Ευθύγραμμο τμήμα
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
με φορέα την ευθεία
ε
{\displaystyle \varepsilon }
.
Στην γεωμετρία , ευθύγραμμο τμήμα
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
είναι το γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από όλα τα σημεία μεταξύ δύο σημείων
A
{\displaystyle {\rm {A}}}
και
B
{\displaystyle {\rm {B}}}
μίας ευθείας
ε
{\displaystyle \varepsilon }
, καθώς και τα σημεία
A
{\displaystyle {\rm {A}}}
και
B
{\displaystyle {\rm {B}}}
.[ 1] :3-4
Η ευθεία
ε
{\displaystyle \varepsilon }
καλείται φορέας του ευθύγραμμου τμήματος και τα σημεία
A
{\displaystyle {\rm {A}}}
και
B
{\displaystyle {\rm {B}}}
λέγονται άκρα του. Η ύπαρξη του ευθυγράμμου τμήματος μεταξύ οποιονδήποτε σημείων
A
{\displaystyle {\rm {A}}}
και
B
{\displaystyle {\rm {B}}}
προκύπτει από τα αξιώματα της γεωμετρίας .
Όταν τα άκρα ενός ευθυγράμμου τμήματος δεν ανήκουν σ΄ αυτό, τότε το ευθύγραμμο τμήμα ονομάζεται ανοιχτό .
Όταν αντίθετα, τα άκρα ανήκουν σε αυτό ονομάζεται κλειστό .
Τέλος όταν τα άκρα
A
{\displaystyle {\rm {A}}}
και
B
{\displaystyle {\rm {B}}}
συμπίπτουν, δηλαδή
A
=
B
{\displaystyle {\rm {A}}={\rm {B}}}
, τότε ονομάζεται μηδενικό .
Το μήκος ενός ευθυγράμμου σχήματος ορίζεται ως η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων.
Το μέσο
M
{\displaystyle {\rm {M}}}
ενός ευθυγράμμου τμήματος
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
, ονομάζεται το σημείο του εκείνο που ισαπέχει από τα άκρα του, έτσι ώστε
M
A
=
M
B
{\displaystyle {\rm {MA}}={\rm {MB}}}
. Από τα αξιώματα προκύπτει ότι κάθε ευθύγραμμο τμήμα έχει ένα μόνο μέσο.
Δύο ευθύγραμμα τμήματα λέγονται διαδοχικά όταν έχουν ένα κοινό άκρο αλλά κανένα κοινό εσωτερικό σημείο.
Ας είναι
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
και
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}}
ευθύγραμμα τμήματα με φορείς
ε
{\displaystyle \varepsilon }
και
δ
{\displaystyle \delta }
αντίστοιχα. Ταυτίζουμε τις
ε
{\displaystyle \varepsilon }
και
δ
{\displaystyle \delta }
έτσι ώστε το
A
{\displaystyle {\rm {A}}}
να συμπίπτει με το
Γ
{\displaystyle {\rm {\Gamma }}}
.
Αν το
Δ
{\displaystyle {\rm {\Delta }}}
συμπίπτει με το
B
{\displaystyle {\rm {B}}}
λέμε ότι το
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
είναι ίσο με το
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}}
και συμβολίζουμε
A
B
=
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {\Gamma \Delta }}}
.
Αν το
Δ
{\displaystyle {\rm {\Delta }}}
βρίσκεται στο εσωτερικό του τμήματος
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
τότε λέμε ότι το
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
είναι μεγαλύτερο από το
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}}
και συμβολίζουμε
A
B
>
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}}
.
Τέλος, αν το
Δ
{\displaystyle {\rm {\Delta }}}
βρίσκεται στην ημιευθεία
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
, αλλά όχι ανάμεσα στα
A
{\displaystyle {\rm {A}}}
και
B
{\displaystyle {\rm {B}}}
, τότε λέμε ότι το
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
είναι μικρότερο από το
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}}
και συμβολίζουμε
A
B
<
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}<{\rm {\Gamma \Delta }}}
.
Στην ισότητα των ευθυγράμμων τμημάτων είναι σχέση ισοδυναμίας , δηλαδή ισχύουν οι εξής ιδιότητες:
Ανακλαστική , δηλαδή
A
B
=
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {AB}}}
Συμμετρική , δηλαδή αν
A
B
=
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {\Gamma \Delta }}}
τότε ισχύει και
Γ
Δ
=
A
B
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}={\rm {AB}}}
Μεταβατική : αν
A
B
=
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {\Gamma \Delta }}}
και
Γ
Δ
=
E
Z
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}={\rm {EZ}}}
τότε ισχύει και
A
B
=
E
Z
{\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {EZ}}}
.
Επίσης η σχέση
A
B
>
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}}
ή
A
B
<
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}<{\rm {\Gamma \Delta }}}
λέγεται σχέση ανισότητας . Στη σχέση αυτή ισχύει η μεταβατική ιδιότητα, δηλαδή αν
A
B
>
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}}
και
Γ
Δ
>
E
Z
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}>{\rm {EZ}}}
τότε και
A
B
>
E
Z
{\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {EZ}}}
.
Η σχέση ανισότητας είναι αντισυμμετρική (καθώς δεν μπορεί να ισχύει και
A
B
<
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}<{\rm {\Gamma \Delta }}}
αλλά και
A
B
>
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}}
) και μη-ανακλαστική (καθώς δεν ισχύει
A
B
<
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}<{\rm {AB}}}
) και επομένως είναι μία σχέση γνήσιας διάταξης .
Έστω
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
,
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}}
ευθύγραμμα τμήματα. Σε ευθεία
ε
{\displaystyle \varepsilon }
παίρνουμε τα διαδοχικά τμήματα
K
Λ
{\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}
,
Λ
M
{\displaystyle {\rm {\Lambda M}}}
τέτοια ώστε
K
Λ
=
A
B
{\displaystyle {\rm {K\Lambda }}={\rm {AB}}}
και
Λ
M
=
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {\Lambda M}}={\rm {\Gamma \Delta }}}
. Τότε άθροισμα των
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
και
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}}
θα καλούμε το ευθύγραμμο τμήμα
K
M
{\displaystyle {\rm {KM}}}
και θα γράφουμε
K
M
=
A
B
+
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {KM}}={\rm {AB}}+{\rm {\Gamma \Delta }}}
.
Το άθροισμα περισσοτέρων από δύο ευθυγράμμων τμημάτων, ορίζεται επαγωγικά μετά το άθροισμα των δύο πρώτων προστίθεται το τρίτο και συνεχίζεται η πρόσθεση όλων των τμημάτων. Στη πρόσθεση αυτή ισχύουν οι εξής ιδιότητες:
Αντιμεταθετική : για κάθε δύο ευθύγραμμα τμήματα
α
,
β
{\displaystyle \alpha ,\beta }
, ισχύει ότι
α
+
β
=
β
+
α
{\displaystyle \alpha +\beta =\beta +\alpha }
.
Προσεταιριστική : για κάθε τρία ευθύγραμμα τμήματα
α
,
β
,
γ
{\displaystyle \alpha ,\beta ,\gamma }
ισχύει ότι
(
α
+
β
)
+
γ
=
α
+
(
β
+
γ
)
{\displaystyle (\alpha +\beta )+\gamma =\alpha +(\beta +\gamma )}
.
Ουδέτερο στοιχείο : Υπάρχει ένα ουδέτερο στοιχείο που είναι το μηδενικό ευθύγραμμο τμήμα
0
{\displaystyle 0}
για το οποίο ισχύει
α
+
0
=
0
+
α
=
α
{\displaystyle \alpha +0=0+\alpha =\alpha }
.
Η πρόσθεση ευθυγράμμων τμημάτων ως προς την σχέση της ανισότητας παρουσιάζει τις δύο ακόλουθες ιδιότητες:
Αν για παράδειγμα
A
B
>
B
Γ
{\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {B\Gamma }}}
και
Γ
Δ
>
Δ
E
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}>{\rm {\Delta E}}}
τότε
A
B
+
Γ
Δ
>
B
Γ
+
Δ
E
{\displaystyle {\rm {AB}}+{\rm {\Gamma \Delta }}>{\rm {B\Gamma }}+{\rm {\Delta E}}}
(πρόσθεση κατά μέλη ομοιόστροφων ανισοτήτων).
Αν επίσης
A
B
>
B
Γ
{\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {B\Gamma }}}
τότε συνεπάγεται ότι
A
B
+
Γ
Δ
>
B
Γ
+
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}+{\rm {\Gamma \Delta }}>{\rm {B\Gamma }}+{\rm {\Gamma \Delta }}}
(πρόσθεση ίδιου τμήματος στα μέλη μιας ανισότητας).
Έστω
A
B
>
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}}
ευθύγραμμα τμήματα. Σε ευθεία
ε
{\displaystyle \varepsilon }
παίρνουμε τα
K
Δ
=
A
B
{\displaystyle {\rm {K\Delta }}={\rm {AB}}}
και
K
M
=
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {KM}}={\rm {\Gamma \Delta }}}
με το σημείο
M
{\displaystyle {\rm {M}}}
να κείται στο εσωτερικό του
K
Λ
{\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}
. Τότε διαφορά του
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}}
από το
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
θα λέμε το ευθύγραμμο τμήμα
M
Λ
{\displaystyle {\rm {M\Lambda }}}
και θα γράφουμε
M
Λ
=
A
B
−
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {M\Lambda }}={\rm {AB}}-{\rm {\Gamma \Delta }}}
.
Γινόμενο ενός ευθυγράμμου τμήματος
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
επί ένα φυσικό αριθμό, έστω
3
{\displaystyle 3}
, λέγεται το ευθύγραμμο τμήμα
A
Γ
{\displaystyle {\rm {A\Gamma }}}
που γίνεται από το
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
αν ληφθεί τρεις φορές. Δηλαδή
A
Γ
=
3
A
B
{\displaystyle {\rm {A\Gamma }}=3{\rm {AB}}}
Έστω
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
ευθύγραμμο τμήμα και
ν
{\displaystyle \nu }
ένας φυσικός αριθμός . Αν
K
Λ
{\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}
είναι ευθύγραμμο τμήμα για το οποίο
K
Λ
=
A
B
+
⋯
+
A
B
⏟
ν
{\displaystyle \mathrm {K} \Lambda =\underbrace {\mathrm {A} \mathrm {B} +\cdots +\mathrm {A} \mathrm {B} } _{\nu }}
,
τότε λέμε ότι το
K
Λ
{\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}
είναι το
ν
{\displaystyle \nu }
-πλάσιο γινόμενο του
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
και γράφουμε
K
Λ
=
ν
⋅
A
B
{\displaystyle \mathrm {K} \Lambda =\nu \cdot \mathrm {A} \mathrm {B} }
, καθώς και ότι το
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
είναι το υπο -ν -πλάσιο γινόμενο του
K
Λ
{\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}
, και γράφουμε
A
B
=
1
ν
K
Λ
{\displaystyle \mathrm {A} \mathrm {B} ={\tfrac {1}{\nu }}\mathrm {K} \Lambda }
. Τέλος αν για μ φυσικό αριθμό είναι
Γ
Δ
=
μ
⋅
A
B
{\displaystyle \Gamma \Delta =\mu \cdot \mathrm {A} \mathrm {B} }
τότε μπορούμε να γράψουμε
Γ
Δ
=
μ
ν
K
Λ
{\displaystyle \Gamma \Delta ={\tfrac {\mu }{\nu }}\mathrm {K} \Lambda }
και το τμήμα
Γ
Δ
{\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}}
ονομάζεται γινόμενο του ρητού αριθμού
μ
/
ν
{\displaystyle \mu /\nu }
με το ευθύγραμμο τμήμα
K
Λ
{\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}
.
Με τη μέτρηση ενός ευθύγραμμου τμήματος
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
εννοούμε τη σύγκρισή του με ένα άλλο αυθαίρετα μοναδιαίο ευθύγραμμο τμήμα
K
Λ
{\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}
. Αν ισχύει
A
B
=
μ
ν
K
Λ
{\displaystyle {\rm {AB}}={\tfrac {\mu }{\nu }}{\rm {K\Lambda }}}
, τότε λέμε ότι το μήκος του
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
ως προς το
K
Λ
{\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}
είναι
μ
/
ν
{\displaystyle \mu /\nu }
, ή ότι η απόσταση του
A
{\displaystyle {\rm {A}}}
από το
B
{\displaystyle {\rm {B}}}
είναι
μ
/
ν
{\displaystyle \mu /\nu }
.
Το πηλίκο ενός ευθυγράμμου τμήματος
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
δια ενός φυσικού αριθμού , έστω 3, ονομάζεται το ευθύγραμμο τμήμα
A
Γ
{\displaystyle {\rm {A\Gamma }}}
που είναι ίσο με το ένα από τα τρία ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται το
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
, όπου και θα ισχύει η σχέση
A
Γ
=
A
B
/
3
{\displaystyle {\rm {A\Gamma }}={\rm {AB}}/3}
.
Για ένα ευθύγραμμο τμήμα
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
λέμε ότι το σημείο του
M
{\displaystyle {\rm {M}}}
διαιρεί εσωτερικά το τμήμα σε λόγο
μ
ν
{\displaystyle {\tfrac {\mu }{\nu }}}
αν[ 2] :162-163
A
M
B
M
=
μ
ν
{\displaystyle {\frac {\rm {AM}}{\rm {BM}}}={\frac {\mu }{\nu }}}
.
Για ένα ευθύγραμμο τμήμα
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
λέμε ότι το σημείο
N
{\displaystyle {\rm {N}}}
που ανήκει στον φορέα του αλλά όχι στο τμήμα, διαιρεί εξωτερικά το τμήμα σε λόγο
μ
ν
{\displaystyle {\tfrac {\mu }{\nu }}}
αν
A
N
B
N
=
μ
ν
{\displaystyle {\frac {\rm {AN}}{\rm {BN}}}={\frac {\mu }{\nu }}}
.
Για ένα δεδομένο τμήμα
A
B
{\displaystyle {\rm {AB}}}
και έναν δεδομένο λόγο
μ
ν
{\displaystyle {\tfrac {\mu }{\nu }}}
, τα σημεία
M
,
N
{\displaystyle {\rm {M,N}}}
είναι μοναδικά.[ 2] : 162-163
Σε έναν πραγματικό (ή μιγαδικό ) διανυσματικό χώρο
V
{\displaystyle V}
, το (κλειστό) ευθύγραμμο τμήμα μεταξύ δύο σημείων
a
{\displaystyle \mathbf {a} }
και
b
{\displaystyle \mathbf {b} }
είναι το εξής σύνολο των σημείων
ℓ
=
{
a
+
t
⋅
b
:
t
∈
[
0
,
1
]
}
{\displaystyle \ell =\left\{\mathbf {a} +t\cdot \mathbf {b} :t\in [0,1]\right\}}
.
Το ανοικτό ευθύγραμμο τμήμα, δεν περιέχει τα σημεία
a
{\displaystyle \mathbf {a} }
και
b
{\displaystyle \mathbf {b} }
, και ορίζεται ως
ℓ
=
{
a
+
t
⋅
b
:
t
∈
(
0
,
1
)
}
{\displaystyle \ell =\left\{\mathbf {a} +t\cdot \mathbf {b} :t\in (0,1)\right\}}
.
Και στις δύο περιπτώσεις, το μήκος του ευθυγράμμου τμήματος ορίζεται ως η απόσταση μεταξύ των σημείων
a
{\displaystyle \mathbf {a} }
και
b
{\displaystyle \mathbf {b} }
, δηλαδή
|
ℓ
|
=
|
a
−
b
|
=
∑
i
=
1
n
(
a
i
−
b
i
)
2
{\displaystyle |\ell |=|\mathbf {a} -\mathbf {b} |={\sqrt {\sum _{i=1}^{n}(\mathbf {a} _{i}-\mathbf {b} _{i})^{2}}}}
,
όπου
n
{\displaystyle n}
είναι η διάσταση του διανυσματικού χώρου.
Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Line segment στο Wikimedia Commons
↑ Πάμφιλος, Πάρις (2016). Γεωμετρικόν (PDF) .
↑ 2,0 2,1 Ταβανλης, Χ. Επίπεδος Γεωμετρία . Αθήνα: Ι. Χιωτελη.
Σχετικές έννοιες Είδη ζευγών ευθειών Γεωμετρικοί τόποι Στο τρίγωνο Στο τετράπλευρο Στον κύκλο