Βιοηθική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Βιοηθική είναι ο κλάδος εκείνος της επιστήμης που ασχολείται με τα ηθικά προβλήματα που προέκυψαν από τις νέες ανακαλύψεις της Βιολογίας και τις εφαρμογές της Γενετικής Μηχανικής και συνίσταται στην προσπάθεια αποφυγής μη αντιστρεπτών καταστάσεων που σχετίζονται με τον χειρισμό του γενετικού υλικού. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο "bioethics", είναι ο Potter van Rensselaer στο έργο του «Bioethics. Bridge to the future», Νέα Υόρκη, 1971. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από τους αγγλόφωνους επιστήμονες και καθιερώθηκε στην διεθνή βιβλιογραφία αντικαθιστώντας σταδιακά τον όρο "ιατρική ηθική".[1]

Η ραγδαία ανάπτυξη των Βιολογικών επιστημών και η δυνατότητα παρέμβασης του ανθρώπου σε διάφορες βιολογικές διαδικασίες έκαναν απαραίτητη την ανάπτυξη ενός νέου γνωστικού αντικειμένου, αυτού της Βιοηθικής. Από τη φύση της η Βιοηθική είναι το σημείο τομής διαφορετικών επιστημονικών πεδίων της Βιολογίας που περιλαμβάνουν τη Γενετική, τη Βιοτεχνολογία, τη Βιοϊατρική, ενώ εμπλέκονται και τελείως διαφορετικοί γνωστικοί τομείς όπως η Νομική και η Θεολογία.

Το αντικείμενο της νέας επιστήμης ανέκυψε έπειτα από την αλματώδη πρόοδο που συντελέστηκε στην Ιατρική πρώτα και έπειτα στη Βιολογία, κυρίως από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Πράγματι η διεθνής επιστημονική κοινότητα, έλαβε γνώση ότι υπήρχε έντονη η ανάγκη της καταδίκης των εγκληματικών (συνάμα αποτρόπαιων) πειραμάτων που πραγματοποίησαν οι ναζί γιατροί και βιολόγοι στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ποτέ μέχρι τότε ο άνθρωπος δεν είχε τη δυνατότητα πειραματισμού, τουλάχιστον σε τόσο μεγάλη κλίμακα, πάνω σε συνανθρώπους του και ποτέ ξανά δεν θα έπρεπε να επαναληφθεί η φρικώδης περιπέτεια των ανθρώπινων πειραματόζωων.

Τα πρώτα βήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Σεπτέμβριο του 1947 η Διεθνής Οργάνωση Υγείας σε συνεργασία με την UNESCO συνέταξε τον Διεθνή Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, σαφώς επηρεασμένο από το πνεύμα της Δίκης της Νυρεμβέργης. Η Διακήρυξη της Γενεύης, όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία, έθεσε δέκα κανόνες που θα πρέπει να τηρούνται σε κάθε πειραματική διαδικασία που σχετίζεται με ανθρώπους. Ένας από τους κανόνες προέβλεπε ότι οφείλεται να εξασφαλίζεται η συγκατάθεση του υποκειμένου, βασική αρχή που αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της Βιοηθικής. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν ήταν εξαιρετικά παραγωγικές για τη Βιολογία και οι γνώσεις που σωρεύτηκαν άρχισαν να βρίσκουν πρακτικές εφαρμογές ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60.

Στις αρχές του 1970 η τεχνογνωσία επέτρεψε για πρώτη φορά στον άνθρωπο να επέμβει σε ευρεία κλίμακα στο γενετικό υλικό. Πολλοί επιστήμονες στην προσπάθεια τους να προσεγγίσουν την παθολογία του καρκίνου θέλησαν να κλωνοποιήσουν σχετιζόμενα με τον καρκίνο γονίδια και να τα εισαγάγουν στο βακτήριο Escherichia coli, το οποίο αποτελεί μέλος της φυσικής συμβιωτικής βακτηριοχλωρίδας του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου. Η πιθανότητα διαφυγής τέτοιων τροποποιημένων βακτηριακών στελεχών και η μεταφορά τους στο ανθρώπινο έντερο έθεσε ένα πρόβλημα που όμοιο του, στην αμεσότητα και την έκταση των συνεπειών του, δεν είχε συναντήσει η επιστήμη. Το 1975 μια ομάδα αποτελούμενη από 100 μοριακούς βιολόγους συναντήθηκε στην Καλιφόρνια και συμφώνησε ότι θα πρέπει να μπουν κάποια όρια στην έρευνα της Γενετικής Μηχανικής. Στις μέρες μας είναι αποδεκτό ότι αυτή ήταν η πρώτη καθαρά καταγεγραμμένη περίπτωση που αποδίδεται στην Βιοηθική Αντίστοιχες επιτροπές συστήθηκαν και στην Ευρώπη και έβαλαν τις βάσεις για μια γόνιμη σχέση έρευνας και αυτοσυγκράτησης των ίδιων των επιστημόνων.

Το αντικείμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι επιτροπές Βιοηθικής έχουν ως σκοπό τη γνωμοδότηση πάνω στα ηθικά προβλήματα που ανακύπτουν από τις εξελίξεις στους πλέον δυναμικού κλάδους της Βιολογίας και της Ιατρικής. Στην αρχή τα ζητήματα της Βιοηθικής ρυθμίζονταν σχεδόν αποκλειστικά από τους ερευνητές. Τα θεαματικά βήματα όμως που έλαβαν χώρα τις δεκαετίες του '80 και του '90 ενέπλεξαν εκτός από άλλους κλάδους και την ίδια την Πολιτεία. Ο λόγος είναι απλός: οι εφαρμογές της Γενετικής, της Γενετικής Μηχανικής, της Βιοτεχνολογίας και της Βιοϊατρικής στους τομείς της υγείας, του περιβάλλοντος και της διατροφής μπορεί να έχουν ως σκοπό την βελτίωση του επιπέδου ζωής του ανθρώπου αλλά δυστυχώς σε τέτοιας μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος καταστροφικών, μόνιμων βλαβών. Επίσης ανακύπτουν ζητήματα που σχετίζονται με την ποιότητα ζωής του ανθρώπου και των ζώων, την προστασία των καταναλωτών και των αγροτών καθώς και μια σειρά από ηθικά προβλήματα.

Η αναγκαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι όμως όντως τόσο επικίνδυνες οι εφαρμογές της Βιολογίας που να δικαιολογούν μια τέτοια αντίδραση; Παρότι δεν έχουν καταγραφεί πολλά αρνητικά παραδείγματα, η αλήθεια είναι πως πάντα υποβόσκει η πιθανότητα ενός λάθος χειρισμού με τραγικές δυστυχώς συνέπειες. Μεταλλαγμένα βακτήρια μπορούν να παρουσιάσουν αυξημένες ιδιότητες ανθεκτικότητας απέναντι σε αντιβιοτικά, στοιχείο που θα τα καθιστούσε πρακτικά άτρωτα. Η μολυσματικότητα σε στελέχη ιών και βακτηρίων θα μπορούσε δυνητικά να πολλαπλασιαστεί με ολέθριες συνέπειες (π.χ. πανδημία). Οι συνέπειες της απελευθέρωσης των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων (γνωστών και ως διαγονιδιακών) στο περιβάλλον παραμένουν εν πολλοίς άγνωστες και οι περιβαλλοντολογικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Επίσης τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα μπορεί να φέρουν πληροφορίες που τα καθιστούν πιο εύκολα στην καλλιέργεια ή τους προσδίδουν κάποιο επιθυμητό χαρακτηριστικό, δεν είναι γνωστά όμως ακόμη (και δεν θα μπορούσε να είναι) τα αποτελέσματα της μακροχρόνιας χρήσης τους. Η γονιδιακή θεραπεία και η τεχνολογία του ανασυνδυασμένου DNA μπορεί να έχουν αποδειχθεί υψηλότατης ακρίβειας και αποδοτικότητας εργαλεία που υποκαθιστούν σε πολλές περιπτώσεις την κλασική Ιατρική, δεν παύουν όμως να είναι τεχνικές που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε μεγάλη κλίμακα και επί μακρόν και συνεπώς δεν είναι εξασφαλισμένη η έλλειψη προβλημάτων (και έχουν αναφερθεί αρκετά).

Επέμβαση στο ανθρώπινο γενετικό υλικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κλωνοποίηση σε θηλαστικά ήταν ένα μεγάλο βήμα που άνοιξε το δρόμο για μια πιθανή κλωνοποίηση στον άνθρωπο. Η συγκεκριμένη ερευνητική προοπτική, ενώ ακόμη βρίσκεται σε επίπεδο σχεδιασμού, έχει ήδη αποκτήσει φανατικούς πολέμιους και υπερασπιστές. Το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι εγείρονται πολλά και σοβαρά ηθικά προβλήματα όπως η μοναδικότητα του ατόμου, η θέση του στην κοινωνία, η ομοιογένεια στο γονιδίωμα κ.α. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη χαρτογράφηση ανθρώπινου γονιδιώματος που ολοκληρώθηκε το 2000 παρέχουν ανεξάντλητες δυνατότητες στους μελλοντικούς ερευνητές που θα θελήσουν να πειραματιστούν με τη δημιουργία ή καλύτερα την τροποποίηση ανθρώπων. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ο άνθρωπος μπορεί να επέμβει στο γενετικό υλικό και να προσθέσει επιθυμητά χαρακτηριστικά ή να αφαιρέσει προβληματικά γονίδια, όχι μόνο σε απλούς προκαρυωτικούς μονοκύτταρους οργανισμούς αλλά ακόμη και στο ίδιο του το είδος. Εύλογο είναι ότι οι όποιες κινήσεις γίνουν θα πρέπει να πραγματοποιηθούν με τη μέγιστη σοβαρότητα και προσοχή ενώ θα πρέπει να ληφθεί κάθε δυνατή πρόνοια και προφύλαξη.

Απόρροια των γενετικών ερευνών είναι η εμπορική ταυτοποίηση γονιδίων (ακόμα και ανθρώπινων) ή αλλιώς το πατεντάρισμα τους από ιδιωτικές εταιρείες που ασχολούνται με εφαρμογές της Βιοτεχνολογίας και της Γενετικής. Η αρχή έγινε το 1980 στις ΗΠΑ για ένα γενετικά τροποποιημένο βακτήριο που είχε την ικανότητα να διασπά το πετρέλαιο. Αντίστοιχα το 1992 το Ευρωπαϊκό Γραφείο Ευρεσιτεχνιών έδωσε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε κατάλληλα γενετικά τροποποιημένο ποντικό που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα κατά του καρκίνου. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται όταν φτάνουμε στην κατοχύρωση δικαιωμάτων ανθρώπινων γονιδίων καθώς δεν είναι απλά και μόνο βιολογικό υλικό αλλά στοιχείο της ταυτότητας του κάθε ατόμου ξεχωριστά. Αναδύεται λοιπόν η οξεία προβληματική του θέματος από τη μια με εταιρείες κολοσσούς να ξοδεύουν υπέρογκα ποσά για την έρευνα στο ανθρώπινο γονιδίωμα οι οποίες προσδοκούν να αποσβέσουν το κόστος με τις πιθανές εφαρμογές στη γονιδιακή θεραπεία για παράδειγμα ενώ από την άλλη ανάμεσα στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας κερδίζει διαρκώς η άποψη ότι το γονιδίωμα είναι η ίδια η κοινή μας κληρονομιά και κανείς δεν μπορεί να την διεκδικήσει αποκλειστικά.

Πράγματι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1995 δέχτηκε πρόταση σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται η κατοχύρωση νέων γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών φυτών ή ζώων καθώς και κανενός φυσικού ιστού ή ανθρώπινου κυττάρου και γονιδίου. Το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε και από το 1998 ενέχει θέση κοινοτικής οδηγίας δημοσιευμένης στην εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι κυβερνήσεις των Κρατών μελών είχαν διορία μέχρι το 2000 για να εναρμονίσουν τις εθνικές νομοθεσίες, πράξη που δεν έγινε σε όλες τις χώρες. Τελείως διαφορετικά είναι τα πράγματα στις όπου το αντίστοιχο γραφείο προχωρά στην έκδοση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για κάθε γενετικά τροποποιημένο προϊόν ενώ το Κογκρέσο δεν έχει δείξει κανένα απολύτως σημείο πιθανής αλλαγής της νομοθεσίας. Αυτονόητο είναι ότι στο εγγύς μέλλον και ενόσω η Βιολογία προχωρά σε ακόμη μεγαλύτερες ανακαλύψεις, η νομοθετική ασυμφωνία μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης αλλά ακόμη και ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες θα οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα.

Η σημερινή κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα θέματα που εξετάζει η Βιοηθική είναι εξαιρετικά σοβαρά και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σε διακρατικό επίπεδο, ώστε να μην αποτελέσουν παίγνιο στα χέρια ανεύθυνων και άσχετων με το αντικείμενο ομάδων ούτε, πολύ περισσότερο, αντικείμενο εκμετάλλευσης. Τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης συνέταξαν στο Οβιέδο (Oviedo) το 1997 τη Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπινου Όντος σε σχέση με τις εφαρμογές της Βιολογίας και της Ιατρικής. Η Σύμβαση επεκτάθηκε στο Παρίσι το 1998 με άρθρα που αφορούν στην κλωνοποίηση. Ενδεικτικά παρατίθενται τα πιο σημαντικά άρθρα που σχετίζονται με τη διασφάλιση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων.

«Απαγορεύεται οποιαδήποτε παρεμβολή με σκοπό τη δημιουργία ανθρώπινου όντος γενετικά όμοιου με άλλο ανθρώπινο ον, ζωντανού ή νεκρού», Άρθρο 1. «Κάθε άτομο έχει δικαίωμα να γνωρίζει οποιαδήποτε πληροφορία αφορά την υγεία του», Άρθρο 10. «Απαγορεύεται κάθε είδους διάκριση εναντίον ατόμου με βάση κληρονομικά του χαρακτηριστικά», Άρθρο 11.

Η UNESCO έχει, επίσης, διατυπώσει αντίστοιχες διατάξεις όπως η Διακήρυξη για το Ανθρώπινο Γονιδίωμα και τα Ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με το άρθρο 10 της οποίας «Καμία έρευνα δε μπορεί να υπερισχύσει των θεμελιωδών ελευθεριών και της αξιοπρέπειας του ατόμου».

Συνοψίζοντας, οι εκρηκτικές ανακαλύψεις των επί μέρους κλάδων της Βιολογίας προηγήθηκαν κατά πολύ της Νομικής επιστήμης, με συνέπεια το πεδίο εφαρμογών των επιτευγμάτων των Βιολογικών Επιστημών να καλύπτεται από ένα ασαφές έως ανύπαρκτο νομικό πλαίσιο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βάντσος Μιλτιάδης, « Η σημασία της ορολογίας στην Βιοηθική », Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης Νέα Σειρά Τμ. Ποιμαντικής Τόμος 9, (2004), σελ.148

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τσινόρεμα Σταυρούλα, «Η Βιοηθική και η σύγχρονη κριτική της πράξης. Η ηθική στην εποχή της βιοτεχνολογίας», Δευκαλίων 24/2, σσ. 213- 250
  • Βάντσος Μιλτιάδης, « Η σημασία της ορολογίας στην Βιοηθική », Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης Νέα Σειρά Τμ.Ποιμαντικής Τόμος 9, (2004), σελ.147-160
  • Μυρτώ Δραγώνα- Μονάχου, «Ηθική και βιοηθική », ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, Τεύχος 8-9: (Άνοιξη - Φθιν. 2002)[1]
  • Κωνσταντίνος Β. Σκουτέρης, «Βιοηθική καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἐπίσκεψις, 575 (1999), pp. 23-33.
  • Κωνσταντίνος Β. Σκουτέρης, Bioethics in the light of Orthodox Anthropology, Polytechnic School of Crete (ed), First International Conference: Christian Anthropology and Biotechnological Progress (Financially Supported by CTNS, U.S.A.), Orthodox Academy of Crete, 26-29 September 2002, pp. 75-81.