Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ενέγγυα πίστωση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετά τη σύναψη σύμβασης μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή, η τράπεζα του αγοραστή παρέχει μια ενέγγυα πίστωση στον πωλητή.
Ο πωλητής παραδίδει τα αγαθά σε έναν μεταφορέα με αντάλλαγμα τα φορτωτικά έγγραφα.
Ο πωλητής παρέχει τα φορτωτικά έγγραφα στην τράπεζά του με αντάλλαγμα την πληρωμή. Η τράπεζα του πωλητή δίνει τα φορτωτικά έγγραφα στην τράπεζα του αγοραστή με αντάλλαγμα την πληρωμή. Η τράπεζα του αγοραστή δίνει στον πελάτη της τα φορτωτικά έγγραφα για να πληρώσει.
Ο αγοραστής παρέχει τα φορτωτικά έγγραφα στο μεταφορέα και παραλαμβάνει τα αγαθά.

Μια ενέγγυα πίστωση, (Αγγλικά: Letter of Credit, LC ή L/C), είναι ένα έγγραφο που εκδίδεται από ένα χρηματοοικονομικό οργανισμό που ενεργεί ουσιαστικά ως αμετάκλητη εγγύηση της πληρωμής σε έναν δικαιούχο. Αυτό σημαίνει, ότι εφόσον ο πωλητής - δικαιούχος τηρήσει τα προβλεπόμενα από τους όρους της πίστωσης και μόλις αυτός παρουσιάσει στην τράπεζα έκδοσης ή διαπραγμάτευσης, τα έγγραφα που συμμορφώνονται με τους όρους της ενέγγυας πίστωσης, η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να πληρώσει ανεξαρτήτως από οποιεσδήποτε αντίθετες οδηγίες του εντολέα της ενέγγυας πίστωσης. Με άλλα λόγια, η υποχρέωση για πληρωμή μετατοπίζεται από τον αιτούμενο της ενέγγυας πίστωσης, στην τράπεζα που την εκδίδει. Η ενέγγυα πίστωση μπορεί επίσης να είναι η πηγή πληρωμής για μια συναλλαγή, σημαίνοντας ότι ένας εξαγωγέας θα πληρωθεί με την εξόφληση της πιστωτικής επιστολής. Οι ενέγγυες πιστώσεις χρησιμοποιούνται σήμερα σχεδόν αποκλειστικά στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές σημαντικής αξίας, για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ ενός προμηθευτή σε μια χώρα και ενός αγοραστή σε μία άλλη. Οι συμμετέχοντες σε μια ενέγγυα πίστωση είναι συνήθως ο δικαιούχος που πρόκειται να λάβει τα χρήματα, η εκδότρια τράπεζα της οποίας είναι πελάτης ο εντολέας και η βεβαιούσα τράπεζα της οποίας είναι πελάτης ο δικαιούχος. Εφόσον σήμερα σχεδόν όλες οι ενέγγυες πιστώσεις είναι αμετάκλητες, (π.χ. δε μπορεί να τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί χωρίς προγενέστερη συμφωνία του δικαιούχου, της εκδότριας τράπεζας και της βεβαιούσας τράπεζας), ο εντολέας (ο πελάτης της εκδότριας τράπεζας) δεν είναι συμβαλλόμενος στην ενέγγυα πίστωση. Στην εκτέλεση μιας συναλλαγής, οι ενέγγυες πιστώσεις ενσωματώνουν λειτουργίες κοινές με τα εμβάσματα και τις ταξιδιωτικές επιταγές.

Τρόπος Λειτουργίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φανταστείτε ότι μια επιχείρηση A με έδρα την Ελλάδα εισάγει υπολογιστές από μια επιχείρηση B με έδρα την Ιαπωνία, η οποία συνεργάζεται με την τράπεζα Δ της Ιαπωνίας. Η επιχείρηση Α έχει ένα λογαριασμό στην τράπεζα Γ της Ελλάδας. Η επιχείρηση Α θέλει να αγοράσει εμπορεύματα αξίας € 500.000 από την επιχείρηση B, η οποία συμφωνεί να πουλήσει τα αγαθά και να δώσει στην επιχείρηση Α 60 μέρες περιθώριο να πληρώσει γι’ αυτά, με την προϋπόθεση ότι παρέχονται με ενέγγυα πίστωση 90 ημερών για το πλήρες ποσό. Τα βήματα για να πάρουν την ενέγγυα πίστωση θα ήταν τα ακόλουθα:

  • Η επιχείρηση Α ζητά μια ενέγγυα πίστωση ποσού € 500.000 από την τράπεζα Γ, με την επιχείρηση Β ως δικαιούχο.
  • Η τράπεζα Γ μπορεί να εκδώσει μια ενέγγυα πίστωση είτε με εξασφάλιση από εγγυήσεις ή αν η επιχείρηση Α καταθέσει € 500.000 συν τα έξοδα, σε λογαριασμό στην τράπεζα Γ.
  • Η τράπεζα Γ στέλνει ένα αντίγραφο της ενέγγυας πίστωσης στην τράπεζα Δ, η οποία ενημερώνει την επιχείρηση Β ότι η πίστωση είναι αποδεκτή και μπορούν να στείλουν στην επιχείρηση Α το εμπόρευμα με πλήρη διαβεβαίωση της πληρωμής.
  • Με την προσκόμιση των εγγράφων που ορίζονται στην ενέγγυα πίστωση, η τράπεζα Γ μεταφέρει τα € 500.000 στην τράπεζα Δ, η οποία πιστώνει έπειτα τον λογαριασμό της επιχείρησης Β μ’ αυτό το ποσό.

Εάν τα ορισμένα, στην ενέγγυα πίστωση, έγγραφα παρουσιάζονται και οι όροι και οι διατάξεις της ενέγγυας πίστωσης ικανοποιούνται, κατόπιν η εκδότρια τράπεζα είναι υποχρεωμένη να πληρώσει στο πλαίσιο της ενέγγυας πίστωσης, ακόμα κι αν η συναλλαγή δεν εκπληρωθεί. Αυτό ονομάζεται αρχή του αφηρημένου της ενέγγυας πίστωσης: η καταβολή του ποσού δεν εξαρτάται από την ορθή εκπλήρωση της σύμβασης, για την οποία οφείλεται αρχικά το ποσό, αλλά μόνο από την εμφάνιση των εγγράφων (συνήθως φορτωτικής) από τον αποστολέα των εμπορευμάτων. Ο αφηρημένος χαρακτήρας της ενέγγυας πίστωσης αποτελεί πλεονέκτημα για τον πωλητή, γιατί γνωρίζει ότι θα πληρωθεί χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις με την αποστολή (ή άφιξη στον αγοραστή) του εμπορεύματος, και μειονέκτημα για τον αγοραστή, γιατί σε περίπτωση που το εμπόρευμα που έχει αποσταλεί ή παραληφθεί δεν έχει τη συμφωνημένη ποιότητα και αξία, δεν μπορεί πλέον να παρέμβει στη συναλλαγή και να μειώσει το τίμημα ή να το παρακρατήσει μέχρις ότου εκπληρώσει ο πωλητής στο ακέραιο τις συμφωνημένες υποχρεώσεις του.

Από την άλλη, η εκδότρια τράπεζα οφείλει να μην πληρώσει, εάν τα ορισμένα στην ενέγγυα πίστωση έγγραφα δεν προσκομισθούν ή οι όροι της ενέγγυας πίστωσης δεν ικανοποιούνται, ακόμα κι αν η συναλλαγή εκπληρώθηκε.

Ο εντολέας της ενέγγυας πίστωσης καταβάλλει την αμοιβή στην εκδότρια τράπεζα και μπορεί στη συνέχεια να χρεώσει αυτό το κόστος στο δικαιούχο. Από την άποψη της τράπεζας, οι ενέγγυες πιστώσεις που έχει εκδώσει μπορούν να ζητηθούν να εξοφληθούν οποιαδήποτε στιγμή (αναλόγως με τους σχετικούς όρους) και στη συνέχεια η τράπεζα φροντίζει να τις εισπράξει από τον εντολέα.

Υπάρχει η πιθανότητα ο εντολέας να χρεοκοπήσει και έτσι η τράπεζα είναι ανίκανη να εισπράξει τα χρήματα που έχει πληρώσει ήδη. Αυτός ο πιστωτικός κίνδυνος αποτελεί ένα μεγάλο μέρος του κόστους έκδοσης ενέγγυας πίστωσης.

Άλλες Πληροφορίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ενέγγυες Πιστώσεις στην Ελλάδα διέπονται από Νομοθετικό Διάταγμα του 1923.

Με τη συστηματική χρήση τους από συναλλασσόμενους και Πιστωτικά Ιδρύματα σε διαφορετικά κράτη, προέκυψε η ανάγκη θέσπισης κανόνων ώστε να υιοθετηθεί από τα εμπλεκόμενα μέρη ομοιόμορφη πρακτική και ενιαία ερμηνεία των διαφόρων όρων που χρησιμοποιούνται.

Το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (Δ.Ε.Ε.) ανέλαβε τη σύνταξη αυτών των κανόνων αρχικά το 1933 και μετά από μία σειρά αναθεωρήσεων κατέληξε στους ΟΣΠ600 (Ομοιόμορφες Συνήθειες και Πρακτικές για τις Ενέγγυες Πιστώσεις - Έκδοση 600) οι οποίοι ισχύουν σήμερα.

Σημειώνεται ότι οι Κανόνες του Δ.Ε.Ε. είναι συμβατικού (ενδοτικού) δικαίου και δεν υπερισχύουν του Εθνικού Δικαίου.

ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΕΝΓΓΥΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ. (Νο 600)[1] (αναθεώρηση 2007) Σκοπός αυτής της έκδοσης είναι η προσαρμογή των κανόνων στις νέες διαδικασίες και πρακτικές που εφαρμόζονται κατά την εκτέλεση των συμφωνιών καταβολής του τιμήματος πώλησης μέσω της τραπεζικής υπηρεσίας της Ενέγγυας Πίστωσης. Οι βασικές τροποποιήσεις αφορούν: • Τη σύντμηση των νέων κανόνων σε 39 άρθρα αντί 49. • Η εισαγωγή νέου άρθρου με τίτλο «Ορισμοί». • Η απαλοιφή της φράσης «εύλογος χρόνος» και αντικατάσταση με συγκεκριμένο αριθμό ημερών. • Μεταβολές στην πρακτική για την αποστολή της «αναγγελίας απόρριψης» • Αναδιατύπωση λεκτικού άρθρων ώστε να απαλειφθούν παρερμηνείες.

  1. «Εκδόσεις ICC Hellas». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2014.