Σνίτσελ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
==Ετυμολογία== |
==Ετυμολογία== |
||
Η λέξη προέρχεται από το υποκοριστικό |
Η λέξη προέρχεται από το υποκοριστικό ''snitzel'' της λέξης ''sniz'' (''κομμάτι'', ''φλούδι'') στη [[γερμανικές γλώσσες|μέση υψηλή γερμανική γλώσσα]] για την περιγραφή κομμένου κρέατος. Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται με την Αυστριακή σημασία του 19<sup>ου</sup> αιώνα, δηλώνοντας γενικότερα λεπτή φέτα κρέατος ή το μαγειρεμένο αποτέλεσμα συνοδεία ορεκτικών. |
||
{{commonscat}} |
{{commonscat}} |
Έκδοση από την 21:02, 6 Μαρτίου 2017
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σνίτσελ (γερμ. Schnitzel) αποκαλείται παραδοσιακό φαγητό της αυστριακής και γερμανικής κουζίνας, διαδεδομένο και δημοφιλές διεθνώς. Γίνεται από κομμάτια κρέατος που, αφού χτυπηθούν με ειδικό ξύλινο σφυρί, πανάρονται και τηγανίζονται σε λάδι. Το κρέας προέρχεται συνήθως από βοδινό ή χοιρινό πόδι, αν και χρησιμοποιείται επίσης πλάτη.
Ετυμολογία
Η λέξη προέρχεται από το υποκοριστικό snitzel της λέξης sniz (κομμάτι, φλούδι) στη μέση υψηλή γερμανική γλώσσα για την περιγραφή κομμένου κρέατος. Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται με την Αυστριακή σημασία του 19ου αιώνα, δηλώνοντας γενικότερα λεπτή φέτα κρέατος ή το μαγειρεμένο αποτέλεσμα συνοδεία ορεκτικών.