Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βαχτάνγκ του Ιμερέτι (γιος Ροστόμ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαχτάνγκ του Ιμερέτι (γιος Ροστόμ)
Γενικές πληροφορίες
ΘάνατοςΔεκέμβριος 1850
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΟικογένειαΔυναστεία των Μπαγκρατιόνι
Θυρεός

Ο Βαχτάνγκ, γεωργιανά: ვახტანგი, (άκμασε 1819 – απεβ. Δεκέμβριος 1850) ήταν μέλος τού Ιμερετιανού κλάδου τού Οίκου των Μπαγκρατιόνι, εγγονός του βασιλιά Δαβίδ Β΄ τού Ιμερέτι. Ήταν ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης του 1819-1820 κατά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και τελείωσε τις ημέρες του στην εξορία στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Οικογενειακό υπόβαθρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν γιος τού πρίγκιπα Ροστόμ, φυσικός γιος τού βασιλιά Δαβίδ Β΄, από τη Μαριάμ Μικελάτζε. Το καθεστώς τού Ροστόμ ως βασιλικού πρίγκιπα αναγνωρίστηκε από τη Ρωσική Αυτοκρατορία μετά την επέκταση τού προτεκτοράτου της στο βασίλειο τού Ιμερέτι το 1804. Ο Βαχτάνγκ είχε έναν μικρότερο αδελφό, τον Ταριέλ, και πιθανώς μία αδελφή, την Ατάτο. Τα αδέλφια ήταν επίσης γνωστά με το επώνυμο Μπαγκρατιόν-Νταβύντοφ, αν και, στη Ρωσική Αυτοκρατορία, ο τίτλος των Πριγκίπων Μπαγκρατιόν-Νταβύντοφ επιβεβαιώθηκε επίσημα το 1849 σε μία άλλη, Καχετιανή γραμμή της δυναστείας Μπαγκρατιόνι: Μπαγκρατιόν-Νταβιτισβίλι. Η ομωνυμία έχει οδηγήσει σε κάποια σύγχυση στη γενεαλογική βιβλιογραφία, καθώς ορισμένοι μελετητές, όπως ο Κύριλ Νταβίντοφ, υπέπεσαν σε λάθος, καθιστώντας τον Σολομών Μπαγκρατιόν-Νταβίντοφ (γιο τού πρίγκιπα Ροστόμ Μπαγκρατιόν-Νταβιτισβίλι) γιο τού Ροστόμ, φυσικό γιο τού βασιλιά Δαβίδ Β΄ τού Ιμερέτι. [1]

Η εμπλοκή του Βαχτάνγκ στην πολιτική έγινε για πρώτη φορά ορατή το 1819, εννέα χρόνια αφότου οι Ρώσοι καθαίρεσαν τον συγγενή του, βασιλιά Σολομώντα Β΄ και προσάρτησαν το Ιμερέτι. Εκείνο το έτος, αυτό που αρχικά ξεκίνησε ως διαμαρτυρία ενάντια στην καταπάτηση της ρωσικής κυβέρνησης στην εκκλησία στο Ιμερέτι, κλιμακώθηκε σε μία εξέγερση ευρείας κλίμακας, στην οποία συμμετείχαν ευγενείς και αγρότες. Ο Βαχτάνγκ, μαζί με άλλους Ιμερετίους βασιλικούς, όπως ο πρίγκιπας Δαβίδ και ο πρίγκιπας Ροστόμ, έγινε ένας από τους ηγέτες τού κινήματος, το οποίο γρήγορα εξαπλώθηκε στη γειτονική Γκουρία και Μινγκρελία. Οι ρωσικές αρχές τον κήρυξαν παράνομο και διέταξαν τη σύλληψη της οικογένειάς του. Μέχρι τον Ιούλιο τού 1820, ο στρατηγός Βελυαμίνοφ κατάφερε να επαναφέρει το μεγαλύτερο μέρος τού Ιμερέτι στη ρωσική κυριαρχία. Οι επαναστάτες πρίγκιπες αποσύρθηκαν στα βουνά της Ράχα, όπου οι δυνάμεις τους τελικά ηττήθηκαν. Ο πρίγκιπας Δαβίδ σκοτώθηκε στη μάχη. Ο Ροστόμ συνελήφθη και απελάθηκε στο εσωτερικό της Ρωσίας. Ο Βαχτάνγκ κατέφυγε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, φέρνοντας μαζί του τον μικρότερο αδελφό του, Ταριέλ. Η μητέρα του, η σύζυγός του Ντόνα Λορντκιπανίτζε, και η κόρη του Aναστασία, συνελήφθησαν από τον Ρώσο στρατό και στάλθηκαν στην Τιφλίδα. [2] [3]

Φεύγοντας από το Ιμερέτι, ο Βαχτάνγκ και ο Ταριέλ έφτασαν στο Αχαλτσίχε και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Τραπεζούντα, την πόλη όπου ο Σολομών Β΄, ο τελευταίος βασιλιάς τού Ιμερέτι, τελείωσε τις ημέρες της εξορίας του. Ζούσαν με μία σύνταξη, που χορηγούσε η οθωμανική κυβέρνηση. Ο Γεωργιανός ιστορικός Mανάνα Χομερίκι βρήκε ένα προσχέδιο εγγράφου στα Οθωμανικά Αρχεία στην Κωνσταντινούπολη, που δημιουργήθηκε μετά το τέλος τού Σολομώντα Β΄ το 1815. Το έγγραφο είναι ένα σουλτανικό φιρμάνι, που επιβεβαιώνει έναν νέο υποτελή ηγεμόνα στο Ιμερέτι, αλλά το πεδίο ονόματος παραμένει κενό, προφανώς λόγω της έλλειψης κατάλληλου υποψηφίου εκείνη την εποχή. Άλλο οθωμανικό έγγραφο, από π. 1821, αναφέρει τον Βαχτάνγκ ως χαν τού Ιμερέτι. Ο Χομερίκι εικάζει ότι οι Οθωμανοί, συναγωνιζόμενοι με τη Ρωσία για επιρροή στον δυτικό Καύκασο, αναγνώρισαν τον εξόριστο Ιμερέτιο πρίγκιπα ως νόμιμο άρχοντα της χώρας του. [3]

Κατά τη διάρκεια της εξορίας του, ο Βαχτάνγκ ήταν σε αλληλογραφία με την αντι-ρωσική αντιπολίτευση και αναζήτησε συμμάχους τόσο στην Τουρκία όσο και στο Ιράν. Ο αδελφός του Tαριέλ (απεβ. το 1840) φαίνεται ότι ήταν στον οθωμανικό στρατό ως υψηλόβαθμος αξιωματικός. Στα τελευταία του χρόνια, ο Βαχτάνγκ προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τις ρωσικές αρχές την ασφαλή επιστροφή του στο Ιμερέτι, αλλά απεβίωσε, τον Δεκέμβριο του 1850, στη μικρή πόλη Πουλαθάνε (τώρα Akçaabat, Τουρκία). Η μοναχοκόρη του, Αναστασία, ζούσε στη Γεωργία. Οι υποτιθέμενοι απόγονοί του στην Τουρκία, οι Χαϊντάρ-Μπέηδες, είναι ελάχιστα τεκμηριωμένοι. [3]

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Dumin, S.V., επιμ. (1996). (στα Russian). Moscow: Linkominvest. σελίδες 90–91, 94.  Missing or empty |title= (βοήθεια)CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  2. Rayfield, Donald (2012). Edge of Empires: A History of Georgia. Reaktion Books. σελ. 276. ISBN 978-1780230306. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Khomeriki, Manana (2012). იმერეთის დე იურე მეფე ვახტანგ ბაგრატიონი (PDF) (στα Georgian). Tbilisi: Universali. σελίδες 4–7, 12–15, 33–36. ISBN 978-9941-17-655-5. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)