Δελφίνιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
* Για τις αρχαίες ελληνικές σημασίες της λέξεως δείτε Δελφίνιον.


Δελφίνιο
Ταξιανθία του είδους Delphinium elatum
Ταξιανθία του είδους Delphinium elatum
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Dicotyledoneae)
Τάξη: Βατραχιώδη (Ranunculales)
Οικογένεια: Βατραχιοειδή (Ranunculaceae)
Γένος: Δελφίνιο
(Delphinium)
L.

Το δελφίνιο (επιστημονική-λατινική ονομασία Delphinium) είναι γένος ετήσιων και πολυετών ποωδών δικοτυλήδονων φυτών, με περίπου 300 είδη. Φύονται στη φύση σε όλο το Βόρειο Ημισφαίριο και στα υψηλά βουνά της Αφρικής κοντά στον ισημερινό. Τα σύγχρονα δεδομένα από την ανάλυση του DNA υποδεικνύουν ότι το συγγενικό γένος Consolida ή Aconitella (με περίπου 40 είδη ετήσιων φυτών) θα έπρεπε να υπάγεται κανονικά στο γένος δελφίνιο.[1] Η ονομασία του γένους προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη για το δελφίνι και χρησιμοποιήθηκε στην κλασική πραγματεία του Διοσκορίδου Περί ύλης ιατρικής για κάποιο είδος φαρμακευτικού φυτού[2][3][4], με τον συγγραφέα να γράφει ότι το φυτό αυτό ονομάσθηκε έτσι επειδή τα άνθη του μοιάζουν με δελφινάκια.[5]

Τα είδη του γένους είναι όλα δηλητηριώδη για τον άνθρωπο και τα ζώα των κτηνοτρόφων.[6]

Ενδιαίτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα είδη με κοντά στελέχη και λίγα άνθη, όπως π.χ. τα Delphinium nuttallianum και Delphinium bicolor, φύονται σε λιβάδια και θαμνότοπους. Τα ψηλά και πιο ρωμαλέα είδη με πολλά άνθη, όπως το Delphinium occidentale, εμφανίζονται συχνότερα σε δάση.[7]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα άνθη των περισσότερων ειδών δελφινίου έχουν 5 σέπαλα και 4 πέταλα, όπως αυτό του Delphinium nuttallianum.

Τα φύλλα του δελφινίου είναι λοβοειδή με τρεις έως επτά λοβούς με μυτερή κορυφή και οδοντωτό χείλος. Το κύριο ανθοφόρο στέλεχος είναι κατακόρυφο και ποικίλλει πολύ σε μέγεθος από είδος σε είδος, από 10 περίπου εκατοστά σε κάποια αλπικά είδη μέχρι 2 μέτρα στα μεγαλύτερα είδη των λιβαδιών.

Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο (στο Βόρειο Ημισφαίριο) το φυτό ανθοφορεί στην κορυφή του με ταξιανθία τύπου βότρυος και χρώμα των λουλουδιών από ιώδες και γαλανό μέχρι ερυθρό, κίτρινο ή λευκό. Τα άνθη είναι πλευρικώς συμμετρικά και φέρουν πολλούς στήμονες το καθένα.[7] Τα άνθη των περισσότερων ειδών δελφινίου έχουν 5 σέπαλα, που μοιάζουν με πέταλα και αναπτύσσονται μαζί, σχηματίζοντας μια κοιλότητα με προεξοχή σαν λόγχη στο άκρο, που κατά το προαναφερθέν έδωσε στο φυτό την ονομασία του, συνήθως μπλε ή βαθυγάλαζη. Μέσα από τα σέπαλα υπάρχουν 4 αληθή πέταλα, μικρά και δυσδιάκριτα, με χρώμα συνήθως παρόμοιο με εκείνο των σεπάλων. Η μακριά λόγχη του ανώτερου σεπάλου περιβάλλει τα νεκταροφόρα άκρα των δύο ανώτερων πετάλων.[8]

Οι σπόροι είναι μικροί και συχνά έχουν χρώμα γυαλιστερό μαύρο. Τα άνθη επικονιάζονται από πεταλούδες και μπούμπουρες. Παρά την τοξικότητά τους, είδη του δελφινίου τρώγονται από μερικές κάμπιες.

Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οριοθέτηση του γένους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπογένη του Delphinium και συγγενικές ομάδες

Η γενετική ανάλυση υποδεικνύει ότι το Delphinium «εν τη ευρεία εννοία», όπως οριοθετήθηκε πριν τον 21ο αιώνα, είναι πολυφυλετικό γένος. Εντός αυτού «βρίσκονται» τα γένη Aconitella/Consolida και ακόνιτο (Aconitum). Προκειμένου να καταστεί το Delphinium μονοφυλετικό, έχουν επιχειρηθεί αρκετές ταξινομικές τροποποιήσεις. Ορίσθηκε το νέο γένος Staphisagria με τα είδη Staphisagria macrosperma (πρώην Delphinium staphisagria), Staphisagria requienii (Delphinium requini) και Staphisagria picta (Delphinium pictum), που αντιπροσωπεύουν την «αδελφή ομάδα» όλων των άλλων δελφινίων.[9][10] Περαιτέρω γενετική ανάλυση έχει δείξει ότι τα δύο μεγάλα υπογένη Aconitum (Aconitum) και Aconitum (Lycoctonum) είναι αδελφή ομάδα των Aconitum gymnandrum, Delphinium (Delphinium), Delphinium (Delphinastrum), Consolida και Aconitella. Προκειμένου να καταστεί το Aconitum μονοφυλετικό, το είδος A. gymnandrum επαναταξινομήθηκε στο νέο μονοτυπικό γένος Gymnaconitum. Τέλος, τα γένη Consolida και Aconitella έγιναν συνώνυμα του Delphinium.[11][12]

Υπογένη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος Delphinium arthriscifolium είναι αδελφό προς όλα τα άλλα είδη δελφινίου της «στενής εννοίας» (δηλαδή εξαιρώντας τα Staphisagria). Θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε δικό του ξεχωριστό υπογένος, αλλά δεν έχει γίνει ακόμα πρόταση να ονομασθεί αυτό το υπογένος. Τα υπογένη Delphinium (Delphinium) και Delphinium (Delphinastrum) είναι αδελφά ως προς την ομάδα που αποτελούν τα είδη των Consolida και Aconitella, τα οποία μαζί συνιστούν το υπογένος Delphinium (Consolida). Η Aconitella δεν μπορεί να διατηρηθεί ούτε ως υπογένος, επειδή η Aconitella barbata δεν ταιριάζει με τα παραμένοντα είδη που ταξινομούνταν προηγουμένως σε αυτό το γένος, χωρίς να δημιουργηθούν 5 περαιτέρω υποείδη.[12]

Επιλεγμένα είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των τριακοσίων περίπου ειδών δελφινίου, τουλάχιστον 11 από τα οποία είναι αυτοφυή (ιθαγενή) στην Ελλάδα, συγκαταλέγονται και τα εξής:

Επαναταξινομηθέντα είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρκετά είδη του Delphinium έχουν επαναταξινομηθεί, όπως τα εξής[12]:

  • D. pictum στο Staphisagria picta
  • D. requienii στο Staphisagria requienii
  • D. staphisagria στο Staphisagria macrosperma (είδος αυτοφυές και στην Ελλάδα)

Καλλιέργεια ως καλλωπιστικού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυτά δελφινίου εκτιθέμενα στην Ανθοκομική Έκθεση του Τσέλσι
Μια καλλιεργητική ποικιλία δελφινίου

Διάφορα δελφίνια καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά κήπου. Τα πολυάριθμα υβρίδια και καλλιεργητικές ποικιλίες του γένους δίνουν ύψος στο πίσω όριο του κήπου, μαζί με τριανταφυλλιές και γεράνια. Τα περισσότερα κατάγονται από το είδος Delphinium elatum. Ο υβριδισμός του γένους αναπτύχθηκε από τον άνθρωπο τον 19ο αιώνα, με πρωτοστάτη τον Βικτόρ Λεμουάν στη Γαλλία.[13] Μερικές διασταυρώσεις ήταν μεταξύ των ειδών D. brunonianum, D. cardinale, D. cheilanthum και D. formosum.[14]

Τα ετήσια φυτά πολλαπλασιάζονται με σπόρο στις αρχές του φθινοπώρου και έναν μήνα αργότερα μεταφυτεύονται στο παρτέρι τους, σε αποστάσεις 25 έως 35 εκατοστών το ένα από το άλλο. Τα πολυετή φυτά πολλαπλασιάζονται επίσης με σπόρο, αλλά και με χώρισμα της τούφας στις αρχές της άνοιξης, ενώ μεταφυτεύονται αμέσως στην οριστική θέση τους και σε αποστάσεις 50 εκατοστών το ένα από το άλλο. Για τη διευκόλυνση μιας νέας ανθοφορίας, κόβονται οι ανθοφόροι βλαστοί αμέσως μόλις «ξανθίσουν».

Το δελφίνιο γενικώς είναι αρκετά ανθεκτικό και στην ξηρασία. Ευδοκιμεί σε εδάφη ελαφρά, δροσερά, βαθιά, και χρειάζεται να το «βλέπει ο ήλιος».

Εκτός από φυτά κήπου, αρκετές καλλιεργητικές ποικιλίες χρησιμεύουν και για την παραγωγή κομμένων ανθέων και την ανθοτεχνία, καθώς χάρη στα μακριά τους ανθικά στελέχη και τα έντονα χρώματά τους . Τα άνθη διατίθενται σε αποχρώσεις του λευκού, του ρόδινου, του μοβ και του γαλάζιου. Το ανθοφόρο φυτό χρησιμεύει επίσης για επιδείξεις και εξειδικευμένους διαγωνισμούς σε ανθοκομικές και κηπουρικές εκθέσεις.[15]

Περαιτέρω χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο χυμός των λουλουδιών του γένους, ιδιαιτέρως του είδους Delphinium consolida, αναμεμιγμένος με στυπτηρία, δίνει μια κυανή μελάνη.[16] Επιπλέον, η τοξική ουσία «δελφινίνη», ένα αλκαλοειδές που περιέχεται στο φυτό (κυρίως όμως στους σπόρους του παλαιού είδους D. staphisagria), είχε χρησιμεύσει κατά το παρελθόν ως φάρμακο κατά του άσθματος και της νευρικής ή αλλεργικής δύσπνοιας.

Τοξικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οποιοδήποτε μέρος του φυτού κάθε είδους δελφινίου θεωρείται τοξικό για τον άνθρωπο, ιδίως τα πιο νεαρά μέρη[6], καθώς προκαλούν έντονη πεπτική δυσφορία αν καταποθούν και ερεθισμό αν έρθουν σε επαφή με το δέρμα.[6][17] Molecular data show that Consolida, as well as another segregate genus, Aconitella, are both embedded in Delphinium.[18] [8][19] Ο λόγος είναι ότι περιέχουν διάφορα διτερπενοειδή αλκαλοειδή, με χαρακτηριστικότερο τη μεθυλλυκακονιτίνη, με υψηλότερη περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή στους σπόρους, έως και 1,4%. Ιδίως τα υψηλότερα είδη δελφινίου αποτελούν σημαντική αιτία δηλητηριάσεων βοοειδών σε βοσκοτόπους των δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών.[20] Ο θάνατος των ζώων επέρχεται εξαιτίας καρδιοτοξικών και νευρομυΐκών επιδράσεων, και μπορεί να συμβεί μέσα σε λίγες ώρες μετά την κατανάλωση.[21]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jabbour, F.; Renner, S.S. (2011). «Consolida and Aconitella are an annual clade of Delphinium (Ranunculaceae) that diversified in the Mediterranean basin and the Irano-Turanian region». Taxon 60 (4): 1029-1040. doi:10.1002/tax.604007. 
  2. Gledhill, D. (2008). The Names of Plants (4η έκδοση). Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9780511480232. OCLC 348190404. 
  3. Bailly, Anatole (1 Ιανουαρίου 1981). Abrégé du dictionnaire grec français. Παρίσι: Hachette. ISBN 978-2010035289. OCLC 461974285. 
  4. Bailly, Anatole. «delphinium». Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2017 – μέσω Tabularium. 
  5. Dioscorides, P. (1829). Sprengel, K.P.J., επιμ. Pedanii Dioscoridis Anazarbei De materia medica libri quinque. Tomus Primus. Λειψία: Knobloch. σελίδες 420–421. Flos albae violae similis, purpurascens, delphinorum effigie, unde et nomen adepta est planta. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Wiese, Karen (2013). Sierra Nevada Wildflowers: A Field Guide To Common Wildflowers And Shrubs Of The Sierra Nevada, Including Yosemite, Sequoia, And Kings Canyon National Parks (2η έκδοση). Falcon Guides. σελ. 52. ISBN 978-0762780341. 
  7. 7,0 7,1 Taylor, Ronald J. (1994) [1992]. Sagebrush Country: A Wildflower Sanctuary (αναθεωρημένη έκδοση). Missoula, MT: Mountain Press Pub. Co. σελ. 36. ISBN 0-87842-280-3. OCLC 25708726. 
  8. 8,0 8,1 Warnock, Michael J. (1993). «Delphinium». Στο: Hickman, James C., επιμ. The Jepson Manual: Higher Plants of California. University and Jepson Herbaria. http://ucjeps.berkeley.edu/cgi-bin/get_JM_treatment.pl?6434,6462. Ανακτήθηκε στις 2012-12-08. 
  9. Jabbour, Florian; Renner, Susanne (2011). «Resurrection of the genus Staphisagria J. Hill, sister to all the other Delphinieae (Ranunculaceae)». PhytoKeys (7): 21-26. doi:10.3897/phytokeys.7.2010. ISSN 1314-2003. PMID 22287922. 
  10. Jabbour, Florian; Renner, Susanne S. (2012). «A phylogeny of Delphinieae (Ranunculaceae) shows that Aconitum is nested within Delphinium and that Late Miocene transition to long life cycles in the Himalayas and Southwest China coincide with bursts in diversification». Molecular Phylogenetics and Evolution 62 (3): 928-942. doi:10.1016/j.ympev.2011.12.005. PMID 22182994. 
  11. Wang, Wei; Liu, Yang; Yu, Sheng-Xiang; Gai, Tian-Gang; Chen, Zhi-Duan (2013). «Gymnaconitum, a new genus of Ranunculaceae endemic to the Qinghai-Tibetan Plateau». Taxon 62 (4): 713-722. doi:10.12705/624.10. http://ir.ibcas.ac.cn/handle/2S10CLM1/13542. 
  12. 12,0 12,1 12,2 Jabbour, Florian; Renner, Susanne S. (Μάρτιος 2012). «A phylogeny of Delphinieae (Ranunculaceae) shows that Aconitum is nested within Delphinium and that Late Miocene transitions to long life cycles in the Himalayas and Southwest China coincide with bursts in diversification». Molecular Phylogenetics and Evolution 62 (3): 928-942. doi:10.1016/j.ympev.2011.12.005. PMID 22182994. 
  13. Rindels, Sherry (2013). «Delphiniums» (PDF). Iowa State Cooperative Extension. 
  14. «History of Delphiniums in cultivation». Dowdeswell's Delphiniums. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2013. 
  15. Bassett, David (2006). Delphiniums. Ηνωμένο Βασίλειο: Batsford. σελ. 160. ISBN 978-0713490022. 
  16. Figuier, L. (1867). The Vegetable World, Being a History of Plants. Harvard University. σελ. 396. 
  17. RHS A-Z encyclopedia of garden plants. United Kingdom: Dorling Kindersley. 2008. σελ. 1136. ISBN 978-1405332965. 
  18. Jabbour, F.; Renner, S. S. (2011). «Consolida and Aconitella are an annual clade of Delphinium (Ranunculaceae) that diversified in the Mediterranean basin and the Irano-Turanian region». Taxon 60 (4): 1029–1040. doi:10.1002/tax.604007. 
  19. Olsen, J.D.; Manners, G.D.; Pelletier, S.W. (1990). «Poisonous properties of larkspur (Delphinium spp.)». Collectanea Botanica (Βαρκελώνη) 19: 141-151. doi:10.3989/collectbot.1990.v19.122. 
  20. «Larkspur Fact Sheet». Logan, Utah: United States Department of Agriculture, Agricultural Research Service, Poisonous Plant Research. 
  21. Smith, Bradford (2002). Large Animal Internal Medicine (3η έκδοση). St. Louis: Mosby. σελ. 252. ISBN 978-0-323-00946-1. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ταμβάκης, Ν.Χ.: το λήμμα «δελφίνιον» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 10, σσ. 577-578

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]