διέτρεχε να προσβληθεί από τους Τούρκους και τους τουρκοπροσκυνημένους· για το λόγο αυτό ανετέθη η φρούρησή του στον οπλαρχηγό Αργύρη Παπασταθόπουλο από την Κουνινά και στους 50 άνδρες του. Μετά την μάχη στον Άη Γιάννη το Θεολόγο (Τσετσεβό),  που ήταν μετόχι του μοναστηριού, στις 17 Ιουλίου 1827, Τούρκοι και τουρκοπροσκυνημένοι κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι, αλλά τους αναχαίτισαν ο Ιωάννης Φεϊζόπουλος και ο Λεχουρίτης μετά από οκτάωρη μάχη. Κατά τον Σεπτέμβριο του 1827 το μοναστήρι κινδύνευσε από τους Τούρκους του Δελή Αχμέτ και τους προσκυνημένους του Νενέκου, αλλά νικήθηκαν και έτσι ματαιώθηκαν τα σχέδιά τους. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι το μοναστήρι από την αρχή μέχρι το τέλος του Αγώνα προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες και παρά τους κινδύνους δεν κατόρθωσαν να το καταλάβουν οι Τούρκοι.

Η οικονομική συνεισφορά της Μονής στον Αγώνα του 1821[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μονή στήριξε οικονομικά τον αγώνα προσφέροντας σημαντικά ποσά. Συγκεκριμένα ο κώδικας της Μονής αναφέρει "(κστ). κατά δέ τό αὐτό ἔτος ἤτοι εἰς τούς χιλίους ὀκτακοσίους εἴκοσι ἕνα ἐπροσφέραμεν εἰς τό κοινόν τῆς πατρίδος χάριν βοηθείας διά τά ἔξοδα τοῦ πολέμου τῆς ἐλευθερίας μας γρόσια χιλιάδες τέσσαρας καί ἐννεακόσια". Όμως οι ανάγκες του αγώνα πολλαπλασιάζονται με αποτέλεσμα το επόμενο έτος η προσφορά της Μονής να είναι μεγαλύτερη "(ΚΖ). Κατά δέ τό 1822 ἔτος καί τάς εἴκοσι τέσσαρες Μάϊου ἐμετρήσαμεν εἰς τήν Πελοποννησιακήν Γερουσίαν κατ' ἔγγραφον αὐτῆς, ἐπιταγήν γρόσια χιλιάδας ὀκτώ διά τά ὁποῖα μᾶς ἐδόθη ἐνσφράγιστον ὁμολογία χρεωστική"[29].

Επίσης δεν δίστασε να προσφέρει τα ασημένια αναθήματά της. Αναφέρει σχετικά ο κώδικας της Μονής: "(ΚΗ). Κατά δέ τό ἔτος 1822 ἐμετρήσαμεν εἰς τόν μινίστρον τῆς θρησκείας κατ' ἐπιταγήν τῆς προσωρινῆς διοικήσεως τῆς Ἑλλάδος ἀσημικόν ἐκκλησιαστικόν ὀκάδας 8 καί δράμια 170, διά τό ὁποῖον μᾶς ἐδόθη ἐνσφράγιστος ἀπόδειξις τῆς Ἑλληνικῆς διοικήσεως μέ τάς ὑπογραφάς τοῦ τε μινίστρου τῆς Θρησκείας Ἰωσήφ Ἀνδρούσης, τοῦ προέδρου τοῦ ἐκτελεστικοῦ Ἀθανασίου Κανακάρη καί τοῦ γενικοῦ γραμματέως Χαραλάμπους Μάλη". Το 1824, επί ηγουμενίας Ιερεμία Στεμιτσιώτη, δὀθηκαν στον Ανδρέα Λόντο για τις ανάγκες του στρατεύματός του 2500 γρόσια " (ΚΘ). Κατά δέ τό ἔτος 1824 Φεβρουαρίου 8 ἐμετρήσαμεν διά τοῦ κυρίου Δημητρίου Ἀδαμίδου πρός τόν ἐξοχώτατον στρατηγόν κύριον Ἀνδρέαν Λόντον κατ'ἐπιταγήν τῆς Διοικήσεως γρόσια χιλιάδας δύο καί πεντακόσια, διά τά ὁποῖα μᾶς ἐδόθηκαν ἔγγραφοι ἀποδείξεις".Για να εκτιμήσει κανείς την υλική προσφορά της Μονής κατά την εποχή του Αγώνα θα πρέπει να λάβει υπ' ὄψη του ότι το μοναστήρι ήταν χρεωμένο. Για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της Επανάστασης αναγκαζόταν πολλές φορές να δανείζεται από ιδιώτες χρηματικά ποσά, τις περισσότερες φορές έντοκα[30].

Η πνευματική προσφορά της Μονής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την απελευθέρωση πολλοί μορφωμένοι μοναχοί της Μονής μετέβαιναν στο Αίγιο και στα γύρω χωριά εργαζόμενοι ιεραποστολικά ως γραμματοδιδάσκαλοι και εφημέριοι. Κάποιοι δίδαξαν και στο εξωτερικό. Μοναχοί με αξιοσημείωτη μόρφωση και δράση ήταν: ο μεσαιωνοδίφης Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος (1826-1872), ο οποίος επισκέφθηκε τις βιβλιοθήκες της Γερμανίας και της Ρωσίας όπου αντέγραψε πολύτιμα χειρόγραφα των βιβλιοθηκών αυτών, και η βιβλιοθήκη του, χίλιοι περίπου τόμοι, μεταφέρθηκε από τη Λειψία στο μοναστήρι το 1873[31], ο Παφνούτιος Βασιλειάδης του οποίου 15 χειρόγραφα φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη της Μονής, ο Δαμασκηνός Σπηλιωτόπουλος, ο Αβέρκιος Λαμπίρης, ο Μισαήλ Αλεξανδρόπουλος με θεολογικές σπουδές στην Αθήνα και τη Μόσχα, ο Άνθιμος Αναγνωστόπουλος, ο Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος, ο ελληνοδιδάσκαλος Δαμιανός Μιχαλόπουλος, ο φιλόλογος Γεννάδιος Παναγιωτόπουλος, ο θεολόγος Σαμουήλ Ανεστόπουλος, σχολάρχης στο σχολείο της Μονής, ο φιλόσοφος και θεολόγος Αγαθάγγελος Γεωργιάδης, ο Αβέρκιος Παπαδόπουλος, ελληνοδιδάσκαλος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο διδάκτωρ της ιατρικής ιεροδιάκονος Ευμένιος Παπαλεωνίδας, ο μοναχός Θεόφιλος Σπυρόπουλος που δίδαξε στο ορθόδοξο σεμινάριο της Αμερικής "Άγιος Αθανάσιος".

Από το 1852 μέχρι το 1942 δεκαοκτώ μοναχοί της Μονής έγιναν Αρχιερείς. Πρόκειται διά τους : Προκόπιο Γεωργιάδη, επίσκοπο Μεσσηνίας (1852) και μετέπειτα Μητροπολίτη Αθηνών (1874), Νεόφυτο Κωνσταντινίδη, επίσκοπο Ύδρας και Σπετσών, Μητροφάνη Οικονομίδη, επίσκοπο Άνδρου και Κέας (1852), Δοσίθεο Ασημακίδη, επίσκοπο Θηβών και Λεβαδείας (1858), Κύριλλο Χαιρωνίδη, επίσκοπο Πατρών και Ηλείας (1865), Δανιήλ Πετρούλια, επίσκοπο Αργολίδος (1867), Ευθύμιο Αλεξανδρόπουλο, επίσκοπο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (1868), Στέφανο Αργυριάδη, επίσκοπο Μεσσηνίας (1874), Αβέρκιο Λαμπίρη, επίσκοπο Πατρών (1874), Μεθόδιο Παπαναστασόπουλο, επίσκοπο Σύρου-Τήνου(1882), Αρσένιο Γουμπούρο, επίσκοπο Ύδρας και Σπετσών (1882), Γεννάδιο Παναγιωτόπουλο, επίσκοπο Άρτης (1894), Φιλάρετο Γιαννούλη, επίσκοπο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (1901), Δαμασκηνό Σπηλιωτόπουλο, επίσκοπο Ηλείας (1901), Αγαθάγγελο Γεωργιάδη, επίσκοπο Θήρας (1907), Τιμόθεο Αναστασίου. Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας(1912), Ιωακείμ Αλεξόπουλο, επίσκοπο Βοστώνης (1923) και Αγαθόνικο Παπαναστασίου, Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (1942)[32]. Στον κατάλογο των Αρχιερέων θα πρέπει να προστεθεί και ο σημερινός Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Ιερώνυμος Κάρμας καθώς η μοναχική του κουρά έγινε στην Μονή.

Το 1837 ιδρύθηκε στη Μονή Ελληνικό Σχολείο με την επωνυμία "Σχολαρχεῖον τῆς Μονῆς Ταξιαρχῶν ἐν Αἰγιαλεία", όταν ηγούμενος ήταν ο Μελέτιος Ροβήλος και σύμβουλοι ο Βενέδικτος Χριστόπουλος και Παφνούτιος Ρούβαλης. Ήταν τριετές. Οι απόφοιτοι του Σχολαρχείου μπορούσαν να συνεχίσουν την εγκύκλια μόρφωσή τους στο τετρατάξιο τότε Γυμνάσιο. Οι πρώτοι δάσκαλοι ήταν οι μοναχοί Δοσίθεος Ασημακίδης και ο Μητροφάνης Οικονομόπουλος, οι οποίοι αργότερα έγιναν επίσκοποι. Είχαν θεολογική και φιλολογική κατάρτιση, όπως αποδεικνύεται από τις χειρόγραφες συγγραφές τους που σώζωνται στη βιβλιοθήκη της Μονής. Το 1880 το Ηγουμενοσυμβούλιο ζήτησε από το Υπουργείο Παιδείας;την ίδρυση Γυμνασίου στη Μονή με την αιτιολογία ότι θεωρούσε "ἄτοπον τό ἱεροδιακόνους καί δοκίμους σπουδάζειν μετά παίδων δωδεκαετῶν". Η απάντηση του Υπουργείου ήταν αρνητική. Το Ελληνικό Σχολείο της Μονής λειτούργησε για περίπου ενενήντα χρόνια . Διέκοψε τη λειτουργία του με τη λήξη του σχολικού έτους 1925-1926[33]. Τον Σεπτέμβριο του 1954 μετά από ενέργειες του ηγουμένου Σαμουήλ Ανεστόπουλου και των μελών του ηγουμενοσυμβουλίου Θεοκλήτου Παπαζαφείρη και Χρυσοστόμου Θανόπουλου ιδρύεται στο μοναστήρι διτάξιο Γυμνασιακό παράρτημα εξαρτώμενο από το Γυμνάσιο αρρένων Αιγίου. Δέχτηκε τους πρώτους 24 μαθητές του στην Γ΄τάξη του οκταταξίου τότε Γυμνασίου ύστερα από εισιτήριες εξετάσεις. Ο φιλόλογος Παναγιώτης Οικονομόπουλος από τα Λουσικά Αχαΐας είναι ο πρώτος καθηγητής που αποσπάστηκε από το Γυμνάσιο αρρένων Αιγίου για να διδάξει στο σχολείο. Το επόμενο σχολικό έτος 1955-1956, το σχολείο λειτούργησε με δύο τάξεις, την Γ΄ και την Δ΄, που είχαν συνολικά 38 παιδιά. Την χρονιά αυτή την ευθύνη λειτουργίας του σχολείου ανέλαβε εξολοκλήρου ο καθηγητής θεολογίας Σπυρίδων Τσαντίλης ( ο μετέπειτα Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Ιερόθεος) που για το λόγο αυτό αποσπάστηκε από το Γ΄ Γυμνάσιο αρρένων Πατρών. Το μοναστήρι παρείχε στους μαθητές δωρεάν στέγη και τροφή. Το σχολείο λειτούργησε μέχρι το καλοκαίρι του 1965, οπότε καταργήθηκε[34].

Θησαυροί της Μονής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ΑΧΡΑΝΤΑ ΠΑΘΗ. Στο Καθολικό της Μονής φυλάσσεται παλαιό κιβώτιο από πέτρα, όμοια με την πέτρα του Παναγίου Τάφου, που περιέχει τα Άχραντα Πάθη του Κυρίου. Μέσα σ αυτό υπάρχει τεμάχιο τιμίου ξύλου από το Σταυρό του Κυρίου, μέρος από το ακάνθινο στεφάνι, τμήμα του σπόγγου, τεμάχιο από την κόκκινη χλαμύδα καθώς και τμήμα της πλεξίδας των τριχών της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου. Το κιβώτιο αυτό μαζί με τμήμα της χειρός του Αρέθα και της κάρας του αγίου Στεφάνου του Νέου είναι αφιερώματα των Δεσποτών του Μυστρά στο παλαιό Μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το συναξάρι του Οσίου Λεοντίου, γραμμένο μεταξύ των ετών 1456-1470, πιθανώς από τον Γεννάδιο Σχολάριο, οι αυτοκρατορικοί γόνοι Θωμάς και Δημήτριος Παλαιολόγοι έφεραν τα ανωτέρω δώρα στη Μονή το 1450 από εκτίμηση στο πρόσωπο του συγγενούς τους Οσίου Λεοντίου και τα απέθεσαν στην Αγία Τράπεζα του Καθολικού ¨πρός ἁγιασμόν τῶν ἐκεῖσε ἀσκουμένων¨.
  2. ΙΕΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ. α) Στο Καθολικό της Μονής μέσα σε λάρνακα φυλάσσονται η Τιμία Κάρα και τα λείψανα του Οσίου Λεοντίου ιδρυτού και κτίτορος της Μονής. Η μετακομιδή τους εκεί από το παλαιό και ερειπωμένο μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ έγινε τον Ιούλιο του 1820 επί ηγουμενίας Σάββα Βερσοβίτη. β) Σε μια επάργυρη θήκη φυλάσσονται λείψανα της αγίας Κυριακής, της αγίας Βαρβάρας, της μάρτυρος Θέκλας, των αγίων Αρτεμίου, Μερκουρίου, Θεοδώρου του Στρατηλάτου, Χαραλάμπους, Προκοπίου, Παντελεήμονος, Ελευθερίου και των Αγίων Αναργύρων. γ) Σε άλλη θήκη με την εικόνα των Αρχαγγέλλων Μιχαήλ και Γαβριήλ στο εσωτερικό του σκεπάσματος, αφιέρωμα του ιερομονάχου Γερβασίου και των γονέων αυτού, κατασκευασμένη το έτος 1818, περέχει λείψανα των αγίων Μοδέστου, Θεοδώρου Τήρωνος, Μερκουρίου, Τρύφωνος κ.α. δ) Η τιμία κάρα της Αγίας Κυριακής και της Αγίας Παρασκευής φυλάσσονται σε ασημένιες θήκες . Η πρώτη φέρει χαραγμένη στη βάση και σε επάλληλους κύκλους την επιγραφή " Ἡ τιμία κάρα τῆς Ἁγίας Κυριακῆς ἀφιερώθη ἐν τῇ Μονῇ ταύτῃ τῶν Ταξιαρχῶν πλησίον Βοστίτζης παρά τῶν εὐσεβῶν βασιλέων Παλαιολόγων, κτιτόρων τῆς μονῆς ταύτης: ΚΤC 1814". ε) Σε άλλες θήκες φυλάσσονται αποτμήματα λειψάνων του αγίου Ξενοφώντος, του Μιχαήλ Συνάδων κ.ἄ.
  3. ΑΜΦΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΣΚΕΥΗ: α) Ανάμεσα στα αρχιερατικά άμφια ξεχωρίζουν[35]: α) το ωμοφόριο και ένα ζεύγος επιμανίκια του Νεοφύτου, Μητροπολίτου Γάνου και Χώρας (1749), έργα της κεντήτριας Σοφίας. Το ωμοφόριο περιέχει χρυσοκέντητα σταυρόσχημα επιθήματα πάνω σε ερυθρό μεταξωτό ύφασμα. Στούς "ποταμούς " φέρει αρχαίζουσα επιγραφή σε ιαμβικό τρίμετρο "κτέαρ πέλει γε τοῦ Γάνου Νεοφύτου. Ἑαῖς δαπάναις κοσμίως τετυγμένον. Δι' οὗ λιτάζει Χριστόν τοῖς ὤμοις φέρων. Ὑπέρ ἑαυτοῦ καί βροτῶν σωτηρίας. Πόνος Σοφίας. ΑΨΜΘ". Το ζεύγος των επιμανικίων του ίδιου Μητροπολίτου είναι σε ύφασμα πράσινο μεταξωτό με διαστάσεις 0,24 Χ 0,15. Φέρουν την παράσταση του Ευαγγελισμού κατανεμημένη στις δύο επιχειρίδες. Η Παναγία και ο Άγγελος παρίστανται όρθιοι κατά τα τρία τέταρτα εντός ωοειδών αργυροκεντήτων πλαισίων. Από την βάση των πλαισίων αναφύεται βλαστός με άνθη και φυλλώματα, που γεμίζουν την υπόλοιπη επιφάνια των επιμανικίων. Στο επιμανίκιο με την παράσταση του Αγγέλου υπάρχει η επιγραφή: "Νεοφύτου ΑΨΜΘ" και στο άλλο: "Γάνου κ(αι) Χώρας" . Το κέντημα είναι ανάγλυφο και έχει εκτελεσθεί με λεπτό σύρμα και χρυσόνημα, και λεπτό νήμα από μετάξι και τιρτίρι. β) το ωμοφόριο του Μεθοδίου, Μητροπολίτου Άγκύρας είναι ραμμένο πάνω σε μεταξωτό λευκό ύφασμα, με ερυθρά ρομβοειδή επιθήματα, χρυσοκέντητα, φέροντα παραστάσεις Ευαγγελιστών.Ο πόλος του τραχήλου φέρει την παράσταση του Χριστού με τον αμνό στον ώμο του, ενώ υπάρχει και η κυκλοτερής επιγραφή: "+ ἐπί ὥμων φέρων Χριστός τήν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν ἀναληφθείς τῷ Θεῷ καί Πατρί". Στούς ποταμούς δεξιά: "+ Μεθοδίου Ἀρχιερέως" καί αριστερά "Μητροπολίτου Ἀνγύρας". γ) ένα ζεύγος επιμανίκια του Παλαιών Πατρών Θεοφάνους (1612-1638). Πάνω σε ύφασμα μεταξωτό ερυθρό κεντημένο με νήματα χρυσά και αργυρά και διαστάσεις 0,32Χ0,23. Στο ένα επιμανίκιο αναπαρίσταται η Μετάδοση ( ΜΕΤΑ-ΔΩ-CΙC) κάτω από ένα τρίλοβο αψίδωμα. Ο Χριστός στο μέσο πίσω από την Αγία Τράπεζα και εκατέρωθεν Αυτού οι μαθητές συγκεντρωμένοι σε δύο ομίλους των έξι ατόμων. Πάνω από την κεφαλή των Αποστόλων υπάρχει η επιγραφή: "ΛΑΒΕΤΕ ΦΑΓΕΤΕ ΤΟΥΤΟ ΕCΤΙ ΤΟ CΩΜΑ". Κάτω από την παράσταση σε δύο σειρές διαβάζουμε την επιγραφή :"Η ΔΕΞΙΑ CΟΥ ΚΥΡΙΕ ΔΕΔΟΞΑCΤΑΙ ΕΝ ΙCΧΥ. Η ΔΕΞΙΑ CΟΥ. ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΚΥΡ ΘΕΟΦΑΝΗC". Την παράσταση περιβάλλει στενή ταινία κοσμούμενη με ελικοειδή βλαστό. Στο άλλο επιμανίκιο εικονίζεται με την ίδια διάταξη η Μετάληψις (ΜΕΤΑ-ΛΗΨΙC). Στις επιγραφές διαβάζουμε:¨ΠΙΕΤΕ ΕΞ ΑΥΤΟΥ ΠΑΝΤΕC ΤΟΥΤΟ ΕCΤΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ¨, "ΑΙ ΧΕΙΡΕC CΟΥ ΕΠΟΙΗCΑΝ ΜΕ ΚΑΙ ΕΠΛΑCΑΝ ΜΕ, CΥΝΕΤΙCΟΝ ΜΕ. ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΚΥΡ ΘΕΟΦΑΝΗC"[36]. δ) το επιγονάτιο του Μητροπολίτη Άνδρου Ιωσήφ (1774), έργο της κεντήτριας Ελένης. Διαστάσεις 0,30Χ 0.30. Είναι κεντημένο με αργυρό σύρμα πάνω σε ερυθρό μεταξωτό ύφασμα. Εντός ρόμβου αναπαρίσταται η Ανάσταση με δυτικότροπη τεχνοτροπία. Ο ρόμβος περιβάλλεται από ελικοειδή ανθικό κόσμημα. Γύρω υπάρχει η επιγραφή: "ΚΤΗΜΑ ΠΟΙΜΕΝΟC ΑΝΤΡΟΥ ΙΩ(Α)CΑΦ/ ΤΟΥ ΕΚ (ΑΙ)ΓΙΝΗC ΑΨΖΔ/ΠΟΝΟC ΕΛΕΝΗC". ε) Επίσης αξιοθαύμαστο είναι το επιτραχήλιο της κεντήτριας Κοκώνας του 1807. Είναι κεντημένο πάνω σε λευκό μεταξωτό ύφασμα. Η επιφάνειά του, διαστάσεων 1,32Χ0,32, είναι πυκνά κεντημένη και καταλήγει σε δέκα θυσάνους από χρυσοκλωστή. Στις δύο λωρίδες του είναι κεντημένες οι παραστάσεις με την ακόλουθη σειρά: Αγία Τριάδα-Ευαγγελισμός, Γέννηση-Βάπτιση, Σταύρωση-Ανάσταση, Αρχάγγελοι-Κωνσταντίνος και Ελένη, τέσσερεις Ευαγγελιστές, Τρείς Ιεράρχες-Τρείς Άγιοι: Αντώνιος, Ευθύμιος, Σάββας. Πέτρος και Παύλος-Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος. Στο μέρος του τραχήλου εικονίζεται ο Χριστός ευλογών εν μέσω στηθαρίων αγγέλων. Στο τελευταίο τμήμα της αριστερής λωρίδας, όπου αναπαρίστανται οι κορυφαίοι Απόστολοι, στον χρυσοκέντητο κάμπο, διά φαιάς μετάξης με λεπτά κεφαλαία γράμματα διαβάζουμε το όνομα της κεντήτριας: "ΠΟΝΗΜΑ ΚOΚONAC". Στην παρυφή κάθε λωρίδας υπάρχει η επιγραφή: Στην αριστερή :"ΒΟΗΘΕΙΑ ΔΕ CΥΝΤΟΝΩ ΠΡΟΘΥΜΙΑ / ΧΡΙCΤΙΑΝΩΝ ΕΥCΕΒΩΝ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΑ / ΕΓΕΝΕΤΟ ΑΜΦΙΕΡΩΘΕΝ ΤΩ ΑΓΙΩ ΤΩΝ", και στη δεξια λωρίδα: "ΙΕΡΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΜΟΝΑCΤΗΡΙΩ ΟΠΕΡ / ΕΝΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΕΝ ΑΥΤΩ ΑΟΙΔΙΩC ΟΙ / ΒΟΗΘΗCΑΝΤΕC ΑΥΤΩ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩC, ΑΩΖ". στ) Το επιτραχήλιο του 1808, που έγινε δαπάνη του Σαμουήλ ιερομονάχου Ταξιαρχίτου. Πάνω στο μαύρο μεταξωτό ύφασμά του είναι κεντημένος ελικοειδής ανθοστόλιστος βλαστός και τρία Χερουβείμ σε κάθε λωρίδα του. Στον τράχηλο ο βλαστός σχηματίζει σταυρό. Στην άκρη των λωρίδων υπάρχει επιγραφή σε δύο σειρές αριστερά και σε μία σειρά δεξιά: "ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗC CΑΜΟΥΗΛ ΙΕΡΟ / ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΙΤΟΥ", και δεξιά "ΑΩΗ΄ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 6". Οι διαστάσεις του είναι 1,33 Χ 0,27. Οι παραστάσεις των χερουβείμ είναι ανάγλυφες. Χρησιμοποιήθηκε τιρτίρι και πούλια ποικίλων χρωμάτων. ζ) Στα βαρύτιμα χρυσοκέντητα της Μονής συγκαταλέγεται ο επιτάφιος του κεντητή Αρσενίου (1589-1590)[37]. Είναι κεντημένος σε ερυθρό μεταξωτό ύφασμα και περιβάλλεται από μεταξωτές ταινίες χρώματος πρασίνου. Οι διαστάσεις είναι 1,37Χ1,03. Παρουσιάζει το Χριστό νεκρό πάνω σε σινδόνη, τη Θεοτόκο να κρατεί στην αγκαλιά της την κεφαλή του νεκρού Υιού της, τις δύο Μαρίες να θρηνούν, καθώς επίσης τον Ιωάννη, τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο. Πάνω από τη σκηνή αυτή του θρήνου δύο άγγελοι-διάκονοι, κρατώντας ριπίδια σκύβουν προς τον νεκρό, ενώ άλλοι άγγελοι με ριπίδια γονατίζουν στην πρώτη ζώνη, μπροστά στο νεκρό Ιησού. Πίσω από τη Θεοτόκο γηραιός προφήτης, πιθανότατα ο Συμεών ο Θεοδόχος, κρατάει ξεδιπλωμένο ειλητό. Στις τέσσερεις γωνίες, εντός τόξων, τα σύμβολα των Ευαγγελιστών. Στο βάθος της εικόνος αναπαρίσταται ο Σταυρός του μαρτυρίου με το ακάνθινο στέφανο. Η όλη εικονογραφική σύνθεση περικλείεται εντός στενής ενεπιγράφου ταινίας με την εξής επιγραφή : "ΤΗΝ ΦΟΒΕΡΑΝ CΟΥ ΒΑCΙΛΕΥ (ΔΕΥ)ΤΕΡΑΝ ΠΑΡΟΥCΙΑΝ ΠΙCΤΕΙ Κ(ΑΙ) ΠΟΘΩ ΠΡΟCΔΟΚΩ ΕΞΙCΤΑΜΕ ΤΡ(Ε)ΜΩ. ΠΟC ΑΤΕΝΙCΩ CΟΙ ΚΡΙΤΑ. ΠΟC ΕΙΠΩ ΕΜΟΥ ΤΑC ΠΡΑΞΕΙC./ ΤΙΝΑ ΜΕCΙΤΗΝ ΧΡΗCΩΜΕ ΠΟC ΦΥΓΩ ΤΑC ΚΟΛΑCΗC. ΑΠΑΓΟΡΕΒΩ ΕΜΑΥΤ(ΟΝ) ΠΡΟC CΕ ΝΥΝ ΚΑΤΑΦ(ΕΥΓ)Ω. CΩCΟΝ C(ΩΤ)ΕΡ ΔΩΡΕΟΝ ΔΗ ΑΚΡΑΝ ΕΥCΠΛΑΧΝΙΑΝ. ΑΓΙΟC Ο Θ(ΕΟ)C. ΤΕΛΟC". Κάτω από την εγκάρσια κεραία του Σταυρού διαβάζουμε: "Ο ΕΠΙΤΑ-ΦΕΙΟC ΘΡΗΝΟC". Δίπλα στα πόδια του Χριστού αναγράφεται το όνομα του κεντητού: "ΔΙΑ ΧΙ-ΡΟC ΕΜΟΥ ΑΡCΕΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ". Κάτω από τη σινδόνη, δίπλα στην κεφαλή του Ιησού αναγράφεται η χρονολογία της δημιουργίας του Επιταφίου : "ΕΤΟΥΣ ΖᔭΗ". Το κέντημα έχει εκτελεσθεί με χρυσό και αργυρό σύρμα, χρυσονήματα (χιτώνες), μεταξωτά νήματα (γυμνά μέλη των μορφών). Κυριαρχούν τα έντονα χρώματα, όπως το πράσινο της σινδόνης, το κυανούν του μαφορίου της Παναγίας. Τα περιγράμματα υπογραμμίζει ο καλλιτέχνης διά μέλανος ή βαθυκυάνου μετάξης. η) Ο επιτάφιος της κεντήτριας Δεσποινούς (1685) έχει διαστάσεις 1,73Χ1,32 και είναι κεντημένος πάνω σε πορφυρόχρωμο μεταξωτό ύφασμα. Η παράστασή του είναι η συνηθισμένη, ωστόσο η κεντήτρια για να δώσει εκφραστικές και ανάγλυφες τις μορφές του έργου της, χρησιμοποίησε χρυσοκλωστές και λεπτό μετάξι με πολλές αποχρώσεις. Ο Χριστός αναπαρίσταται ξαπλωμένος πάνω σε λάρνακα, στηρίζοντας την κεφαλή του στους κόλπους της αριστερά καθημένης μητέρας Του Παναγίας. Δίπλα στην Παναγία εικονίζονται οι Μυροφόρες Μαγδαληνή, Μαρία του Κλωπά, Μάρθα και Σαλώμη και οι μαθητές Ιωάννης, Νικόδημος και Ιωσήφ. Εκατέρωθεν της σκηνής δύο άγγελοι προσκυνούν το νεκρό, ενώ στο βάθος υψώνεται τετρακιόνιο κουβούκλιο, από το οποίο κρέμονται τέσσερα κανδήλια. Γύρω από το κουβούκλιο φαίνονται αστέρια, χερουβείμ και δύο κοσμικά σύμβολα. Κάτω από την παράσταση υπάρχει στενή επιγραφή με το στίχο των εγκωμίων: "+ ΑΙ ΓΕΝΝΕΑΙ ΠΑCΑΙ ΥΜΝΟΝ ΤΗ ΤΑΦΗ / CΟΥ ΠΡΟCΦΕΡΟΥCΙ ΧΡΙCΤΕ ΜΟΥ + ΜΥΡΟΦΟΡΟΙ ΗΛΘΟΝ ΜΥΡΑ / CΟΙ ΧΡΙCΤΕ ΜΟΥ ΚΟΜΙΖΟΥCΑΙ ΠΡΟΦΡΟΝΟC ". Στην κάτω πλευρά του επιταφίου υπάρχει η επιγραφή: "+ Ο ΘΕΙΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΓΕΓΟΝΕΝ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΡ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΤΩ ΟΠΕΙ ΚΛΟΚΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΧΠΕ΄ ΗΜΦΙΑΣΘΗ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΔΕΣΠΟΙΝΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΗ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ". θ) Περίφημη είναι και μία χρυσοκέντητη ωραία πύλη με πολύ καθαρή και φυσική έκφραση των προσώπων. Είναι έργο του ιεροδιακόνου Φιλοθέου από τη Χίο και χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, έγινε δε με δαπάνη του καθηγουμένου της Μονής Σαμουήλ Βεργουβιτσιώτου. Οι διαστάσεις της είναι 0,87 Χ 1,25. Εικονίζει το ευχαριστιακό θέμα του Χριστού-Αμνού που ευλογεί εντός του Αγίου Ποτηρίου. Εκατέρωθεν του ποτηρίου εμφανίζονται δύο άγγελοι σε στάση σεβασμού. Στις τέσσερεις γωνίες ανά ένα χερουβείμ και Σεραφείμ. Το φόντο διακοσμείται με αστέρες. Κάτω από την παράσταση υπάρχει η επιγραφή: ''ΔΙΑ CΥΝΔΡΟΜΗC ΤΟΥ ΠΑΝΟCΙΩΤΑΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΡΟΥ CΑΜΟΥΗΛ ΤΑΞΙΑΡΧΙΤΟΥ / ΠΟΝΗΜΑ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ ΧΙΟΥ" ι) Στη Μονή υπάρχουν επίσης Ευαγγέλια Ρωσικά, ιερά σκεύη (δίσκοι και Άγια Ποτήρια) , ξυλόγλυπτοι σταυροί αγιασμού, εγκόλπια, μίτρες αρχιερατικές κ.ἄ.

Η βιβλιοθήκη της Μονής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την Βιβλιοθήκη της ιεράς Μονής παρέχει πληροφορίες για πρώτη φορά ο Λίνος Πολίτης σε έκθεσή του το Δεκέμβριο του 1937. Συγκεκριμένα αναφέρει "τά βιβλία, τά περιεχόμενα εἰς τήν μονήν Ταξιαρχῶν συμποσοῦνται κατά πρόχειρον ὑπολογισμόν εἰς 2.500-3.000"[38]. Μεταξύ των βιβλίων της Μονής υπάρχει ολόκληρη η Πατρολογία του Migne, λίγα αρχέτυπα, δηλ. έντυπα που τυπώθηκαν κατά το πρώτο στάδιο της τυπογραφίας (1450-1501), πολλά παλαιότυπα και πολλές σπάνιες εκδόσεις, θεολογικά, φιλολογικά και ιστορικά συγγράμματα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων . Επίσης φυλάσσονται 90 χειρόγραφα μεταξύ των οποίων σπουδαιότερα είναι: Ευχολόγιον του 16ου αιώνα, Νομοκάνων του Μαλαξού (1625), Νομοκάνων του 1724 του Δημητρίου Πασχάλη σε απλή γλώσσα, Σύνταγμα Βλάσταρη (1548), Λόγοι και ομιλίαι Πατέρων του 14ου αιώνα, Σιγίλλιον Πατριάρχου Κυρίλλου (1749), Σιγίλλιον Πατριάρχου Σωφρονίου (1775), Λόγοι εις δημώδη του 17ου αι., Ιταλική Γραμματική του Κανέλλου Σπαναίου του 18ου αι., Περί Κυριακού Δείπνου του Ευστρατίου Αργέντη του 18ου αι., Σύμμεικτος θεολογικός με εικόνες του 18ου αι.Ακολουθία Ταξιαρχών του 18ου αι., Γεωγραφία Αρχαία του 19ου αι., 14 νεώτερα μαθηματάρια 18ου αι., 10 Επιστημονικά του 18ου αι., Λογική Κορυδαλλέως με ενθύμηση του έτους 1689 κ. ἄ. .

Καλλιτεχνικός κώδικας 55 φύλλων με τη Θεία Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου. Οι εκφωνήσεις του ιερέα είναι γραμμένες με χρυσά γράμματα. Πενήντα από τα αρχικά γράμματα των παραγράφων του κώδικα είναι καλλιτεχνικά γραμμένα και κοσμούν όλο το κείμενο. Οκώδικας αυτός χρονολογείται το 1620 και γράφτηκε από τον Μητροπολίτη Μύρων Ματθαίο για τον Μητροπολίτη Ανδριανουπόλεως Άνθιμο.

Πορφυρούς κώδικας με τις λειτουργίες του Χρυσοστόμου, του Μ. Βασιλείου και του Γρηγορίου του Διαλόγου Πάπα Ρώμης. Αποτελείται από 115 φύλλα. Τά γράμματα των κειμένων είναι αργυρά, ενώ οι επιγραφές, οι εκφωνήσεις και τα αρχικά γράμματα είναι χρυσά. Τον κώδικα κοσμούν 71 καλλιτεχνικά αρχιγράμματα και τρεις εικόνες που παρουσιάζουν τους συγγραφείς των λειτουργιών. Ο κώδικας γράφτηκε το 1635 από τον ιερομόναχο Πορφύριο, καταγόμενο από το Κλόνοβο Καλαμπάκας για τον ιερομόναχο Θεωνά από τα Σουδενά Καλαβρύτων. Ο ιερομόναχος Θεωνάς αφιέρωσε τον κώδικα αυτό στη Μονή το 1643 σύμφωνα με τη σημείωση που υπάρχει στο τέλος:"Ἡ παρούσα λειτουργία ὑπάρχει καμοῦ Θεωνᾶ ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ Πελοπονίσου ἐκ χώρας Σουδενᾶς καί ἀφιερώθη ἐν τῶ μοναστηρίω των Πανμεγείστων Ταξιαρχῶν, πλησίον ἐν τῶ ὄρει Κλοκοῦ, διά ψυχηκήν σωτηρίαν, καί οἱ ἀναγινώσκοντες εὔχεσθαι ὑπέρ ἡμῶν ἔτοτς αχμγ΄ἐν μινή Ἰουλίω κθ΄".

Ο κώδικας της Μονής του 1775, ο λεγόμενος "Κώδιξ ἱερός τῆς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν" καταγράφει όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της Μονής που διασώθηκε από τον εμπρησμό του μοναστηριού το 1772 από τους τουρκαλβανούς. Επίσης καταγράφονται τα έξοδα που έγιναν για την αποδέσμευση χρεωμένων κτημάτων της μονής και την κατοχύρωσή τους, τα έργα που έγιναν στη Μονή μεταξύ των ετών 1782 έως το 1828, τα ονόματα των μοναχών που διέπρεψαν, κατάλογο των ηγουμένων της Μονής, τα έσοδα και τα έξοδά της.

Ο νεότερος κώδικας της Μονής αρχίζει από το ἐτος 1834. Έχει 395 φύλλα. Στις πρώτες σελίδες του καταγράφονται τα ιερά σκεύη και τα άγια λείψανα. Ακολουθούν η καταγραφή της ακίνητης περιουσίας, του καταλόγου των μοναχών, του καταλόγου 225 βιβλίων και η καταγραφή των δοσοληψιών του μοναστηριού.

Τέλος, υπάρχουν πολλά βιβλία που προέρχονται από τις προσωπικές βιβλιοθήκες των λογίων πατέρων της Μονής όπως του Ανδρόνικου Δημητρακόπουλου, του Παφνούτιου Βαιλειάδη κ. ἄ.

Προϊόντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κατ’ εξοχήν προϊόν της Ιεράς Μονής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών είναι η πασίγνωστη αυθεντική ΡΟΔΟΖΑΧΑΡΗ, ένα γλυκό κουταλιού φτιαγμένο από ροδοπέταλα με την παραδοσιακή συνταγή των μοναχών.

Επικοινωνία με την Μονή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα στη Μονή εγκαταβιώνει ευάριθμη Μοναστική Αδελφότητα

Ταχ. Διεύθυνση: Ι. Μ. Παμμεγίστων Ταξιαρχών 251 00 Μελίσσια Αιγιαλείας. Τηλ. 26910 56300, 56515. Φαξ. 26910 56515

   Ωράριο Eπισκέψεων: Καθ' όλη την ημέρα εκτός 13.00-16.00 κατά το Χειμερινό ωράριο.

Καθ' όλη την ημέρα εκτός 13.00-17.00 κατά το Θερινό ωράριο.

Φωτογραφικό υλικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πολίτης, Λίνος (1940). «Η Μονή Ταξιαρχών Αιγίου». Ελληνικά ΙΑ΄: 3-16. 
  2. Παπαδόπουλος, Αβέρκιος. Ο άγιος Λεόντιος Παλαιολόγος Μαμωνάς (1377-1452). Θεσσαλονίκη. σελ. 26-27. 
  3. Παπαγεωργίου, Γ.Θ. (1967). «Ταξιαρχών Μονή ἐν Αιγιαλεία». Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 11: 676-678. 
  4. Παπαδόπουλος, Αβέρκιος (1940). Ο Άγιος Λεόντιος Παλαιολόγος Μαμωνάς (1377-1452). Θεσσαλονίκη. σελ. 30. 
  5. Κουμούση, Αναστασία; Μουτζάλη, Α (2006). «Παλαιά Μονή Ταξιαρχών. Ασκητήριο του Οσίου Λεοντίου». Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μοναστήρια της Αχαΐας: 54-59. 
  6. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Ελένη (1981-1982). «Συνοπτική Ιστορία της κατά την Αιγιάλειαν Ι. Μονής των Ταξιαρχών». Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Αθήνα): 65-86. 
  7. Πολίτης, Λίνος (1940). «Η Μονή Ταξιαρχών Αιγίου». Ελληνικά ΙΑ΄: 3-16. 
  8. Τσικνάκης, Κώστας (1995). «Η Μονή Ταξιαρχῶν τοῦ Αἰγίου στά τέλη του 16ου αι.». Πελοποννησιακά ΚΑ΄: 54-72. 
  9. Τσικνάκης, Κώστας (1995). «Η Μονή Ταξιαρχών του Αιγίου στα τέλη του 16ου αι.». Πελοποννησιακά ΚΑ': 55. 
  10. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Ελένη (1981-1982). «Μια ἀγνωστη χειρόγραφη ιστορία της μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας». Πρακτικά του Β΄Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Αθήνα) 3: 79. 
  11. Λαμπροπούλου, Άννα; Μουτζάλη, Αφέντρα (1997). «Ο Μεσοβυζαντινός Ναός του Αγίου Νικολάου Αιγιαλείας. Συμβολή στην Ιστορία της Μονής Ταξιαρχών». Σύμμεικτα 11: 323-350. 
  12. Κουμούση, Αναστασία; Μουτζάλη, Αφέντρα (2006). «Παλαιά Μονή Ταξιαρχών. Ασκητήριο του Οσίου Λεοντίου». Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μοναστήρια της Αχαΐας (Αθήνα): 54-59. 
  13. Πανίτσα, Παν.· Παπαθεοδώρου, Παν. Οι Ιερές Μονές του Οσίου Λεοντίου και των Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Πάτρα. σελ. 20. 
  14. Ψωμοπουλάκη, Αρτεμις (2009). Τα Μοναστήρια της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Αθήνα. σελ. 37. 
  15. Λίνος, Πολίτης (1940). «Η Μονή Ταξιαρχών Αιγίου». Ελληνικά ΙΑ΄: 3-16. 
  16. Παπαγεωργίου, Γ.Θ. (1967). «Ταξιαρχών Μονή εν Αιγιαλεία». Χριστιανική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 11: 676-678. 
  17. Αγγελομάτη- Τσουγκαράκη, Ελένη (1981-1982). «Μιά άγνωστη χειρόγραφη ιστορία της Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας». Πρακτικά του Β΄Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Αθήνα) 3: 71. 
  18. Πανίτσας, Παν.· Παπαθεοδώρου, Θ. (2021). Οι Ιερές Μονές του Οσίου Λεοντίου και των Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Πάτρα. σελ. 37. 
  19. Μουτζάλη, Αφέντρα (2006). «Νέα Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας». Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μοναστήρια της Αχαΐας: 60-65. 
  20. Ντόκος, Κωνσταντίνος· Παναγόπουλος, Γεώργιος (1993). Το Βενετικό Κτηματολόγιο της Βοστίτσας. Αθήνα: Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας. σελίδες 24–25. 
  21. της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας, Μοναχοί (1883). Οικονομολογικαί φλυαρίαι. Εν Αιγίω. σελ. 28. 
  22. Κορύλλος, Χρήστος (1903). Χωρογραφία Ελλάδος. Αθήνα: Α΄ Ν. Αχαΐας. σελ. 107. 
  23. Παπαδόπουλος, Αβέρκιος (1940). Ο άγιος Λεόντιος Παλαιολόγος Μαμωνᾶς (1377-1452). Η μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας (1620-1940). Θεσσαλονίκη. σελ. 93. 
  24. Παπαγεωργίου, Γ. Θ. (1962). Ιστορικά Μοναστήρια. Αθήνα. σελ. 45. 
  25. Παπαθεοδώρου, Π. (1994). Ο ανάλωτος θησαυρός της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Αθήνα. σελ. 48-49. 
  26. Παπαδόπουλος, Αβέρκιος (1940). Ο άγιος Λεόντιος Παλαιολόγος Μαμωνάς( 1377-1452). Θεσσαλονίκη. σελ. 61. 
  27. Θεοχάρη, Μαρία (1962). «Εν νέον σιγίλλιον της Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας». Πελοποννησιακά Ε΄: 180-189. 
  28. Γριτσόπουλος, Τ. Αθ. (1971). «Η Μυστική συνέλευσις της Βοστίτζας (26-29 Ιαν. 1821) και η ιστορική σημασία αυτής». Πρακτικά του Α΄εν Πάτραις Τοπικού Συνεδρίου Αχαϊκών Σπουδών, Παράρτημα 1 (Αθήνα): 38-48. 
  29. Παπαγεωργίου, Γ.Θ. (1962). Ιστορικά Μοναστήρια. Αθήνα. σελ. 50-51. 
  30. Πανίτσας, Παν.· Παπαθεοδώρου, Θ. (2021). Οι Ιερές Μονές του Οσίου Λεοντίου και των Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Πάτρα. σελ. 61-62. 
  31. Παπαγεωργίου, Γ. Θ. (1962). Ιστορικά Μοναστήρια. Αθήνα. σελ. 51-53. 
  32. Πανίτσα, Παν.· Παπαθεοδώρου, Παν. (2021). Οι Ιερές Μονές του Οσίου Λεοντίου και των Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Πάτρα. σελ. 66-68. 
  33. Πανίτσας, Παν.· Παπαθεοδώρου, Παν. (2021). Οι Ιερες Μονές του Οσίου Λεοντιου και των Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Πάτρα. σελ. 63. 
  34. Παπαθεοδώρου, Παναγιώτης (2011). Η Ιερά Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Εις έργον Διακονίας. Αίγιο. σελ. 106-114. 
  35. Θεοχάρη, Μαρία (1960). «Χρυσοκέντητα άμφια της Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας». Αρχαιολογική Εφημερίς: 9-15. 
  36. Θωμόπουλος, Στ (1923). «Ο Παλαιών Πατρών Μητροπολίτης Θεοφάνης ο Φλωρίας και τα ωμοφόρια αυτού». ΔΙΕΕ Η΄: 94-107. 
  37. Παπαθεοδώρου, Π. (1994). Ο Ανάλωτος θησαυρός της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Αθήνα. σελ. 36. 
  38. Πολίτης, Λίνος (1940). «Χειρόγραφα Μοναστηριών Αιγίου και Καλαβρύτων». Ελληνικά (ΙΑ): 3-16.