Επίπτωση (επιδημιολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εξέλιξη της εβδομαδιαίας επίπτωσης του Δάγκειου πυρετού στην Καμπότζη μεταξύ Ιανουαρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2008.

Στην επιδημιολογία, η επίπτωση είναι ένα μέτρο της πιθανότητας εμφάνισης μιας συγκεκριμένης ασθένειας ή άλλης κατάστασης σε έναν πληθυσμό εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Παρόλο που μερικές φορές εκφράζεται άτυπα ως ο αριθμός των νέων κρουσμάτων κατά τη διάρκεια κάποιας χρονικής περιόδου, είναι ορθό να εκφράζεται ως ποσοστό ή ως ρυθμός με ένα παρονομαστή.[1]

Αθροιστική επίπτωση και ρυθμός επίπτωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αθροιστική επίπτωση (γνωστή και ως ποσοστό επίπτωσης)[2] είναι ο αριθμός των νέων κρουσμάτων εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου διαιρούμενος με το αριθμό των επιρρεπών ατόμων στην αρχή της χρονικής περιόδου. Αυτό σημαίνει ότι εξαιρούνται από τον παρονομαστή όσοι ήδη νοσούν και όσοι έχουν ανοσία στην αρχή της περιόδου. Για παράδειγμα, εάν ένας πληθυσμός περιέχει αρχικά 1.000 επιρρεπή άτομα και τα 28 αναπτύξουν μια νόσο κατά την διάρκεια δύο ετών παρακολούθησης, η αθροιστική επίπτωση είναι 28 κρούσματα ανά 1.000 άτομα ανά διετία, δηλαδή 2,8% ανά δύο χρόνια ή 1,4% ανά έτος. Για δεδομένη χρονική περίοδο, η αθροιστική επίπτωση νόσου Χ υπολογίζεται με τον εξής τύπο:

Ο ρυθμός επίπτωσης είναι ένα μέτρο της συχνότητας εμφάνισης μιας ασθένειας ή άλλου περιστατικού κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.[3][4] Όταν ο παρονομαστής είναι το γινόμενου του ανθρωπο-χρόνου για τον επιρρεπή πληθυσμό, το μέτρο είναι επίσης γνωστό ως ρυθμός πυκνότητας επίπτωσης ή ρυθμός επίπτωσης ανθρωπο-χρόνου.[5] Στο παράδειγμα που αναφέρεται πιο πάνω, εάν θεωρήσουμε ότι κάθε συμμετέχων παρακολουθήθηκε για δύο έτη, ο ρυθμός επίπτωσης είναι 14 κρούσματα ανά 1.000 ανθρωπο-έτη, επειδή η αναλογία επίπτωσης (28 ανά 1.000) διαιρείται με τον αριθμό των ανθρωπο-ετών. Η χρήση του ανθρωπο-χρόνου, και όχι απλά του χρόνου, επιτρέπει τον υπολογισμό του ρυθμού επίπτωσης ακόμα και όταν όταν η διάρκεια παρακολούθησης διαφέρει μεταξύ των συμμετεχόντων ή όταν ο επιρρεπής πληθυσμός μεταβάλλεται με τον χρόνο.[6] Η χρήση αυτού του μέτρου γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι ο ρυθμός επίπτωσης είναι σταθερός συναρτήσει του χρόνου. Δηλαδή με ρυθμό επίπτωσης 14 κρουσμάτων ανά 1.000 ανθρωπο-έτη, θα αναμένονταν 14 κρούσματα μεταξύ 1.000 ατόμων άτομα που παρατηρήθηκαν για 1 έτος το καθένα (), όπως επίσης θα αναμένονταν 14 κρούσματα μεταξύ 50 ατόμων που παρατηρήθηκαν για 20 έτη το καθένα ().[7] Για δεδομένη χρονική περίοδο παρακολούθησης, ο ρυθμός επίπτωσης νόσου Χ υπολογίζεται με τον εξής τύπο:

Όταν αυτή η προϋπόθεση παραβιάζεται σε μεγάλο βαθμό, όπως συμβαίνει στους ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο, είναι προτιμότερο να παρουσιάσει κανείς στοιχεία για την επίπτωση σε γράφημα αθροιστικής επίπτωσης συναρτήσει του χρόνου, λαμβάνοντας υπόψη την απώλεια κατά την παρακολούθηση, χρησιμοποιώντας ένα γράφημα Kaplan-Meier .

Η σχέση μεταξύ αθροιστικής επίπτωσης (ΑΕ) και ρυθμού επίπτωσης (ΡΕ) δίνεται από τον τύπο:

, ισχύει για σταθερό ρυθμό επίπτωσης σε χρόνο t.[8]

Σύγκριση επίπτωσης και επιπολασμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με τον επιπολασμό, ο οποίος είναι η αναλογία των συνολικών κρουσμάτων στον πληθυσμό σε δεδομένη χρονική στιγμή, ενώ η επίπτωση αφορά τον ρυθμό εμφάνισης νέων κρουσμάτων. Έτσι, η επίπτωση πληροφορεί σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, ενώ ο επιπολασμός δείχνει πόσο διαδεδομένη είναι η νόσος στον πληθυσμό. Ο επιπολασμός είναι μέτρο του φόρτου νοσηρότητας στον πληθυσμό χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον χρόνο παρακολούθησης των επιρρεπών ατόμων ή την έκθεση σε έναν πιθανό παράγοντα κινδύνου. Η επίπτωση είναι πιο χρήσιμη από τον επιπολασμό για την κατανόηση της αιτιολογίας της νόσου: για παράδειγμα, αν η επίπτωση μιας νόσου σε έναν πληθυσμό αυξάνεται, αυτό σημαίνει ότι έχει εμφανιστεί ένας παράγοντας κινδύνου ο οποίος ενισχύει την εμφάνιση της νόσου.[9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «INCIDENCE - Epidemiology». Encyclopaedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2020. 
  2. «CUMULATIVE INCIDENCE - Epidemiology». Encyclopaedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2020. 
  3. Hargrave, Marshall. «What Does the Incidence Rate Measure?». Investopedia (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2019. 
  4. Monson, Richard R. (25 Απριλίου 1990). Occupational Epidemiology, Second Edition (στα Αγγλικά). CRC Press. σελ. 27. ISBN 978-0-8493-4927-0. 
  5. Last, John M., επιμ. (2001). A Dictionary of Epidemiology (4 έκδοση). New York, NY: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-514169-6. 
  6. «Quantifying diseases in populations». Epidemiology for the Uninitiated (4th έκδοση). BMJ. 1997. ISBN 978-0-7279-1102-5. 
  7. Dunn, Olive Jean· Clark, Virginia A. (2009). Basic statistics: a primer for the biomedical sciences (4th έκδοση). Hoboken, N.J.: John Wiley & Sons. σελίδες 3–5. ISBN 9780470496855. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2016. 
  8. Bouyer, Jean· Hémon, Denis· Cordier, Sylvaine· Derriennic, Francis· Stücker, Isabelle· Stengel, Bénédicte· Clavel, Jacqueline (2009). Épidemiologie principes et méthodes quantitatives. Paris: Lavoisier. 
  9. Brinks R (2011) "A new method for deriving incidence rates from prevalence data and its application to dementia in Germany", Πρότυπο:ArXiv

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]