Βλέννη ούρων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα νήματα βλέννης ούρων είναι ένα συχνό εύρημα στα ούρα όταν αυτά εξετάζονται στο εργαστήριο στα πλαίσια της γενικής εξέτασης ούρων. Για να τα δούμε θα πρέπει τα ούρα να φυγοκεντρηθούν και να μικροσκοπηθεί το ίζημα είτε με απλό μικροσκόπιο είτε με μικροσκόπιο αντίθετης φάσης. Έχει αποδειχθεί ότι ένα μέρος της βλέννης προέρχεται από το ουροποιητικό σύστημα αφού έχει βρεθεί σε αυτή η πρωτεΐνη Tamm-Horsfall συστατικό των επιθηλιακών κυττάρων του ουροποιητικού συστήματος και βασικό συστατικό των κυλίνδρων που παρατηρούνται στα ούρα σε παθολογικές καταστάσεις. Η υπόλοιπη προέρχεται από το γεννητικό σύστημα και ιδιαίτερα από το κολπικό επιθήλιο των γυναικών.

Η μακροσκοπική παρατήρηση της βλέννης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σπάνια η παρουσία βλέννης φαίνεται μακροσκοπικά. Σε αυτή την περίπτωση διαπιστώνεται από τη θολερότητα που προκαλεί στα ούρα.

Η μικροσκόπηση παρατήρηση της βλέννης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βλέννη στο μικροσκόπιο φαίνεται με δύο μορφές, ως νημάτια και ως νεφέλωμα ή ίνες βλέννης. Τα νημάτια βλέννης μοιάζουν με τους υαλώδεις κυλίνδρους, μία προσεκτική όμως παρατήρηση της κυλινδροειδούς δομής των κυλίνδρων και των στρογγυλών άκρων τους επιτρέπουν τη έγκυρη διάκρισή τους από αυτά. Για την μικροσκοπική παρατήρηση της βλέννης πρέπει να χρησιμοποιείται χαμηλός φωτισμός. Καλύτερα να χρησιμοποιείται μικροσκόπιο αντίθετης φάσης.

Αναπαράσταση νεφελώματος βλέννης στο μικροσκόπιο
Αναπαράσταση ινών βλέννης στο μικροσκόπιο

Η κλινική σημασία της βλέννης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον άνδρα η παρουσία ινιδίων βλέννης συνδέεται με την χρόνια προστατίτιδα, την κυστίτιδα (λοίμωξη της ουροδόχου κύστης) καθώς και με την οπίσθια ουρηθρίτιδα.
Στη γυναίκα η βλέννη των ούρων συνδέεται με την κυστίτιδα αφού η ουροδόχος κύστη της μπορεί να μολυνθεί «εύκολα» από τη χλωρίδα του κόλπου και του προδόμου. Ο λόγος είναι ότι η γυναικεία ουρήθρα όχι μόνο είναι βραχεία αλλά εκτελεί και κατά το πέρας της ουρήσεως κάποια εισροφητική κίνηση που επιτρέπει στα μικρόβια να ανέβουν απ’ το πρόδομο προς τον αυλό της και στη συνέχεια να φθάσουν στην κύστη. Τα μικρόβια αυτά είναι συνήθως βακτηρίδια (αρνητικά κατά Gram) αλλά και χλαμύδια ή ουρεόπλασμα.
Βασικό σύμπτωμα της κυστίτιδας είναι η έκκριση μεγαλύτερης ποσότητας κολπικού υγρού. Επιπλέον τα ούρα μπορεί να είναι θολά ή/και αιματηρά και σε χρόνιες ιδίως καταστάσεις περιέχουν πολλά ινίδια ή νεφελώματα βλέννης. Η μικροσκόπηση των ούρων θα δείξει άφθονα πυοσφαίρια και ίσως και ερυθρά αιμοσφαίρια, άφθονη βλέννη και πολλούς μικροοργανισμούς.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κεχαγιάς Π. Η ουρολογία του οικογενειακού γιατρού. Επιστημονικές εκδόσεις Μ. Παρισιάνου. Αθήνα 1990.
  • Αρσένη Α. Εξετάσεις ούρων στην εργαστηριακή διαγνωστική. Εκδόσεις Ζήτα 2003.
  • Καρκαλούσος Π. 'Τεχνικές Μικροσκόπησης ούρων Έκδοση ΤΕΙ Αθηνών 2006.
  • Ιωαννίδης Ι. Κλινική Χημεία Ι: Ανάλυση Ούρων: Θεωρία. Εκδόσεις Γιαχούδη, Θεσσαλονίκη 2004.
  • Ιωαννίδης Ι. Κλινική Χημεία Ι: Ανάλυση Ούρων: Εργαστήριο. Εκδόσεις Γιαχούδη. Θεσσαλονίκη 2002.
  • Πισπίνη Ι. Εργαστηριακά μαθήματα κλινικής χημείας Ι. ΤΕΙ Αθηνών 1997.