Ενεργειακή φτώχεια
Η ενεργειακή φτώχεια (αγγλ. energy poverty) είναι όρος που αφορά στην έλλειψη πρόσβασης σε σύγχρονες ενεργειακές υπηρεσίες. Αναφέρεται στην κατάσταση μεγάλου αριθμού πολιτών στις αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη και ποσοστού πολιτών στις ανεπτυγμένες χώρες, των οποίων η ευημερία επηρεάζεται πολύ αρνητικά από την πολύ χαμηλή κατανάλωση ενέργειας, τη χρήση μη υγιεινών ή ρυπογόνων καυσίμων και τον υπερβολικό χρόνο που απαιτείται για τη συλλογή καυσίμων για την κάλυψη βασικών αναγκών.
Το 2022 αναφερόταν ότι 759 εκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση σε σταθερή ηλεκτρική ενέργεια και 2,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν επικίνδυνα και αναποτελεσματικά συστήματα μαγειρέματος.[1] Σχετίζεται αντιστρόφως με την πρόσβαση σε σύγχρονες ενεργειακές υπηρεσίες, αν και η βελτίωση της πρόσβασης είναι μόνο ένας παράγων στις προσπάθειες μείωσης της ενεργειακής φτώχειας. Η ενεργειακή φτώχεια διαφέρει από τη φτώχεια των καυσίμων, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στο ζήτημα της οικονομικής προσιτότητας.
Ο όρος «ενεργειακή φτώχεια» εμφανίστηκε με τη δημοσίευση του βιβλίου της Brenda Boardman, Fuel Poverty: From Cold Homes to Affordable Warmth (1991). Η ονομασία του λεκτικού συνδυασμού ενέργειας και φτώχειας ως «ενεργειακή φτώχεια» παρακίνησε την ανάγκη ανάπτυξης δημόσιας πολιτικής για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και επίσης τη μελέτη των αιτιών, των συμπτωμάτων και των επιπτώσεών της στην ανθρώπινη κοινωνία. Όταν η ενεργειακή φτώχεια εισήχθη για πρώτη φορά στο βιβλίο της Boardman, η ενεργειακή φτώχεια περιγράφηκε ως έλλειψη ενέργειας για θέρμανση και ψύξη των κατοικιών.
Σήμερα, ωστόσο, η ενεργειακή φτώχεια θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα πολύπλοκων συστημικών ανισοτήτων που δημιουργούν εμπόδια στην πρόσβαση στη σύγχρονη ενέργεια σε προσιτή τιμή. Η ενεργειακή φτώχεια είναι δύσκολο να μετρηθεί και επομένως να αναλυθεί επειδή βιώνεται ως κακουχία σε ιδιωτικό επίπεδο, μέσα στα νοικοκυριά, ειδικά με βάση το εν γένει πολιτιστικό επίπεδο και αλλάζει δυναμικά ανάλογα με το χρόνο και την τοποθεσία (γεωγραφική θέση).[2]
Σύμφωνα με την πρωτοβουλία Energy Poverty Action του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, Η πρόσβαση στην ενέργεια είναι θεμελιώδης για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και αποτελεί βασική επιταγή για την οικονομική ανάπτυξη. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η ενεργειακή φτώχεια εξακολουθεί να είναι διάχυτη[3]".
Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ) εγκαινίασαν την Πρωτοβουλία Βιώσιμης Ενέργειας για Όλους και όρισε το 2012 ως το Διεθνές Έτος για την Αειφόρο Ενέργεια για Όλους, το οποίο επιδιώκει σε μέγιστη εστίαση στη μείωση της ενεργειακής φτώχειας. Τα Ηνωμένα Έθνη αναγνωρίζουν περαιτέρω τη σημασία της ενεργειακής φτώχειας μέσω του Στόχου 7 των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης για «διασφάλιση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή, αξιόπιστη, βιώσιμη και σύγχρονη ενέργεια για όλους».[4]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Goal 7 | Department of Economic and Social Affairs». sdgs.un.org. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2022.
- ↑ Simcock, Neil, επιμ. (11 Σεπτεμβρίου 2017). Energy Poverty and Vulnerability: A Global Perspective. London: Routledge. ISBN 978-1-315-23151-8.
- ↑ «Access2017». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2018.
- ↑ «Goal 7 | Department of Economic and Social Affairs». sdgs.un.org. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2022.