Θερμική αντοχή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη μηχανική, ο όρος θερμική αντοχή (ή συχνά και πυραντοχή) προσδιορίζει την ιδιότητα ενός υλικού να υφίσταται αλλεπάλληλες θερμοκρασιακές αλλαγές ή ακόμα και θερμικές τάσεις χωρίς αυτό να υφίσταται αλλοιώσεις στη δομή του, παραμορφώσεις, ή/και ρηγματώσεις.

Γενικά τα υλικά που παρουσιάζουν υψηλό βαθμό αντοχής χαρακτηρίζονται πυρίμαχα ή πυράντοχα, που μπορεί να αφορούν σκεύη για οικιακή μέχρι και βιομηχανική χρήση. Τέτοια υλικά συνήθως συντίθενται από χημικές ενώσεις που περιέχουν: γύψο, άσβεστο, περλίτη, πυριτικές ενώσεις με νάτριο - κάλιο - ασβέστιο, μελαμίνη, ή ενώσεις που περιέχουν βρώμιο, χλώριο, αργίλιο, φώσφορο, μαγνήσιο, βόριο, οργανικά αλογόνα και αρκετές άλλες. Στη μεταλλουργία ακολουθούνται διάφορες διεργασίες προκειμένου μέταλλα και κράματα ν' αποκτήσουν υψηλή θερμική αντοχή.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica» τομ. 28ος, σελ. 17