Εταιρεία των Φιλοτέχνων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Εταιρεία των Φιλοτέχνων υπήρξε ένα από τα πλέον δραστήρια φιλοτεχνικά σωματεία στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Δραστηριοποιήθηκε τα χρόνια μετάβασης από τον 19ο στον 20ό αιώνα συσπειρώνοντας επιφανή μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας και εικαστικούς καλλιτέχνες, ενώ προχώρησε σε σειρά δράσεων όπως η διοργάνωση εκθέσεων και η έκδοση του περιοδικού Πινακοθήκη.

Ίδρυση και μέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Πεπραγμένα της εν Αθήναις Εταιρείας των Φιλοτέχνων, 1899 (σελίδα τίτλου)

Η «Εταιρεία των Φιλοτέχνων» (1898) αποτελούσε συνέχεια του «Συλλόγου των Φιλοτέχνων» που είχε ιδρυθεί το 1894 και για μία τετραετία (1894-98) είχε επικεντρωθεί αποκλειστικά στην ανάπτυξη του θεάτρου. Με την αναδιοργάνωση και τη μετονομασία του σε «Εταιρεία των Φιλοτέχνων» έθεσε ως προτεραιότητα την ανάπτυξη των ωραίων τεχνών, την ηθική και την υλική εμψύχωση των καλλιτεχνών και τη διάδοση του αισθήματος του καλού στον λαό. Πρόεδρός της εκλέχθηκε ο Γεώργιος Ρώμας, αντιπρόεδρος ο Ιωάννης Πεσματζόγλου και γενικός γραμματέας ο Δημήτριος Ι. Καλογερόπουλος, ο οποίος ήταν ο εμπνευστής και η ψυχή της Εταιρείας. Στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχε ο γλύπτης Γεώργιος Βρούτος και οι ζωγράφοι Ιωάννης Δούκας και Εμμανουήλ Λαμπάκης.

Η «Εταιρεία των Φιλοτέχνων» περιελάμβανε επίτιμα, τακτικά και αντεπιστέλλοντα μέλη, ο αριθμός των οποίων έφτανε στα τέλη του 1900, τα 562. Ανάμεσά τους συναντάμε την πλειοψηφία των Ελλήνων καλλιτεχνών της περιόδου, ξένους καλλιτέχνες, κυρίως Γερμανούς, κατοίκους επαρχιακών πόλεων, ομογενείς και πρωτίστως επιφανείς προσωπικότητες της Αθήνας, της πνευματικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της προερχόταν από δωρεές, ενώ η παρουσία πολιτικών, ανάμεσα στα μέλη της Εταιρείας, εξασφάλιζε οικονομική στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Η «Εταιρεία των Φιλοτέχνων» προσπάθησε να καλύψει το κενό που δημιουργούσε η απουσία κρατικής μέριμνας για τις ωραίες τέχνες και παράλληλα να αποτελέσει τον ρυθμιστικό παράγοντα για τα καλλιτεχνικά ζητήματα που ανέκυπταν, να καθιερωθεί ως το μοναδικό και αποκλειστικό καλλιτεχνικό κέντρο που θα αναλάμβανε την αντιπροσώπευση και την προώθηση της ελληνικής τέχνης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Η «Διαρκής Καλλιτεχνική Έκθεσις»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Μάρτιο του 1898, η Εταιρεία προχώρησε στην καθιέρωση διαρκούς καλλιτεχνικής έκθεσης στην Αθήνα, η οποία οργανώθηκε σε τρεις περιόδους (Οκτώβριος 1899-Ιανουάριος 1900, Απρίλιος-Ιούνιος 1900, Νοέμβριος 1900-Ιανουάριος 1901) με τη συμμετοχή ενός μεγάλου αριθμού καλλιτεχνών αλλά και πολλών ερασιτεχνών, η παρουσία των οποίων στάθηκε το κυριότερο σημείο αρνητικής κριτικής. Οι δύο πρώτες περίοδοι της διαρκούς έκθεσης πραγματοποιήθηκαν στην οικία Κούπα, ενώ η τρίτη σε κτήριο που βρισκόταν δίπλα στο θέατρο Α. Τσόχα στην οδό Οφθαλμιατρείου. Ταυτόχρονα, το 1900, η Εταιρεία διοργάνωσε εκθέσεις στον Πειραιά, στα Χανιά και στην Πάτρα. Στις πέντε εκθέσεις παρουσιάστηκαν 646 έργα, συμμετείχαν 53 επαγγελματίες καλλιτέχνες, πουλήθηκαν 73 συνθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής συνολικής αξίας 11.715 δραχμών, ενώ ο αριθμός των επισκεπτών ήταν περίπου 8.000.

Άλλες δράσεις της «Εταιρείας των Φιλοτέχνων»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δράση της «Εταιρείας των Φιλοτέχνων» δεν περιορίστηκε μόνο στη διοργάνωση εκθέσεων, αλλά προχώρησε στην ίδρυση αναγνωστηρίου, βιβλιοθήκης με ειδικά συγγράμματα και γυναικείας καλλιτεχνικής σχολής (ύστερα από την κατάργηση της αντίστοιχης στο Πολυτεχνείο), καθώς και στην κυκλοφορία φωτοτυπιών έργων τέχνης, ανάμεσα στα οποία η Ναυμαχία της Σαλαμίνος του Κωνσταντίνου Βολανάκη και Οι παιδικοί αρραβώνες του Νικολάου Γύζη. Στόχος, επίσης, ήταν η δημιουργία πινακοθήκης που θα εμπλουτιζόταν διαρκώς με νέα έργα, ενώ η έκδοση της βραχύβιας Επετηρίδος των Φιλοτέχνων, στις αρχές του 1901, ισχυροποίησε την απόφαση για την έκδοση ενός αμιγούς καλλιτεχνικού περιοδικού με πρότυπο αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, κυκλοφόρησε, με διευθυντή τον Δημήτριο Ι. Καλογερόπουλο, το πρώτο τεύχος της Πινακοθήκης, του μακροβιότερου ελληνικού καλλιτεχνικού περιοδικού. Από το 1901, η Εταιρεία παρουσιάζει μια ξαφνική κάμψη στις δραστηριότητές της που θα οδηγήσει στην οριστική και σιωπηρή διάλυσή της λίγα χρόνια αργότερα. Η τελευταία έκθεση που διοργάνωσε ήταν εκείνη στο ξενοδοχείο του Νέου Φαλήρου Ακταίον, η οποία δέχτηκε εντονότατη κριτική για τη χαμηλή ποιότητα των εκθεμάτων και την αρνητική εικόνα που παρουσίαζε. Η συμμετοχή των Ελλήνων καλλιτεχνών σε εταιρείες φιλοτέχνων και αμιγή καλλιτεχνικά σωματεία τόσο τον 19ο αιώνα όσο και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, εκφράζει το αίτημα οργάνωσης και διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους, αίτημα που θα κορυφωθεί με την ίδρυση του Επιμελητήριου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (Ε.Ε.Τ.Ε.) το 1944.

Βιβλιογραφία-Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιωάννης Ν. Μπόλης, Οι καλλιτεχνικές εκθέσεις. Οι καλλιτέχνες και το κοινό τους στην Αθήνα του 19ου αιώνα, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, σ. 253-275
  • Ευθυμία Ε. Μαυρομιχάλη, "Οι καλλιτεχνικοί σύλλογοι και οι στόχοι τους", Μνήμων 23 (2001), σ. 234-252
  • Σπύρος Μοσχονάς, Καλλιτεχνικά σωματεία και ομάδες τέχνης στην Ελλάδα κατά το α' μισό του 20ού αιώνα: η σημασία και η προσφορά τους, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2010, σ. 57-69