Γόνδολα (αποσαφήνιση)
Εμφάνιση
Η λατινογενής λέξη Γόνδολα (Gondola) που αποτελεί αντιδάνειο της αρχαίας ελληνικής λέξης «κόνδυ» μπορεί να αναφέρεται στις παρακάτω περιπτώσεις:
- Γόνδολα: Ενετικός τύπος ελαφρού σκάφους,
- Γόνδολα: Σκεύος (ποτήρι) του μεσαίωνα καθώς και πλύσης οφθαλμών,
- Γόνδολα: Είδος άμαξας (Gondole).
- Επίσης «γόνδολα» ή καλάθι ονομάζεται το τμήμα του αερόστατου που φέρει τους επιβάτες ή το ωφέλιμο φορτίο, σε αντιδιαστολή με το τμήμα που προκαλεί την άνωση.
- Ακόμη "Γόνδολα" έχει επικρατήσει να ονομάζεται η διάταξη σε ευθείες γραμμές των ραφιών στα Super Markets.
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν. Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα. |