Βιολογικές και Φυσιολογικές Μετρήσεις στην Ψυχολογία της Υγείας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σύμφωνα με τις Luecken και Gallo[1] η έρευνα της Ψυχολογίας Υγείας εστιάζει πλέον στην αλληλεπίδραση των βιολογικών και ψυχοκοινωνικών δεικτών και πώς λειτουργούν ως όλον. Ακολουθείται συγκεκριμένη μεθοδολογία για τη συλλογή του βιολογικού δείγματος και τυποποιημένες νόρμες για την αξιόπιστη και έγκυρη αξιολόγηση των τιμών που θα προκύψουν.

Η Αξιογόγηση του Ανοσοποιητικού Συστήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αξιολόγηση του ανοσοποιητικού συστήματος μπορεί να διαφοροποιηθεί σε in vivo και in vitro διαδικασίες. Οι in vivo μετρήσεις τυπικά περιλαμβάνουν την υποβολή σε δοκιμασίες το ανοσοποιητικού συστήματος και στη συνέχεια την συνολική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των δοκιμασιών. Στόχος είναι να προκληθεί ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού προκειμένου να χαρακτηριστούν οι αντιδράσεις του.[1]

1.1. Μετρήσεις In Vivo[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξετάζουν το κατά πόσο ο οργανισμός παράγει φυσιολογικές αντιδράσεις στα εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα που απειλούν την ομοιόστασή του. Στην περίπτωση της ανοσολογίας, μπορεί να σημαίνει την αξιολόγηση μιας επιθυμητής αντίδρασης, όπως είναι η ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων κατά την ευαισθητοποίηση του οργανισμού σε ένα αντιγόνο, ή μια ανεπιθύμητη αντίδραση, όπως είναι η αλλεργία.[1]

Μετρήσεις In Vivo στην Ψυχολογία Υγείας

Σφυγμός, Θερμοκρασία Σώματος, Καρδιογράφημα, Ακτινογράφημα

Δείκτες φλεγμονής στο αίμα :
  • Κυτοκίνες (συνήθως τις ιντερλευκίνες IL – 1, IL – 6)
  • Παράγοντας Νέκρωσης Όγκου (TNF – β)
  • Οξεία φάση πρωτεΐνης C μαζί με τα αντιδρόντα της (CRP)
Ανάλυση Σιέλου:
  • Αξιολόγηση της ανοσολογικής αντίδρασης των αντισωμάτων και των κυτοκινών.
  • Δεν απαιτείται οι ερευνητές να έχουν εξειδικευτεί για τη συλλογή του δείγματος,
  • Δεν απαιτείται ειδικός εργαστηριακός εξοπλισμός.
  • Η διαδικασία συλλογής είναι ανώδυνη, ευκολόχρηστη, θεμιτή για ευάλωτους πληθυσμούς (π.χ. κλινικοί ασθενείς ή παιδιά).
  • Συστήνεται όταν υπάρχει ανάγκη επαναλαμβανόμενης (ίσως καθημερινής) δειγματοληψίας.

1.2. Μετρήσεις In Vitro[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι in vitro (= "σε δοκιμαστικό σωλήνα") διαδικασίες αναφέρονται σε αντίστοιχα πειράματα αποσπασμένων μερών εκτός του ζωντανού οργανισμού. Η αξιολόγηση στοχεύει σε συγκεκριμένα κύτταρα, πρωτεΐνες ή αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος.[1]

  • Κυτταρομετρία Ροής: Πρόκειται για αυτοματοποιημένη μέθοδο ανάλυσης φυσικοχημικών χαρακτηριστικών, κατάλληλα προετοιμασμένων κύτταρων ή σωματιδίων. Η ανάλυση γίνεται με βάση τον εκπεμπόμενο φθορισμό και τη σκέδαση του φωτός. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι το υπό εξέταση δείγμα να είναι σε μορφή εναιωρήματος. Έτσι παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού σκεδαστικών χαρακτηριστικών και αντιγόνων επιφανείας, αλλά και αντιγόνων του κυτταροπλάσματος και του πυρήνα σε οποιοδήποτε κυτταρικό πληθυσμό, βάσει του οποίου προκύπτει χαρακτηρισμός του κυτταρικού πληθυσμού. Παράλληλα επιτρέπει τον προσδιορισμό των φάσεων του κυτταρικού κύκλου και της ανευπλοειδίας στον υπό διερεύνηση κυτταρικό πληθυσμό. Μελετάει επιπλέον και τη λειτουργική ικανότητα των κυττάρων, όπως την ανοσιακή απάντηση σε αντιγόνα, τη φαγοκυττάρωση, τη χημειοταξία και την οξειδωτική έκρηξη. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι εξαιρετικά σημαντική η κατηριοποίηση των κυττάρων σε μεγαλύτερες ομάδες και ο προσδιορισμός της ποσότητάς τους (π.χ. ο αριθμός των Τ-λεμφοκυττάρων στον HIV), καθώς και σε υποομάδες (π.χ. ο προσδιορισμός των εξασθενημένων κυτταροτοξικών Τ- λεμφοκυττάρων [CD28-] κατά το γήρας).
  • Κυττατοτοξικότητα : Αποτελεί τη βιολογική, ανοσολογική αντίδραση που προκαλεί την καταστροφή όσων κυττάρων παρουσιάζουν αντιγόνα προς αντισώματα ή προς ανοσοανταγωνιστικά κύτταρα τα οποία έχουν παραχθεί εναντίον αυτών των αντιγόνων. Οι δοκιμές κυτταροτοξικότητας συνήθως περιλαμβάνουν την επώαση και την επίθεση των κυτταροτοξικών κυττάρων προς τα αντιγόνα με σκοπό να αξιολογηθεί η ανοσολογική αυτή αντίδραση ως προς το ποσοστό εξόντωσης των παθογόνων αυτών μικροοργανισμών, δίνοντας μεγάλη προσοχή στην ποσότητα των κυτταροτοξικών κυττάτων και αντισωμάτων που παράγονται. Υπερπαραγωγή των φυσικών «φονιάδων» του οργανισμού σημαίνει και πολύ μεγαλύτερη κυτταροτοξικότητα. Η αξιολόγηση του βαθμού παραγωγής και του πολλαπλασιασμού των κυττάρων αυτών βασίζεται στην προκαλούμενη επώαση Τ και / ή Β λεμφοκυττάρων με έναν παράγοντα διέγερσης υποδοχέων των κυττάρων αυτών. Μια παρεμφερής τεχνική εστιάζει στην μέτρηση του βαθμού πολλαπλασιασμού των κυττάτων που παράγουν κυτοκίνες. Αν και πολλές κυτοκίνες είναι σχετικά σταθερές, κάποιες έχουν βραχείες ημίσειες ζωές της τάξης των λίγων λεπτών. Τέτοιου είδους κυτοκίνες είναι πολύ καλύτερα να μετριώνται σε μια διαδικασία παραγωγής, ως αυτές που περιγράφησαν παραπάνω, από ότι σε τεχνικές ορού.

1.3. Προϋποθέσεις Κατάλληλης Μεθοδολογίας Δειγματοληψίας Ανοσοποιητικής Αξιολόγησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανάγκη Πολλαπλών Μετρήσεων: Αυξάνουν την αξιοπιστία της γενίκευσης. Οι περισσότερες εξετάσεις (π.χ. αίματος, σίελου) είναι ικανές να προϊδεάσουν σχετικά με την ανοσολογική λειτουργία τη σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και όχι σε ένα εύρος χρόνου που θα καλύπτει μέρες ή και εβδομάδες.
  • Μεταβλητότητα και εναλλαγή των τεχνικών οδηγούν σε μεταβολή των αποτελεσμάτων: Η χρήση δύο διαφορετικών αντιγόνων σε μια έρευνα δεν θα προκαλέσει σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων, αλλά θα υπάρξει σημαντική διαφορά εντός των ομάδων λόγω των διαφορετικών αντιγόνων.
  • Κιρκαδική Μεταβολή Ανοσολογικών Παραγόντων. Το δείγμα ανάλυσης (π.χ. αιμοληψία) θα πρέπει να συλλέγεται συγκεκριμένες ώρες της ημέρας με βάση συγκεκριμένους, λογικούς και πρακτικούς περιορισμούς (π.χ. μη κατανάλωση τροφής το βράδυ πριν την πρωινή αιμοληψία). Για παράδειγμα, η ιντερλευκίνη – 6, παρουσιάζει χαμηλές τιμές το πρωί και υψηλές το απόγευμα.
  • Τα Εμβόλια: Κάθε εμβόλιο προκαλεί διαφορετικού τύπου ανοσία και εξειδικεύει με συγκεκριμένο τρόπο τον οργανισμό, ακόμα κι αν οι διαφορές στους συντελεστές που περιέχει είναι πολύ μικρές (π.χ. τριπλό εμβόλιο κατά της γρίπης). Ο βαθμός ενεργοποίησης της ανοσολογικής αντίδρασης διαφέρει εντός της ίδιας χρονιάς και μεταξύ των ετών.[2]
  • Υψηχή Συσχέτιση Μεταξύ Των Ανοσολογικών Παραμέτρων Και Οξέος Στρες. Το οξύ στρες προκαλεί δραματική αύξηση των κυτταροτοξικών Τ- Λεμφοκυττάρων και μακροφάγων στον ορό του αίματος (10). Επιπλέον, οι αιμοφοβικοί συνήθως παρουσιάζουν έντονο προκαταβολικό στρες που μπορεί να οδηγήσει σε λιποθυμία Για την έρευνα προτείνεται αφαίρεση της ειδικής αυτής κατηγορίας από το δείγμα,μείωση του χρόνου μεταξύ της φλεβοκέντησης και της συλλογής αίματος, ή χρήση μόνιμης βελόνας για επαναλαμβανόμενη δειγματοληψία.[3]

Αξιολόγηση Ενδοκρινικού Συστήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

2.1. Δειγματοληψία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αξιολόγηση της ενδοκρινικής λειτουργίας βασίζεται σε μετρήσεις πλείστων βιολογικών παραγόντων, όπως το πλάσμα του αίματος, τα ούρα και το σάλιο.

2.1.1. Δειγματοληψία Σιέλου (passive drool)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δείκτες που προκύπτουν από την ανάλυση της εξέτασης σιέλου αποδίδουν τη δραστηριότητα βιολογικών συντελεστών του ενδοκρινικού συστήματος συμπεριλαμβανομένης της μελατονίνης, των γλυκοκορτικοειδών (κορτιζόλη), αλατοκορτικοειδών.[4]

2.1.2. Δέρμα Στο Τριχωτό Της Κεφαλής (Θύλακας Της Τρίχας)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νέα μέθοδος εξέτασης, η οποία δίνει τη δυνατότητα υπολογισμού του μέσου όρου δραστηριότητας συγκεκριμένων ορμονών, όπως η κορτιζόλη και τεστοστερόνη, πάνω από το χρονικό διάστημα μερικών μηνών.[5]

2.2. Προϋποθέσεις Σωστής Μεθοδολογίας Δειγματοληψίας και Ενδοκρινικής Αξιολόγησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βιολογικές Νόρμες. Να αναγνωρίζεται μια τυποποιημένη βιολογική κανονικότητα των επιπέδων των ορμονών στον οργανισμό, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες συγκρίσεις με τα αποτελέσματα τις αξιολόγησης του δείγματος της έρευνας.
  • Επαναλαμβανομενη Δειγματοληψία. Μεταβολές στην ορμονική έκκριση μπορεί να προκύψουν μέσα σε διάστημα μηνών, ημερών ή ακόμα και στιγμών εξαιτίας περιβαλλοντικών ή στρεσογόνων παραγόντων. Είναι αναγκαία η ημερήσια επαναλαμβανόμενη δειγματοληψία καθώς και η συγκεντρωτική εκπόνηση των αποτελεσμάτων.
  • Συνδυασμός Βιολογικών και Ψυχομετρικών Μετρήσεων. Η καθημερινή συλλογή βιολογικού δείγματος και συμπλήρωση ερωτηματολογίων αυτοαναφοράς από τους συμμετέχοντες όπου περιγράφουν τα τρέχοντα συναισθήματα και τις συμπεριφορές τους. Στόχος είναι η εν δυνάμει συσχέτιση μεταξύ της δραστηριότητας του ενδοκρινικού συστήματος και των συναισθημάτων, γεγονότων και συμπεριφορών.[6]
  • Ενημέρωση των συμμετεχόντων. Ξεκάθαρες και κατανοητές οδηγίες για την διαδικασία συλλογής δείγματος που θα τελέσουν οι ίδιοι (passive drool) για τη διαχείριση του εξοπλισμού, το χρόνο και την επανάληψη δειγματοληψίας, και την ιδανική ποσότητα δείγματος.
  • Χρήση Ουσιών. Λανθασμένα θα μπορούσε να επηρεάσει την αξιολόγηση του δείγματος η χρήση φαρμακευτικών και άλλων ουσιών από τους συμμετέχοντες, η οποία δεν έχει αναφερθεί εξαρχής στους ερευνητές.
  • Ατομική Παρατήρηση Και Εστίαση Στην Διαδικασία Έκκρισης Των Ορμονών Κατά Τη Διάρκεια Της Μέρας.Συγκεκριμένοι δείκτες του ημερήσιου ρυθμού, όπως είναι η αντίδραση ενεργοποίησης που προκαλείται από την κορτιζόλη, έχουν συσχετιστεί με χρόνιο στρες και με ποικίλες κλινικές περιπτώσεις.
  • Συλλογή και διατήρηση δείγματος Σιέλου. Οι γλυκές και ξινές γεύσεις μπορούν να αυξήσουν τη σιελλόρια (όμως κάτι τέτοιο δεν ενδείκνυται). Το δείγμα θα πρέπει να διατηρείται σε κρύο ή παγωμένο περιβάλλον, αποφεύγοντας τις συχνές αποψύξεις.
  • Διατήρηση Ακεραιότητας Δείγματος. Είναι επίσης επίφοβο η ακεραιότητα του δείγματος να επηρεαστεί από τυχόν υπολείμματα τροφήμων ή ποτών στη στοματική κοιλότητα ή από μολυσμένο αίμα από κάποια πληγή στα μάγουλα, τη γλώσσα ή τα ούλα.
  • Έκθεση Του Οργανισμού Σε Μεταβλητικά Ερεθίσματα Της Ομοιόστασης. Η συνεχής δειγματοληψία πριν και μετά την έκθεση στα συγκεκριμένα ερεθίσματα που προκαλούν τη μεταβολή στην ομοιόσταση, μπορεί να πιστοποιήσει την επιρροή του προκλητικού παράγοντα στην λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος.

Αξιολόγηση Καρδιαγγειακού Συστήματος[7][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μέτρηση Αρτηριακής Πίεσης: Η συστολική πίεση (πίεση που ασκείται κατά τοιχώματα των αρτηριών κατά τη διάρκεια ενός παλμού), και η διαστολική πίεση (πίεσης μεταξύ των κυμάτων παλμού) αποτελούν τη βασική εξέταση για την αποκάλυψη των υπερτασικών ατόμων.[8]
  • Αγγειογραφία: Μελετάται η στένωση, η απόφραξη ή η διεύρυνση των αρτηριών. Για τη διενέργεια ψηφιακής αφαιρετικής αγγειογραφίας [digital subtractive angiography, DSA] χρησιμοποιούνται ακτίνες Χ.
  • Υπερηχοκαρδιογράφημα (Triplex). Πρόκειται για μια εξέταση που χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα για να δημιουργήσει μια κινούμενη εικόνα της καρδιάς. Η εικόνα αυτή είναι πολύ πιο λεπτομερής απ’ ότι μια απλή ακτινογραφία και δε συμπεριλαμβάνει την έκθεση σε ακτινοβολία. Ο υπερηχοκαρδιογράφος επιτρέπει στον ιατρό να έχει οπτική αντίληψη του καρδιακού παλμού και ποικίλων δομών της καρδιάς.
  • Καρδιογράφημα. Εξετάζεται η καρδιακή παροχή αίματος, η επάρκεια του καρδιακού ρυθμού, η περιφερειακή λειτουργία των αρτηριών και η συμπαθητική καρδιακή ενεργοποίηση μπορεί να μετρηθεί μέσω του καρδιογραφήματος.
  • Αναπνευστική Αρρυθμία & Πνευμονογαστρικό Νεύρο. Ο βαθμός της παρασυμπαθητικής καρδιακής απόκρισης μπορεί να εκτιμηθεί μέσω της αναπνευστικής αρρυθμίας (πρόκειται για μία καλοήθης αρρυθμία κατά την οποία η καρδιακή συχνότητα μεταβάλλεται σε μικρό βαθμό ανάλογα με τις αναπνευστικές κινήσεις) ή του πνευμωνογαστρικό νεύρο.[9]
  • 24ωρος Έλεγχος Holter: πρόκειται για συνεχή 24-ωρη καταγραφή ηλεκτροκαρδογραφήματος στον εξεταζόμενο, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες ανεύρεσης πιθανών παροδικών διαταραχών του καρδιακού ρυθμού, οι οποίες θα μπορούσαν να διαλάθουν με το απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα, καθώς αυτό διαρκεί μερικά μόνον δευτερόλεπτα.Ενισχύει την διερεύνηση συμπτωματολογίας σχετιζόμενης με αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία, προλιποθυμικά, λιποθυμικά ή συγκοπικά επεισόδια. Με την ίδια εξέταση υπάρχει επιπλέον η δυνατότητα ανίχνευσης σιωπηλής ισχαιμίας, δηλαδή ισχαιμίας του μυοκαρδίου που δεν γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή.

3.1. Προϋποθέσεις Κατάλληλης Μεθοδολογίας Δειγματοληψίας και Καρδιαγγειακής Αξιολόγησης[10][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολλαπλές Μετρήσεις. Τόσο στα φυσιολογικά, όσο και στα υπερτασικά άτομα, η αρτηριακή πίεση μεταβάλλεται συνεχώς. Γι' αυτό, προκειμένου να προσδιοριστεί το επίπεδο της πίεσης, συνήθως χρειάζονται πολλές μετρήσεις σε διαφορετικά χρονικά στιγμιότυπα, πάντα σε συνθήκες ηρεμίας. Σε συνθήκες εκνευρισμού, φόβου, πανικού, πόνου ή μεγάλης σωματικής προσπάθειας (π.χ. τρέξιμο, σήκωμα μεγάλου βάρους, κλπ), η πίεση μπορεί να αυξηθεί πολύ - ακόμη και πάνω από 200 mmHg η συστολική. Η μέτρηση αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική της "πραγματικής" πίεσης.
  • Ηλικία: Ανιχνεύσιμα επίπεδα της στεφανιαίας ασβέστωσης είναι σχετικά σπάνια πριν από τη μέση ηλικία, ενώ άλλες μετρήσεις (όπως είναι πάχυνση των τοιχωμάτων της καρωτιδικής αρτηρίας, η ταχύτητα του κύματος παλμού, και η ροή που προκαλείται από ενδοθηλιακή διαστολή) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ένα εύρος ηλικιών, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας.
  • Πείραμα ή Απλή Παρατήρηση. Στην έρευνα συνίσταται η εστίαση στο συνδυασμό της παρατήρησης των καθημερινών παραγόντων και συνθηκών που προκαλούν την συμπαθητική και πρασυμπαθητική απόκριση του ατόμου και σε ελεγχόμενες πειραματικές διαδικασίες οι οποίες έχουν καθοριστεί από τους ερευνητές.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Luecken, L.J.· Gallo, L.C. (2008). Handbook of Physiological Research Methods in Health Psychology. California: Sage Publications Inc., Thousand Oaks. 
  2. Zei, T., Neri, M., & Iorio, A.M. (1991). «Immogenicity of trivalent subunit and split influenza vaccines (1989-90 winter season) in volunteers of different groups of age». Vaccine 9: 613-617. https://archive.org/details/sim_vaccine_1991-09_9_9/page/613. 
  3. Allan, R.· Fisher, J. (2012). Heart and mind: The practice of cardiac psychology. American Psychological Association. 
  4. Granger, D.A., Fortunato, C.K., Beltzer, K., Virag, M., Bright, M.A., & Out, D (2012). «Focus on methodology: Salivary bioscience and research on adolescence: An integrated perspective.». Journal of Adolescence 35: 1081-1095. 
  5. Pereg, D., Chan, J., Russell, E., Berlin, T., Mosseri, M., Seabrook, J.A., Koren, G., & Van Uum, S. (2013). «Cortisol and testosterone in hair as biological markers of systolic heart failure». Psychoneuroendocrinology 38: 2875-2882. 
  6. Chida, Y., & Steptoe, A. (2010). «Greater cardiovascular responses to laboratory mental stress are associated with poor subsequent cardiovascular risk status: A meta-analysis of prospective evidence». Hypertension 55: 1026-1032. 
  7. Allan, R.· Fisher, J. (2012). Heart and mind: The practice of cardiac psychology. American Psychological Association. 
  8. Zanstra, Y.J., & Johnston, D.W (2011). «Cardiovascular reactivity in real life settings: measurement, mechanisms, and meaning». Biological Psychology 86: 98-106. https://archive.org/details/sim_biological-psychology_2011-02_86_2/page/98. 
  9. Leuken, L.· Gallo, L.C. (2008). Handbook of physiological research methods in health psychology. Thousand Oaks, CA: Sage. 
  10. Zanstra, Y.J., & Johnston, D.W. (2011). «Cardiovascular reactivity in real life settings: measurement, mechanisms, and meaning.». Biological Psychology 86: 98-106. https://archive.org/details/sim_biological-psychology_2011-02_86_2/page/98.