Θάψος (φυτό)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες έννοιες της λέξης, δείτε Θάψος

Θάψος ή Θαψία ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες ένα φυτό που χρησίμευε για παρασκευή κίτρινης βαφής, προέλευσης από την πόλη Θάψο της Σικελίας[1][2].

Η θάψος αναφέρεται από τον σχολιαστή του Θεόκριτου[3][2]:

Χρως ομοίος θάψω. Θάψος γάρ έστι ξύλον τι, ό καλείται Σκυθάριον, ήγουν Σκυθικόν ξύλον, ώς φησι καί Σαπφώ. Τούτω δέ τά έρια βάπτουσι, και ποιούσι μήλινα, και τας τρίχας ξανθίζουσιν. Έστι δε το παρ' ημίν λεγόμενον χρυσόξυλον κτλ

Ο Αδαμάντιος Κοραής, το 1832, καταγράφει ότι σύμφωνα με τον Spon[4] αναφέρεται από τους κατοίκους της Πελοποννήσου ως χρυσόξυλο, ενώ το συνδέει με το γαλλικό fustet και την επιστημονική ονομασία Thapsia asclepium.[2]

Από τον ίδιο αναφέρεται ότι η Thapsia asclepium αναφέρεται στα ελληνικά σε αγγλική έκδοση του Θεοφράστου ως αγλήγορα, ενώ σε κείμενο του 1999[5], αναφέρεται ότι το φυτό φύεται σε χώρες της Μεσογείου και στο νησί Μαδέρα, ενώ στην Ελλάδα οι δύο του ποικιλίες, η θαψία ή το Ασκληπιείο ονομάζεται κοινά αγλήγορα, ενώ η ποικιλία θαψία η γαργαρική (Thapsia gorganica) στη Ζάκυνθο ονομάζεται πολύκαρπος.

Αργότερα, στο Μέγα Λεξικό Όλης της Ελληνικής γλώσσης του Δημητράκου αναφέρεται και το όνομα του φυτού ρους ο κότινος (Rhus cotinus).[6]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. A Copious Greek-English Vocabulary: Compiled from the Best Authorities, σελ. 433, The University Press, 1850
  2. 2,0 2,1 2,2 Άτακτα, Τόμος Τέταρτος, Μέρος πρώτον, Αλφάβητον Δεύτερον Α-Π, Εν Παρισίοις, εκ της τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου, se trouve chez F. Didot, frères, 1832
  3. Θεόκριτος, 2, 88 (ο Κοραής αναφέρει ότι η θάψος αναφέρεται και στο «Νικ. Αλεξ. 570»)
  4. Voyage de la Grèce II, σελ. 43
  5. Προσεγγίσεις στον Αριστοτέλη, Παναγιώτης Κων. Μητροπέτρος, Δήμος Κερατσινίου, 1999, σελ. 339
  6. λήμμα Θάψος (η), Μέγα Λεξικό Όλης της Ελληνικής γλώσσης, Δημητράκου