Μετάβαση στο περιεχόμενο

Διακειμενικότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Τζούλια Κρίστεβα, που εισήγαγε για πρώτη φορά τον όρο διακειμενικότητα

Η διακειμενικότητα είναι ένα φιλολογικό και θεωρητικό πλαίσιο που υποστηρίζει ότι κάθε κείμενο είναι ενταγμένο σε ένα ευρύτερο πλέγμα σχέσεων με άλλα κείμενα. Αυτές οι σχέσεις εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους, όπως αναφορές, παραπομπές, επανερμηνείες και παραφράσεις.

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έννοια αυτή αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του γαλλικού όρου «intertextualité»[1] ή του αγγλικού «intertextuality»·[1] τον όρο εισήγαγε στις γραμματολογικές σπουδές η Γαλλίδα θεωρητι­κός Τζούλια Κρίστεβα (Julia Kristeva),[2] [1] και αναπτύχθηκε εκτενώς από τη θεωρία του Ρώσου φιλoσόφου Μιχαήλ Μπαχτίν(en:Mikhail Bakhtin)[1] και άλλους λογοτεχνικούς κριτικούς, που υποστήριξαν ότι η κατανόηση ενός κειμένου δεν μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από το πολιτισμικό και κειμενικό του πλαίσιο.

Θεωρητικές προσεγγίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη θεωρία της διακειμενικότητας, κάθε κείμενο δεν είναι ένα απομονωμένο έργο, αλλά ένα «δίχτυ» σχέσεων και επιρροών που συνδέεται με προηγούμενα και σύγχρονα κείμενα. Αυτή η σχέση μπορεί να εκφράζεται με διάφορους τρόπους: από τις άμεσες αναφορές σε άλλα κείμενα και τις παραπομπές, μέχρι τις πιο υποδόριες επιρροές που διαμορφώνουν τη δομή και το περιεχόμενο του κειμένου. Η διακειμενικότητα αναδεικνύει τη δυναμική φύση των κειμένων, υπογραμμίζοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ τους και την επίδραση που έχουν οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες στη δημιουργία τους.

Η ιδέα αυτή έχει σημαντικές συνέπειες για τον τρόπο που αναλύουμε και ερμηνεύουμε τα κείμενα. Αντί να τα βλέπουμε ως αυθύπαρκτα αντικείμενα, τα εξετάζουμε ως μέρη ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου πλέγματος που ενσωματώνει επιρροές και αναφορές από το παρελθόν και το παρόν. Αυτή η προσέγγιση διευρύνει τις δυνατότητες ερμηνείας και μας επιτρέπει να κατανοήσουμε βαθύτερα τις ποικίλες σημασίες και τις πολιτισμικές αναφορές που εμπεριέχονται σε κάθε κείμενο.

«Η έννοια της διακειμενικότητας συνεπώς έχει δύο όψεις. Από τη μια πλευρά, χάρη στις διακειμενικές αναφορές, το κεί­μενο αποκτά τις προσδιοριστικές συντεταγμένες του, τοποθε­τείται σε σχέση με την παλαιότερη ή και σύγχρονή του λογο­τεχνική παραγωγή και εγγράφεται σε έναν ιστορικά και κοινω­νικά προσδιορισμένο χώρο. Με άλλα λόγια, η διακειμενική συγκρότηση ενός κειμένου προδίδει τις αναγκαιότητες που το παρήγαγαν. Από την άλλη πλευρά, όμως, κάθε ανάγνωση εί­ναι συνάρτηση μίας άλλης μορφής διακειμενικότητας: κάθε κείμενο γίνεται κατανοητό μέσα από το σύνολο της αναγνω­στικής εμπειρίας μας.»[3]

Εφαρμογές στη Λογοτεχνία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το εξώφυλλο τού μυθιστορήματος Οδυσσέας τού Τζέιμς Τζόυς

Το μυθιστόρημα Οδυσσέας τού Τζέιμς Τζόυς αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα εφαρμογής της διακειμενικότητας στη λογοτεχνία. Ο Οδυσσέας, δημοσιευμένος το 1922, αποτελεί ένα υπερκείμενο που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην Οδύσσεια του Ομήρου, η οποία λειτουργεί ως υποκείμενο. Η σύνδεση αυτή καθιστά το έργο τού Τζέιμς Τζόυς ένα πολύπλοκο και πολυεπίπεδο κείμενο που παίζει με την αρχαία ελληνική επική ποίηση, επαναπροσδιορίζοντάς την στο σύγχρονο πλαίσιο τού 20ού αιώνα. Η διακειμενική προσέγγιση τού Οδυσσέα επεκτείνεται πέρα από την Οδύσσεια, συμπεριλαμβάνοντας πλήθος άλλων λογοτεχνικών και πολιτισμικών αναφορών. Αυτό δημιουργεί ένα πλούσιο διακειμενικό πεδίο, στο οποίο οι αναγνώστες καλούνται να αναγνωρίσουν και να ερμηνεύσουν τις αναφορές, δημιουργώντας μια πολυεπίπεδη αναγνωστική εμπειρία.

Οι αναφορές σε έργα όπως η Θεία Κωμωδία του Δάντη, τα έργα τού Σαίξπηρ και πολλών άλλων, ενισχύουν την πολυπλοκότητα του έργου και υπογραμμίζουν τη βαθιά σύνδεση με τη λογοτεχνική παράδοση.

Συμβολή στη μελέτη κειμένων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Όταν λέμε ότι τα κείμενα μιλούν για άλλα κείμενα, δεν πρέπει να μας έρχονται απαραίτητα στο νου οι επιδράσεις που ασφαλώς υπάρχουν μεταξύ λογοτεχνών. Σύμφωνα με τη θεωρία της διακειμενικότητας, είναι πολύ πιθανό δύο κείμενα να συνδέονται μεταξύ τους χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει οι δημιουργοί τους (π.χ. μπορεί να αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου τη στιγμή που έγραφαν τα έργα τους ή να πρόκειται για κείμενα δύο εντελώς διαφορετικών εποχών κτλ.). Μ' άλλα λόγια, είναι δυνατόν τα κείμενα να «συνομιλούν» μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τη θέληση ή τους αρχικούς στόχους των δημιουργών τους. Συνεπώς, καθήκον του αναγνώστη και, κυρίως, του μελετητή είναι να μπορέσει να εξηγήσει αυτή τη συνομιλία και στη συνέχεια να ελέγξει κατά πόσον επηρεάζεται από αυτήν η ερμηνεία του κάθε κειμένου. Για να το επιτύχει αυτό, θα πρέπει όχι μόνο να αναλύσει το κάθε κείμενο καθαυτό ή σε σχέση με την εξωκειμενική πραγματικότητα, αλλά να επιχειρήσει τη λεγόμενη διακειμενική ανάγνωση και ερμηνεία· να επιχειρήσει, δηλαδή, μια παράλληλη προσέγγιση των δύο (ή και περισσότερων) κειμένων, προκειμένου να καταδείξει καταρχήν τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους και στη συνέχεια να την ερμηνεύσει.»[4]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Ζήρας 2007, σελ. 503.
  2. Kristeva 1980, σελ. 66.
  3. Ζήρας 2007, σελ. 504.
  4. Παρίσης & Παρίσης 2013, σελ. 44—45.