Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Σταχομαζώχτρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η σταχομαζώχτρα
Οι σταχομαζώχτρες, πίνακας του Ζαν-Φρανσουά Μιλέ (1857), Μουσείο Ορσέ, Παρίσι.
ΣυγγραφέαςΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΤίτλοςἩ Σταχομαζώχτρα
ΥπότιτλοςΧριστουγεννιάτικον διήγημα
Ημερομηνία δημοσίευσης1889
Μορφήδιήγημα
Πρώτη έκδοσηΕκδοτικός οίκος Γ. Φέξη
ΠροηγούμενοΟ σημαδιακός
ΕπόμενοΕξοχική Λαμπρή
Δημοσιεύθηκε στοΕφημερίς (εφημερίδα Αθήνας)
Αριθμός Σελίδων9

Η σταχομαζώχτρα είναι ηθογραφικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς. Το διήγημα περιλαμβάνεται στον κύκλο των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του συγγραφέα, όπως αναφέρεται και στον υπότιτλο.[1] Εκδόθηκε σε βιβλίο πρώτη φορά το 1912, μαζί με 7 ακόμα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του συγγραφέα, από τις εκδόσεις Γ. Φέξη.

Η ιστορία διαδραματίζεται στη Σκιάθο τη δεκαετία του 1870 περίπου. Το διήγημα αρχίζει την ημέρα των Χριστουγέννων, όταν η θεια-Αχτίτσα εμφανίστηκε στην εκκλησία με καινούργιο μαντήλι και τα δυο μικρά εγγόνια της με καινούργια παπούτσια. Κι αυτό προκάλεσε μεγάλη έκπληξη καθώς η φτώχεια και ο αγώνας της να αναθρέψει τα εγγόνια της ήταν γνωστά σε όλους. Έτσι, αναφέρονται τα περιστατικά που εξηγούν το γεγονός:

Η θεια-Αχτίτσα ήταν χήρα. Δυο από τους γιους της ήταν ναυτικοί και είχαν πνιγεί στη θάλασσα και ο τρίτος είχε ξενιτευτεί από χρόνια κάπου στην Αμερική χωρίς να στείλει ποτέ νέα του. Η κόρη της πέθανε στον δεύτερο τοκετό και η γυναίκα μεγάλωνε μόνη της τα δυο μικρά ορφανά εγγόνια της, τον 7χρονο Γέρο και την 4χρονη Πατρώνα, καθώς ο ασυνείδητος και ανεπρόκοπος γαμπρός της τα εγκατέλειψε και πιθανόν να ξαναπαντρεύτηκε. Για να αναθρέψει τα παιδιά που υπεραγαπούσε, η θεια-Αχτίτσα έκανε διάφορες δουλειές, ξενοδούλευε, μάζευε κούμαρα, κατασταλάγματα λαδιού από τα ελαιοτριβεία, ξύλα για τον χειμώνα, και την εποχή του θερισμού, πήγαινε απέναντι στην Εύβοια και μάζευε στάχυα για να εξασφαλίσει για κάποιο διάστημα το ψωμί τους. Κάπως τα κατάφερνε, αλλά εκείνη τη χρονιά την περιοχή είχε πλήξει αφορία και βαρυχειμωνιά, από τον Νοέμβριο είχε αρχίσει να χιονίζει, έτσι παρά τις προσπάθειές της έφτασαν στο σημείο να πεινούν. Στις 23 Δεκεμβρίου το τζάκι στο φτωχικό τους ήταν σβηστό, τάισε τα παιδιά μόνο ψωμί που με κόπο κατάφερε να προμηθευθεί και τα κοίμισε υποσχόμενη ψέματα ότι την επομένη ο Χριστός θα τους φέρει ξύλα, ψωμί και μια χύτρα φαγητό.[2]

Την επομένη, παραμονή των Χριστουγέννων, ήρθε στο φτωχικό της ο ιερέας της εκκλησίας και της έφερε γράμμα από τον γιο της από την Αμερική στο οποίο έγραφε τα νέα του και εσώκλειε συναλλαγματική για 10 λίρες στερλίνες.[3]

Αμέσως, η θεια-Αχτίτσα έτρεξε στον έμπορο κυρ- Μαργαρίτη να λάβει τα χρήματα αλλά επειδή δεν αναφέρονταν σαφώς το ποσό στο γράμμα, αυτός προσπάθησε να την εκμεταλλευτεί, και θα το κατάφερνε να της την εξαργυρώσει για 10 τάλληρα, (έτσι ερμήνευσε ο δάσκαλος τη λέξη στερλίνα) από τα οποία θα κρατούσε ο ίδιος τα περισσότερα για παλιά χρέη του γαμπρού και του συχωρεμένου άνδρα της, αν δεν εμφανίζονταν τυχαία ένας Συριανός έμπορος που μόλις είδε την συναλλαγματική, αμέσως της έδωσε 9 λίρες αγγλικές.

Και το διήγημα τελειώνει: «Και ιδού διατί η φτωχή γραία εφόρει την ημέραν των Χριστουγέννων καινουργή άδολην μανδύλαν, τα δε δύο ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια δια τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδεσιν δια τους παγωμένους πόδας των». [4]

  • Οι διάφορες εργασίες που κάνει η βασανισμένη φτωχή χήρα που μόνη της παλεύει να αναθρέψει τα εγγόνια της.
  • Η φτώχεια, η απόλυτη ένδεια: Το απόγευμα της 23ης Δεκεμβρίου, όταν το αγοράκι επιστρέφει στο σπίτι από το σχολείο, βρίσκει το ντουλάπι με το ψωμί άδειο και τη μικρή αδελφή του να προσπαθεί να ζεσταθεί σκαλίζοντας τις σβηστές στάχτες, ενώ η γιαγιά έλειπε ψάχνοντας για ψωμί. Για να ξεγελάσει την πείνα του τρώει ένα κομμάτι πάγου που κρέμονταν από τη σκεπή.
  • Η εγκατάλειψη των παιδιών από τον πατέρα τους, ο οποίος είχε ξοδέψει και την προίκα της γυναίκας του.
  • Η μετανάστευση και η αποστολή βοηθημάτων από τους ξενιτεμένους. Στο διήγημα, το βοήθημα ήταν αναπάντεχο, από την αρχή αναφέρεται ότι ο ξενιτεμένος ήταν σουρτούκης και χαμένο κορμί.[5]
  • Η απληστία και αναλγησία, ο επιτήδειος έμπορος κυρ- Μαργαρίτης, συνεπικουρούμενος από την ημιμάθεια του δασκάλου, αν και γνώριζε τον αγώνα της θειας-Αχτίτσας δε δίστασε να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση.
  • Η τιμιότητα, στο πρόσωπο του Συριανού έμπορου.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]