Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς
ΣυγγραφέαςΤόμας ντε Κουίνσι
ΤίτλοςConfessions of an English Opium-Eater
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1821
Ημερομηνία δημοσίευσης1822
Θέμαlaudanum
ΕπόμενοOn the Knocking at the Gate in Macbeth

Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς (αγγλικός τίτλος: Confessions of an English Opium-Eater) είναι αυτοβιογραφικό έργο του Άγγλου συγγραφέα Τόμας ντε Κουίνσι. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ανώνυμα στο Περιοδικό του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1821, ακολούθησε η έκδοση σε βιβλίο το 1822 και μια επόμενη έκδοση αναθεωρημένη από τον ίδιο τον συγγραφέα το 1856.[1]

Το έργο αναφέρεται στον εθισμό του συγγραφέα στο όπιο (τον 19ο αιώνα η χρήση οπίου ήταν νόμιμη) και την επίδραση που είχε στη ζωή του. Θεωρείται η πρώτη λογοτεχνική αφήγηση βιωμένων καταστάσεων παραισθήσεων. Ήταν το πρώτο σημαντικό έργο που δημοσίευσε ο Τόμας ντε Κουίνσι, τον έκανε γνωστό και εδραίωσε τη λογοτεχνική του φήμη.[2]

Περιεχόμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Μετά από μια βιογραφική εισαγωγή στις Προκαταρκτικές Εξομολογήσεις, ο συγγραφέας περιγράφει τις Απολαύσεις του οπίου, ακολουθεί μια αφήγηση για τα δεινά του χρήστη οπίου και τέλος το κεφάλαιο Οι πόνοι του οπίου.

Στο πρώτο μέρος, ο Τόμας ντε Κουίνσι, που έμεινε ορφανός σε ηλικία 7 ετών και μεγάλωσε υπό την κηδεμονία τεσσάρων ανθρώπων, περιγράφει την περίοδο που ήταν οικότροφος σε κολέγιο όπου συχνά ένιωθε πιο μορφωμένος από τους δασκάλους του και είχε πάθος για τα αρχαία ελληνικά. Το 1802, σε ηλικία 17 ετών, έφυγε κρυφά από το σχολείο του αφού ζήτησε λίγα χρήματα από μια φίλη της οικογένειάς του. Αρχικά περιπλανήθηκε στην Ουαλία και στη συνέχεια πήρε το δρόμο για το Λονδίνο. Τα χρήματα ξοδεύτηκαν γρήγορα και βρήκε καταφύγιο σε ένα ερειπωμένο σπίτι κάποιου απατεώνα. Ζούσε με αποφάγια, σχεδόν λιμοκτονούσε, γνωρίστηκε με τη νεαρή πόρνη Αν, την οποία προσπάθησε να βρει αργότερα αλλά δεν τα κατάφερε. Εντελώς τυχαία, συνάντησε έναν οικογενειακό γνωστό και σύντομα, κουρασμένος από τη φτώχεια, συμφιλιώθηκε με την οικογένειά του και πήγε σε κολέγιο στην Οξφόρδη.[3]

Στο δεύτερο μέρος, γράφει πως το 1804 βρέθηκε στο Λονδίνο και, με τη συμβουλή ενός φίλου από το κολέγιο, πήρε για πρώτη φορά όπιο λόγω έντονων πονοκεφάλων και πόνου στο πρόσωπο. Η ηρεμιστική επίδραση του ναρκωτικού, η θετική επίδραση στην ψυχική του ισορροπία και η διαύγεια και δημιουργικότητα οδήγησαν σε μέτρια και ελεγχόμενη κατανάλωση οπίου τα επόμενα 8 χρόνια, η οποία διακόπτονταν επανειλημμένα από μεγάλες περιόδους που κατάφερνε να διακόπτει.

Οι φυλακές, Τζοβάνι Μπατίστα Πιρανέζι

Στη συνέχεια, έζησε σε μια εξοχική αγροικία και, όπως και στις μέρες του πανεπιστημίου του, ασχολήθηκε με τη μελέτη Γερμανών φιλοσόφων. Η δόση οπίου ήταν ελεγχόμενη. Το 1813, μια επώδυνη στομαχική πάθηση, από την οποία υπέφερε από μικρός, επέστρεψε. Από εδώ και πέρα ​​παίρνει καθημερινά όπιο και θεωρεί τον εαυτό του «εθισμένο οπιομανή».  Αυτό οδηγεί σε κυμαινόμενες διαθέσεις, σε κατήφεια και μελαγχολία, σε ονειρικές καταστάσεις και ξαφνικές στιγμές ευτυχίας.[4]

Παρά την άνεση που του δίνει το όπιο, το σώμα του τελικά υποφέρει από τη χρόνια χρήση. Έχει πόνους στο στομάχι, ιδρώνει και οι διανοητικές του ικανότητες φθίνουν. Το 1819, ένα βιβλίο του Βρετανού οικονομολόγου Ρικάρντο τον απορρόφησε, οδηγώντας τελικά σε μια σταδιακή αποχή από το όπιο.

Δίνει μόνο αόριστες πληροφορίες για το πώς προχώρησε η απεξάρτησή του αναλυτικά. Ωστόσο, περιγράφει λεπτομερώς την έκταση και τα θέματα από τους νυχτερινούς εφιάλτες του, «αρχιτεκτονικά» όνειρα που μοιάζουν με πίνακες του Τζοβάνι Μπατίστα Πιρανέζι, έπειτα οράματα λιμνών και υδάτινων σωμάτων, ανατολίτικα όνειρα και απώλεια αίσθησης χώρου και χρόνου. Τελικά (35 χρόνια πριν από τη γέννηση του Φρόυντ), εικόνες και ξεχασμένα γεγονότα από την παιδική του ηλικία αναδύονται από τις αναμνήσεις του με απόλυτη σαφήνεια και ένταση, με αποτέλεσμα να ξυπνά ουρλιάζοντας.

Το βιβλίο τελειώνει με την ευχή ο αναγνώστης, που ίσως είναι εθισμένος στο όπιο, να απεξαρτηθεί. Σημειώνει επίσης ότι εξακολουθεί να υποφέρει από πολλά ανήσυχα όνειρα και εφιάλτες.[3]

Επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τόμας ντε Κουίνσι, 1846

Το λογοτεχνικό ύφος του έργου εδραίωσε τη φήμη του ντε Κουίνσι από την πρώτη του δημοσίευση. Ακολούθησαν αμέτρητες εκδόσεις και μεταφράστηκε σε άλλες γλώσσες. Η πρώτη μετάφραση στα γαλλικά του 19χρονου τότε Αλφρέ ντε Μυσσέ εκδόθηκε το 1829. Ήταν ελλιπής, εν μέρει λανθασμένη και συμπληρωμένη από τον μεταφραστή και δεν αναφέρονταν το όνομα του ντε Κουίνσι.

Το 1860, η μετάφραση και διασκευή του Σαρλ Μπωντλαίρ στο Τεχνητοί παράδεισοι, διέδωσε περαιτέρω την επιρροή του έργου. Ο Μπωντλαίρ δημιούργησε ένα ανεξάρτητο κείμενο συνδυάζοντας τμήματα των Εξομολογήσεων με δικές του προσθήκες. Στην εκδοχή του, αναφέρεται στις μοιραίες συνέπειες της χρήσης ναρκωτικών, αλλά και στην επίδραση του ναρκωτικού στην έμπνευση και την καλλιτεχνική δημιουργικότητα καθώς και την ανάκληση ξεχασμένων παιδικών εμπειριών.[5]

Το έργο ενέπνευσε στον Εκτόρ Μπερλιόζ τη Φανταστική συμφωνία του.[6]

Ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ αναφέρει το βιβλίο στο διήγημά του Ο άνδρας με το στραβό χείλος, στο οποίο, μετά την ανάγνωση του βιβλίου, κάποιος αρχίζει να πειραματίζεται με το όπιο.

Γενικότερα, οι Εξομολογήσεις επηρέασαν την ψυχολογία και δεδομένου ότι δεν υπήρχε συστηματική μελέτη για τα ναρκωτικά μέχρι πολύ καιρό μετά τον θάνατό του, «η αφήγηση του ντε Κουίνσι απέκτησε μια έγκυρη θέση και κυριάρχησε στις επιστημονικές και δημόσιες απόψεις των επιπτώσεων του οπίου για αρκετές γενιές».[7]

Αντιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τη στιγμή της δημοσίευσής του, το έργο επικρίθηκε για την παρουσίαση μιας εικόνας της εμπειρίας κατανάλωσης οπίου που ήταν πολύ θετική και δελεαστική για τους αναγνώστες. Ωστόσο, αν και κατηγορήθηκε ότι έδινε υπερβολική προσοχή στην ευχαρίστηση του οπίου και όχι αρκετή στις σκληρές συνέπειες του εθισμού, το κεφάλαιο Οι πόνοι του οπίου είναι στην πραγματικότητα σημαντικά μεγαλύτερο από το κεφάλαιο Οι απολαύσεις του οπίου. Βέβαια, ακόμη και όταν προσπαθεί να μεταφέρει τη σκληρή αλήθεια, το ύφος του ντε Κουίνσι φαίνεται να παρασύρεται από τη συναρπαστική φύση της εμπειρίας του. [8]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου, μετάφραση: Άρτεμη Πολυχρόνη, εκδόσεις Εκάβη 1985 [9]
  • Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς, μετάφραση: Γιάννα Μυράτ, εκδόσεις Ερατώ, 2008 [10]
  • Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου, μετάφραση: Νίκος Φωκάς, εκδόσεις Εστία, 2008 [11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]