Διόσκουροι του Μόντε Καβάλλο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μέρος του αγαλμάτινου συμπλέγματος των Διόσκουρων
στο συντριβάνι του Μόντε Καβάλλο

Τα αγάλματα των Κάστορα και Πολυδεύκη είναι κολοσσιαίο γλυπτό σύμπλεγμα και αριστούργημα της γλυπτικής τέχνης της αρχαίας Ελλάδας. Τα σημερινά γλυπτά είναι αντίγραφα αρχαιότερων, που με την σειρά τους ήταν αντίγραφα των γνησίων, μπρούτζινων ανδριάντων. Σήμερα βρίσκονται στην Ρωμαϊκή πλατεία Quirinal που λόγω του συμπλέγματος αυτού ονομάζεται κοινώς Μόντε Καβάλλο, δηλαδή λόφος των ίππων.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κεφαλή του ενός Διόσκουρου (λεπτομέρεια).

Οι Διόσκουροι του Μόντε Καβάλλο είναι από τα πιο καλοδιατηρημένα κολοσσιαία έργα γλυπτικής που διασώζονται σήμερα. Αποτελείται από δυο συμμετρικούς ανδριάντες. Ο καθένας κρατάει τα χαλινάρια του ατίθασου αλόγου του. Το μάρμαρο φέρει επιφανειακές φθορές αφού επί αιώνες ήταν εκτεθειμένο στο ύπαιθρο. Είναι από τα λίγα μάρμαρα που επέζησαν τους αιώνες, ενώ δεν έχουν θαφτεί ποτέ μέχρι τώρα. Κατά τα άλλα είναι διατηρημένο σε άριστη κατάσταση. Μερικά σημεία έχουν αντικατασταθεί. Το μεγαλύτερο τμήμα που αντικαταστάθηκε είναι ο θώρακας και τα μπροστινά πόδια του ενός αλόγου.

Ιστορική τοποθέτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχαιότερη αναφορά που έχουμε είναι από τον 10ο αιώνα, όταν το έργο αυτό μνημονεύτηκε ως cavalli marmorei. Μέχρι το 1589 βρίσκονταν επάνω σε ένα τεράστιο βάθρο που ήταν επιστρωμένο με μάρμαρο, και όπως πιστεύουμε σήμερα, διακοσμούσε μια τεράστια εγκατάσταση θερμών λουτρών του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Τα ερείπια των λουτρών βρίσκονταν εκεί μέχρι τον 16ο αιώνα. Οι μαρμάρινες πλάκες είχαν την επιγραφή opus Fidiae και opus Praxitelis. Η μια επιγραφή ήταν κάτω από τον ανδριάντα που κρατάει τα χαλινάρια με το αριστερό, η άλλη επιγραφή ήταν κάτω από τον άλλο ανδριάντα. Οι επιγραφές είναι μεταγενέστερες του γλυπτού και προέρχονται μάλλον από τον 2ο αιώνα, από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το 1589 ο Πάπας Σίξτος Ε΄ αντικατέστησε όλο το σύμπλεγμα με ένα καινούργιο αντίγραφο. Οι δύο ανδριάντες χωρίστηκαν και τοποθετήθηκαν σε κάποια μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους. Οι επιγραφές επίσης αντικαταστάθηκαν με καινούργιες. Το 1785 μεταφέρθηκε εκεί ο Οβελίσκος του Μαυσωλείου του Αυγούστου και τοποθετήθηκε ανάμεσα στους δύο ανδριάντες. Το 1818 τελικά προστέθηκε και η μεγάλη πιατέλα του σιντριβανιού.

Το καλλιτεχνικό στιλ κατατάσσεται στην σχολή του Φειδία και είναι όμοιο με τα γλυπτά του Παρθενώνα. Το όνομα του Πραξιτέλη που αναφέρει η επιγραφή ανήκει στον γηραιότερο, τον παππού του ομώνυμου γλύπτη.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Adolf Furtwängler και Heinrich Ludwig Urlichs, επιμ. (1904). Denkmäler griechischer und römischer Skulptur (στα Γερμανικά). Μόναχο: F. Bruckmann AG. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2009.