Δικολάβος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Δικολάβος ονομαζόταν ο νομικός ο οποίος, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, αναλάμβανε να παρέχει νομικές συμβουλές σε κάποιον ή να τον εκπροσωπήσει ενώπιον συγκεκριμένων ειρηνοδικείων στην έδρα των οποίων δεν υπήρχαν αρκετοί δικηγόροι. Η προγενέστερη νομοθεσία χαρακτήριζε τον δικολάβο άμισθο δημόσιο λειτουργό, και για να διοριστεί δεν χρειαζόταν να διαθέτει πτυχίο Νομικής. Το επάγγελμα του δικολάβου ως επάγγελμα έτεινε να εξαφανιστεί, ήδη πριν από τη θέσπιση του νεότερου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), κυρίως επειδή δεν υπάρχουν πια Ειρηνοδικεία που να μην έχουν δικηγόρους, λόγω του πληθωρισμού που χαρακτηρίζει το δικηγορικό επάγγελμα σήμερα. Ο νέος Κώδικας Δικηγόρων (ν. 4194/2013, ΦΕΚ Α' 208/27-9-2013) δεν προβλέπει πλέον το επάγγελμα του δικολάβου και επομένως, λόγω καταργήσεως των προγενεστέρων διατάξεων που προέβλεπαν τα σχετικά με τους δικολάβους (άρθρα 85-90 ν.δ. 3026/1954 περί του κώδικος των δικηγόρων), το επάγγελμα αυτό που είχε το χαρακτήρα άμισθου δημοσίου λειτουργήματος δεν υφίσταται πλέον στην ελληνική έννομη τάξη. Η εκπροσώπηση διαδίκων ενώπιον των δικαστηρίων και η παροχή νομικών συμβουλών είναι αποκλειστικό έργο των δικηγόρων.

Προϋποθέσεις διορισμού δικολάβου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον προγενέστερο κώδικα δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), δικολάβος μπορούσε να διοριστεί κάποιος μόνο εάν δεν υπήρχαν 4 τουλάχιστον δικηγόροι ή ασκούμενοι δικηγόροι στην έδρα κάποιου Ειρηνοδικείου. Στην περίπτωση που πληρούνταν η προϋπόθεση αυτή, επιτρεπόταν η εκπροσώπηση και υπεράσπιση των διαδίκων ενώπιον του Ειρηνοδικείου αυτού και ενώπιον του μεταβατικού Μονομελούς Πλημμελειοδικείου που συνεδριάζει στην έδρα του Ειρηνοδικείου τούτου από δικολάβο. Βέβαια, σε κάθε Ειρηνοδικείο δεν μπορούν να διοριστούν παραπάνω από 4 δικολάβοι.

Προσόντα & τρόπος διορισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για να διοριστεί κάποιος ως δικολάβος έπρεπε: α) να ήταν Έλληνας πολίτης ή πολίτης κράτους του ΕΟΧ, β) να είχε συμπληρώσει το 21ον έτος της ηλικίας του και να μην ήταν δημόσιος υπάλληλος, γ) να είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ή να είχε απαλλαγεί νομίμως από αυτές, δ) να είχε την ικανότητα να παρίσταται στα Δικαστήρια και να μη διατελεί σε δικαστική συμπαράσταση και να μην είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, ε) να μην είχε καταδικαστεί για οποιοδήποτε κακούργημα ή για κάποιο πλημμέλημα συνεπεία του οποίου στερήθηκε των πολιτικών του δικαιωμάτων, στ) να είχε απολυτήριο τουλάχιστον Λυκείου ή ισότιμης Σχολής, ή τουλάχιστον πενταετή προϋπηρεσία σε θέση γραμματέα δικαστηρίου και ζ) να είχε επιτύχει σε εξετάσεις ενώπιον Επιτροπής αποτελούμενης από τον Προέδρου και τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου, της περιφέρειας στην οποία υπάγεται το Ειρηνοδικείο στο οποίο ήθελε να ασκήσει ο δικολάβος τα καθήκοντά του. Απαλλασσόταν της εξέτασης ο πτυχιούχος Ανωτάτης Σχολής.
Εφόσον πληρούνταν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο Δικολάβος διοριζόταν με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιευόταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και ανακοινωνόταν στον Δικηγορικό Σύλλογο στην περιφέρεια του οποίου έδρευε το Ειρηνοδικείο όπου θα ασκούσε τα καθήκοντά του. Στη συνέχεια, ο δικολάβος μπορούσε να αναλάβει τα καθήκοντά του αφού πρώτα έδινε τον όρκο του Δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον του Ειρηνοδικείου που είχε διοριστεί και κατέβαλε την ετήσια εισφορά υπέρ του τοπικού Δικηγορικού Συλλόγου.

Υποχρεώσεις δικολάβου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δικολάβος υπέκειτο στις ίδιες υποχρεώσεις με τους δικηγόρους, που προέβλεπε το άρθρο 46 του προϊσχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων. Δηλαδή: 1) ο δικολάβος όφειλε να εκτελεί την εντολή που του ανέθετε ο πελάτης του ευσυνείδητα και με επιμέλεια, προσπαθώντας να λύσει πρώτα με συμβιβασμό τις διαφορές και να συμβάλλει στην επικράτηση της αληθείας και του δικαίου, και 2) ο δικολάβος όφειλε να μην υπερασπίζεται παράνομες και προφανώς άδικες υποθέσεις, ν' απέχει από κάθε πλάγιο τρόπο υπεράσπισης, να μην παραμελεί την εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε και να μην παρελκύει τις δίκες. Επίσης, ο δικολάβος ήταν υποχρεωμένος να διατηρεί γραφείο στην έδρα του Ειρηνοδικείου όπου ήταν διορισμένος.

Πειθαρχική δικαιοδοσία & πειθαρχικά παραπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δικολάβοι υπέκειντο, όπως και οι Δικηγόροι σε πειθαρχική δίωξη ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου ασκούσαν το επάγγελμά τους. Οι δικολάβοι μπορούσαν να διωχθούν πειθαρχικά, σε γενικές γραμμές, για τα ίδια πειθαρχικά αδικήματα που ισχύουν και για τους δικηγόρους και ιδίως εάν ασκούσαν παράλληλα και επάγγελμα ασυμβίβαστο με αυτό του δικηγόρου ή δεν ασκούν πραγματικά το επάγγελμά τους από γραφείο στην έδρα του Δικαστηρίου όπου είναι διορισμένοι.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ν.Δ. 3026 της 6/8-10-1954(ΦΕΚ Α 235) "Περί του Κώδικος των δικηγόρων", ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι' "Περί δοκίμων Δικηγόρων και Δικολάβων (άρθρα 85-90)" ν. 4194/2013 ¨Κώδικας Δικηγόρων" (ΦΕΚ Α 208/2013)