Επιθεωρητής (Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Επιθεωρητής υπήρξε θεσμοθετημένο όργανο του Υπουργείου Παιδείας με σκοπό την εποπτεία, αξιολόγηση του έργου του εκπαιδευτικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, από το 1830 μέχρι το 1984 οπότε αντικαταστάθηκε από το θεσμό του Σχολικού Συμβούλου.

Η Λειτουργία του θεσμού του Επιθεωρητή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την ανάλυση των ιστορικών δεδομένων εκείνης της περιόδου, γίνεται σαφές πως αυτό το μοντέλο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ήταν τεχνοκρατικό - γραφειοκρατικό και προσφερόταν για την άσκηση αυταρχικού ελέγχου της δουλειάς των εκπαιδευτικών. Πιο συγκεκριμένα, ένας επιθεωρητής κατείχε συγκεκριμένες και αυξημένες αρμοδιότητες, οι οποίες σχετίζονταν όλες με τον έλεγχο και την εποπτεία του εκπαιδευτικού, την πίεση, τον πειθαναγκασμό, την πειθαρχική εξουσία μέσω της επιβολής ποινών, αλλά και μέχρι την πειθαρχική δίωξη ενός εκπαιδευτικού (λόγω "κακής" διαγωγής) και την επιμόρφωση μέσω παροχής υποδειγματικών διδασκαλιών. Περισσότερη κριτική δέχτηκε η "έκθεση προσόντων" που συνέτασσαν οι επιθεωρητές μέχρι το 1981 και ό,τι αυτή σήμαινε για την επαγγελματική εξέλιξη του εκπαιδευτικού. Σύμφωνα με τον νόμο ΒΤΜΘ/ 1895, μία από τις υποχρεώσεις του επιθεωρητή ήταν η σύνταξη υπηρεσιακής ικανότητας των εκπαιδευτικών. Η έκθεση αυτή, έπρεπε να περιλαμβάνει την παρουσίαση των παρατηρήσεων που έκανε ο επιθεωρητής σχετικά με το κάθε σχολείο. Δηλαδή, για τις μεθόδους διδασκαλίας και την διδασκαλία των μαθημάτων, την συνεπή εφαρμογή των κανονισμών και των προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας. Αυτή η διαδικασία είχε ως σκοπό από την μία μεριά να επιφέρει αλλαγές στις ιδέες, τις αντιλήψεις, και στη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών. Από την άλλη μεριά, η επιθεώρηση, είχε ως σκοπό την καταγραφή για δημιουργία συγκεκριμένων αναλυτικών προγραμμάτων (σε σχολικά εγχειρίδια), το οποίο να βασίζεται σε συγκεκριμένες μεθοδολογικές αρχές. Δηλαδή, να δημιουργήσει την ομοιομορφία στην εκπαίδευση. [1]

Σταδιακά, οι εκθέσεις αυτές εξελίχθηκαν σε επίμαχο θέμα, το οποίο έφερνε συχνά τους εκπαιδευτικούς αντιμέτωπους με τους επιθεωρητές, μέσω σιωπηρών αντιδράσεων, δυσαρεσκειών και αντιδικιών μεταξύ τους. Ο επιθεωρητής έπρεπε στην έκθεση αξιολόγησης που δημιουργούσε, να αποφεύγει αόριστους χαρακτηρισμούς και να κατευθύνει σε σαφή συμπεράσματα σχετικά με την πνευματική και σωματική υγεία των εκπαιδευτικών, την παιδαγωγική και μεθοδική ικανότητά τους, αλλά και σχετικά με την προσωπικότητα του ίδιου του εκπαιδευτικού. Στη συνέχεια, οι εκθέσεις αυτές έπρεπε να υποβληθούν στο εποπτικό συμβούλιο, ενώ και αντίγραφά τους υποβάλλονταν στο εκπαιδευτικό συμβούλιο, στο Υπουργείο Παιδείας και στον γενικό επιθεωρητή. Η δυσκολία όμως του επιθεωρητή να αποτιμήσει επακριβώς τους παραπάνω τομείς αξιολόγησης, δημιουργούσε φαινόμενα άνισης μεταχείρισης των εκπαιδευτικών με αρνητικές συνέπειες στην επαγγελματική τους εξέλιξη. Οι λανθασμένες αποτιμήσεις, οι ανεπαρκείς αιτιολογήσεις, οι ελλιπείς υποδείξεις και οι επιφανειακές διαπιστώσεις των επιθεωρητών για τους εκπαιδευτικούς, δεν παρουσίαζαν την αληθινή εικόνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτό συνέβαινε, επειδή ακριβώς η συλλογή των δεδομένων - πληροφοριών που συνέλλεγε ο επιθεωρητής για τον εκπαιδευτικό, πραγματοποιούταν ύστερα από μία απλώς επιτόπια επίσκεψή του στην διδασκαλία του μαθήματος που διεξαγόταν από τον εκπαιδευτικό. Μάλιστα, συχνά παρατηρούνταν διαφορές στην βαθμολογία και στον τρόπο αξιολόγησης μεταξύ των επιθεωρητών από περιφέρεια σε περιφέρεια.[2]

Από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους μέχρι την Δικτατορία του 1967[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη σύσταση του Ελληνικού κράτους το 1830, οργανώνεται και το εκπαιδευτικό του σύστημα. Ταυτόχρονα καθιερώνεται και ο θεσμός των επιθεωρητών, με το διάταγμα 1372 της 5ης Οκτωβρίου 1830. Με αυτό καθορίζονταν οι αρμοδιότητές του, οι οποίες μετάξυ άλλων, ήταν η αυτοπρόσωπη παρουσία του στα σχολεία και απροσδοκήτως να παρίσταται στη διεξαγωγή των μαθημάτων, με σκοπό να πρατηρεί τους μαθητές τις δυνατότητές τους και τον τρόπο παράδοσης του εκπαιδευτικού. Στον νόμο που εισηγούνται οι Βαυαροί περί Δημοτικών Σχολείων το 1834 εισάγεται και ο θεσμός του ΄΄Γενικού Επιθεωρητή των Δημοτικών Σχολείων΄΄. Αυτός θα διευθύνει το Διδασκαλείο το οποίο κατάρτιζε τους νέους δασκάλους, επόπτευε τα Δημοτικά Σχολεία ενώ ασκούσε και πειθαρχικό έλεγχο στο διδακτικό προσωπικό τους. Λόγω της σταδιακής ενσωμάτωσης νέων περιοχών στο Ελληνικό κράτος (Επτάνησα, Θεσσαλία κλπ), καθιερώνεται ο θεσμός του Έκτακτου Επιθεωρητή με αποκλειστική τους ευθύνη την καταγραφή των προβλημάτων των σχολείων και όχι την εποπτική ή πειθαρχική επιστασία των εκπαιδευτικών. Ο Ιωάννης Κοκκώνης στον ΄΄Οδηγό της Αλληλοδοδακτικής΄΄τον οποίο εκδίδει το 1842 περιλαμβάνει και οδηγίες οι οποίες αφορούν όχι μόνο τη διδακτική μεθοδολογία, αλλά και την ΄΄χρηστή συμπεριφορά΄΄ των διδασκόντων η οποία μπορεί να ελεγχθεί και να αξιολογηθεί από τον επιθεωρητή. Σταδιακά, από το 1842 μέχρι το 1895, μέσα από διάφορα νομοθετήματα συγκροτείται ο ΄΄Επιθεωρητισμός΄΄: έτσι σκιαγραφείται ως ο μόνος εγγυητής «της ακριβούς εφαρμογής των σχολικών νόμων και της ερρύθμου των σχολείων και κανονικής κινήσεως...»[3] Τα καθήκοντα του επιθεωρητή είναι επαυξημένα και συμπεριλαμβάνουν, τη μισθοδοσία του εκπαιδευτικού προσωπικού, εγκρίσεις αναρρωτικών αδειών, την επίβλεψη της συμπεριφορά τους, ενώ εισηγούνταν τον προβιβασμό των δασκάλων. Το 1895 καθιερώνεται ο θεσμός του Νομαρχιακού Επιθεωρήτή: κάθε έξι μήνες περιόδευαν στα σχολεία της περιφέρειάς τους, ήλεγχαν για πειθαρχικά ζητήματα το προσωπικό και τηρούσαν για τον κάθε έναν ΄΄φύλλο ποιότητας΄΄, εξέταζαν τα όποια κτιριακά προβλήματα των σχολείων, την επάρακεια της υλικοτεχνικής υποδομής τους. Τις θέσεις αυτές καταλάμβαναν , καθηγητές Γυμνασίου, διδάτορες φιλολογίας, με πενταετή υπηρεσία και διευθυντές Διδασκαλείων.[3] Βοηθοί των Νομαρχιακών Επιθεωρητών ήταν οι Νομαρχιακοί Επιθεωρητές Β΄τάξης οι οποίοι παρακολουθούσαν τη διαδασκαλία μέσα στην τάξη, έκαναν υποδειγματικές διδασκαλίες, συμβούλευαν και καθοδηγούσαν τους δασκάλους. Σε τοπικό-νομαρχιακό επίπεδο λειτουργούσε και το ΄΄Εποπτικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης΄΄ το οποίο εκδίκαζε ενστάσεις κατά των αποφάσεων των επιθεωρητών. Όμως λόγω πλημμελούς λειτουργίας τους και συχνών διαφωνιών μεταξύ τους, ενισχύθηκε ακόμα πιο πολύ ο ρόλος των επιθεωρητών, με νόμο (ΓΩΚΗ΄) του 1911, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος νόμος σύστηνε το Κεντρικό Εποπτικό Συμβούλιο Δημοτικής Εκπαίδευσης για να περιορίσει τυχόν αυθαιρεσίες εκ μέρους των συμβούλων.[3] To 1905 με το νόμο ΓΖΑ' συστήθηκαν 3 θέσεις Γενικών Επιθεωρητών: δύο φιλολόγων και μίας φυσικομαθηματικών. Επίσης καταργήθηκαν οι αποτελούμενες από καθηγητές Πανεπιστημίου επιτροπές οι οποίες επισκέπτονταν τα σχολεία. To 1937 καθιερώνεται ο θεσμός των Γενικών Επιθεωρητών της Δημοτικής Εκπαίδευσης και χωρίζεταιη εποπτεία της από τη Μέση Εκπαίδευση σε περιφερειακό επίπεδο.

Περίοδος Δικτατορίας 1967-1974[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της Απριλιανής Δικτατορίας θεσπίζεται η αξιολόγηση των δασκάλων και από τον διευθυντή του σχολείου με το Ν.Δ. 651/ 28 Αυγούστου 1970, με εξαίρεση τις περιπτώσεις συγγενικών προσώπων μέχρι τρίτου βαθμού συγγένειας. Ο θεσμός αυτός διατηρήθηκε και στην περίοδο της μεταπολίτευσης από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Με τον ίδιο νόμο η χώρα διαιρέθηκε σε δέκα Ανώτατες Εκπαιδευτικές Περιφέρειες. Σε κάθε μια από αυτές υπήρχε ένας εκπαιδευτικός σύμβουλος που επόπτευε και καθοδηγούσε παιδαγωγικά και διοικητικά τα σχολεία. Επίσης σε κάθε περιφέρεια υπήρχε ο Γενικός Επιθεωρητής Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης ο οποίος επόπτευε το διδακτικό και εποτικό προσωπικό. Επίσης επόπτευε την ηθικότητα και ακμαιότητα του ηθικού και εθνικού φρονήματος δασκάλων και μαθητών.[4] Στην πυραμιδωτή αυτή διαταξη ερχόταν να προστεθεί, από πάνω προς τα κάτω, ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής, ακολουθούσε ο Διευθυντής της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας, οι Διοικητικοί Επιθεωρητές στη Μέση Εκπαίδευση και οι Επιθεωρητές ειδικοτήτων. Τέλος υπήρχε ο αναπληρωτής Γενικός Επιθεωρητής, ως βοηθός του Γενικού Επιθεωρητή. Η αύξηση των εποπτικών θέσεων αποσκοπούσε στην «αστυνόμευση των εκπαιδευτικών»[5]

Περίοδος 1974-1981[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαμάχη και η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα σε διδάσκοντες και επιθεωρητές που είχε εκκολάψει η περίοδος της Δικτατορίας, έθεσε ζήτημα εκκαθάρισης του κλάδου των επιθεωρητών: τελικά το Ειδικό Συμβούλιο Κρίσης που συγκροτήθηκε αποφάνθηκε πως οι σύμβουλοι οι οποίοι είχαν επιλεγεί με το Ν.Δ. 651/1970 «δεν υποστήριξαν ηθελημένα» το καθεστώς με την δράση τους.[6] Με το Νομο 309/1976 η χώρα χωρίστηκε για μεν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε δεκαπέντε ανώτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες με προϊστάμενο τον Επόπτη σε κάθε περιφέρεια. Ο συνολικός αριθμός των επιθεωρητών στη βαθμίδα αυτή ανερχόταν στους 240. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρχαν 17 Επόπτες και 140 Γενικοί Επιθεωρητές. Τα συνδικαλιστικά σωματεία των εκπαιδευτικών θέτουν το αίτημα του εκσυγχρονισμού και την αντικατάσταση του Επιθεωρητή από τον Σχολικό Σύμβουλο.Το αίτημα αυτό πήγαζε από την «ανάγκη για επιστημονική καθοδήγηση και εκπαιδευτική-παιδαγωγική ανάπτυξη»[7].

Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με το Νόμο 1304/1982 ο θεσμός του Επιθεωρητή καταργείται. Με προεδρικό διάταγμα του 1984 καθιερώνεται ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές του.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κωνσταντίνου, Χαράλαμπος Ι. & Ιωάννης Χ. (2017). Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση. Αθήνα: GUTENBERG. σελίδες 71–73. ISBN 978-960-01-1869-8. 
  2. Κωνσταντίνου, Χαράλαμπος Ι. & Ιωάννης Χ. (2017). Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση. Αθήνα: GUTENBERG. σελίδες 71–73. ISBN 978-960-01-1869-8. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Μήλα, Δήμητρα. "Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσα από τις εκθέσεις των επιθεωρητών την περίοδο 1947-1974 : η περίπτωση των α΄ & β΄ περιφερειών του νομού Αχαΐας". Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Πατρών, (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία), 2008, σελ.9-11
  4. όπ.π., σελ.12-13
  5. όπ.π.,σελ.13
  6. όπ.π., σελ.13
  7. Γεώργιος Ιορδανίδης, «Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ :ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ» [1] Αρχειοθετήθηκε 2012-04-15 στο Wayback Machine.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]