Αποστολή Ελληνικής Χωροφυλακής στη Σμύρνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Αποστολή μονάδων της Ελληνικής Χωροφυλακής στη Σμύρνη διατάχθηκε και εκτελέστηκε μαζί με την αποστολή του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919, λίγους μήνες μετά την συνθήκη του Μούδρου και ουσιαστικά μετά τη λήξη του Α' Π.Π..

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συγκεκριμένα στις 29 Απριλίου (π.ημερολ) του 1919 το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο της Θεσσαλονίκης έλαβε από το Παρίσι κατεπείγον κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο με το οποίο αναγγελλόταν ότι "το Ανώτατον Συμβούλιον της Διασκέψεως απεφάσισε παμψηφεί όπως ελληνική στρατιωτική δύναμη καταλάβει την Σμύρνη και εξασφαλίσει την τάξη σ' αυτή". Την ημέρα που αποβιβάζονταν τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (2 Μαΐου) την ίδια ημέρα από το Σώμα της Ελληνικής Χωροφυλακής αναχωρούσε για τη Σμύρνη η πρώτη δύναμη εκ 500 ανδρών υπό τον συνταγματάρχη Χωροφυλακής, διοικητή της Σχολής Χωροφυλακής, Αλέξανδρο Χατζηιωάννου που αποβιβάστηκε στις 4 Μαΐου και δύο μέρες αργότερα στις 6 Μαΐου αποβιβάστηκε έτερη δύναμη υπό τον αντισυνταγματάρχη Νικηφόρο Νικηφοράκη. Συνολικά στη διάρκεια του 1919 η ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας ενισχύθηκε με 2.500 άνδρες της Ελληνικής Χωροφυλακής.

Ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Ροδάς[1] στο βιβλίο του "Η Ελλάδα στην Μικράν Ασίαν", σημειώνει για το 1o απόσπασμα Χωροφυλακής που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη (μονοτονικά):

Η δύναμις αύτη της Χωροφυλακής προελάσασα εκ της προκυμαίας της Σμύρνης κατηυθήνθη και εστρατοπέδευσεν εις τον αυλόγηρον του Ομηρείου Παρθεναγωγείου. Οι ευσταλείς Χωροφύλακες με τας καινουργείς ενδυμασίας των και τον τελειον οπλισμόν των, επροκάλεσαν αρίστην εντύπωσιν εις όλους τους πληθυσμούς της Σμύρνης και τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων. Κυρίως η άφιξις της Χωροφυλακής ενεθάρρυνε και ενθουσίασε τους κατοίκους, διότι εις το Σώμα τούτο έβλεπον τον φρουρόν της τάξεως και της ασφαλείας. Εκτός τούτων ο Στρατός, μετά την άφιξιν της Χωροφυλακής, ηδύνατο ακωλύτως ν΄ ασχοληθή εις την κατάληψιν των διαμερισμάτων του εσωτερικού, χωρίς να είναι ηναγκασμένος να εκτελή αστυνομικά καθήκοντα εν Σμύρνη...
Το Σώμα της Χωροφυλακής είχεν αποστείλει εις Σμύρνην τους καλλιτέρους αξιωματικούς του, ανωτέρους και κατωτέρους, όπως επίσης και το ποιόν των ανδρών ήτο άριστον."

Σημειώνεται ότι την περίοδο εκείνη αρχηγός της Ελληνικής Χωροφυλακής ήταν ο υποστράτηγος Νικόλαος Τρουπάκης, (γόνος επιφανούς οικογένειας αγωνιστών της Μάνης, γεννηθείς στην Καρδαμύλη το 1858), ο οποίος και είχε εκδώσει τις σχετικές διαταγές συγκρότησης, αποστολής και εγκατάστασης.[2]
Με την άφιξη των παραπάνω τμημάτων συνεστήθη η "Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Ιωνίας" με έδρα τη Σμύρνη και διοικητή τον προαναφερόμενο Χατζηιωάννου. Στη πόλη της Σμύρνης συνεστήθη η "Αστυνομική Διεύθυνση Σμύρνης" με διευθυντή τον Ν. Νικηφοράκη. ενώ η πόλη διαιρέθηκε σε 22 κατά τόπους αστυνομικά τμήματα, περισσότερα απ΄ όσα είχαν οριστεί στη Θεσσαλονίκη. Η Αστυνομική Διεύθυνση Σμύρνης ήταν η πολυπληθέστερη σε αστυνομικά τμήματα αστυνομική διεύθυνση στην ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής. Την διοίκηση των αστυνομικών τμημάτων ανέλαβαν επίλεκτοι αξιωματικοί οι οποίοι και επιλήφθηκαν άμεσα των μέτρων τάξεως. Παράλληλα συγκροτήθηκε "Υπηρεσία Καταδίωξης" υπό τον μοίραρχο Κωνσταντίνο Μιχαλόπουλο τον οποίον αντικατέστησε αργότερα ο ομοιόβαθμός του Δημοσθένης Ζαμπετάκης που παρέμεινε μέχρι την εκκένωση της πόλης το 1922.

Η περιφέρεια της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής Ιωνίας επεκτάθηκε μέχρι και του Αϊδινίου και Νασλίου και στη περιοχή Μαγνησίας ακολουθώντας το ελλαδικό σύστημα διάρθρωσης ενώ ένοπλα τμήματά της ενεπλάκησαν στις μάχες των πόλεων Αϊδινίου, Μπαλτατζίκ, Αδραμυτίου, Ισικλέρ, Αδραμυσίου και Καγιαγκιόι αποσπώντας την εκτίμηση του πληθυσμού και ηθικές αμοιβές των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Στην αντιμετώπιση των συχνών επιδρομών των ατάκτων Τσετών δημιουργήθηκαν διάφορα αποσπάσματα που αγωνίσθηκαν με ιδιαίτερη γενναιότητα. Σημαντικότερα εξ αυτών ήταν τα αποσπάσματα της Αστυνομικής Διεύθυνσης της Μαγνησίας που τελούσαν υπό τους ανθυπομοιράρχους Γ. Αγγελίδη και Γ. Γρηγοράκο και των Ανθυπασπιστών Απ. Μασούρα, Μ. Μυγωμάκη, Αντ. Βαρβέρη, Ι. Φραγκιαδάκη και Ν. Σηφάκη.

Τον Ιούνιο του 1919 ένα μικρό τμήμα του οθωμανικού τακτικού στρατού που είχε ενωθεί με τμήμα ατάκτων επιτέθηκαν στην Πέργαμο και στη συνέχεια στο Αϊδίνιο επιδεικνύοντας ιδιαίτερη αγριότητα. Τις δυνάμεις αυτές απέκρουσαν επιτυχώς αποσπάσματα Χωροφυλακής, εξαναγκάζοντας τα σε φυγή αφήνοντας πολλούς νεκρούς. Τα άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα που ακολουθούσε η Ανωτέρα Διοίκηση της Ιωνίας δεν άργησαν να προσκρούσουν στις υστερόβουλες απαιτήσεις της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης, όταν ο Αριστείδης Στεργιάδης, που είχε τοποθετηθεί ύπατος αρμοστής με προσωπική επιλογή του Ε. Βενιζέλου και έκτοτε ακόλουθός του[3], άρχισε να επεμβαίνει στις αστυνομικές υπηρεσίες επιζητώντας αυτός να ρυθμίζει τις δράσεις των. Η επιμονή του αυτή έφερε σε σύγκρουση τον Διοικητή Α. Χατζηιωάννου με τον Στεργιάδη, μέχρι που ο τελευταίος με την με αριθμό 4260/ 3 - 18 Ιουλίου 1919 αναφορά του απαίτησε από την Αθήνα την άμεση αντικατάσταση του Χατζηιωάννου. Δυστυχώς τότε για την Αθήνα αντί να ελέγξει σχετικά, προτίμησε να ικανοποιήσει άμεσα το αίτημα του Αρμοστή ανακαλώντας τον Χατζηιωάννου[4] και τοποθετώντας στη θέση του τον συνταγματάρχη Δημήτριο Κάτσωνα[5]. Της αντικατάστασης αυτής ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλες κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με συνέπεια την μείωση του κύρους του Αρμοστή από τις ελληνικές δυνάμεις στη Μικρά Ασία, αποκαλούμενος στη συνέχεια "ο επικατάρατος Αρμοστής", (Στην εκκένωση της Σμύρνης του 1922 κατέφυγε με αγγλικό πλοίο στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί κατέληξε και εγκαταστάθηκε στη Κυανή Ακτή ως συνταξιούχος της Ιντέλιτζενς Σέρβις[6].

Σημαντικές δράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξιστόρηση των ηρωικών αγώνων των ανδρών της Ελληνικής Χωροφυλακής στη Μικρά Ασία απαιτεί τόμους ολόκληρους. Σημαντικότεροι εξ αυτών μόνο κατά το 1919 κρίνονται οι παρακάτω εκτός των εμπλοκών σε πολεμική δράση, που τελούνταν υπό στρατιωτική Αρχή:

  • Η άμεση επανασύλληψη των φυλακισμένων της Σμύρνης που είχαν απελευθερωθεί από τους Ιταλούς κατά την άφιξη των πρώτων τμημάτων του ελληνικού στρατού.
  • Η αποτροπή επίθεσης Τσετών στις προφυλακές του ελληνικού στρατού στις περιοχές Λύγδα και Πυργί τον Αύγουστο του 1919. Ειδικότερα το υπό τον υπομοίραρχο Σκορδίλη απόσπασμα επέπεσε με ιδιαίτερη ορμητικότητα στις δυνάμεις των Τσετών σκορπίζοντας τον όλεθρο. Δύο δε χωροφύλακες οι Βασίλειος Ιγγλεζάκης και Γεώργιος Κατσολεδάκης εφόρμησαν στον έφιππο αρχηγό των Τσετών κατά τη φυγή του, τον οποίο και καρατόμησαν με σπάθα ενώ και οι δύο έπεφταν ο πρώτος νεκρός και ο δεύτερος βαριά τραυματισμένος από τα πυρά της συνοδείας του που ακολουθούσε.
  • Τον ίδιο μήνα το απόσπασμα του υπομοίραρχου Επιτροπάκη διασκορπίζει πολυάριθμη δύναμη Τσετών στην περιοχή Αξαρίου με μεγάλες εχθρικές απώλειες, ενώ στην ορεινή περιοχή Τιμόλου το απόσπασμα του ανθυπασπιστή Πέτρου Κοτυλαίου εξοντώνει ολοσχερώς μέσα σε πέρασμα τμήμα τουρκικού στρατού που ενεργούσε μαζί με τους Τσέτες.
  • Τον Σεπτέμβριο - Οκτώβριο το απόσπασμα του υπομοιράρχου Δημητρίου Λαμπαθάκη διενεργώντας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Τσαλάλ της Μεσογαίας συνεπλάκη με πολυμελή συμμορία. Στη πεισματώδη και νικηφόρα μάχη που ακολούθησε φονεύθηκε ο επικεφαλής του αποσπάσματος και ένας χωροφύλακας,

Παρατηρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ο Μ. Ροδάς (Αράχωβα 1884 - Αθήνα 1948) ήταν δημοσιογράφος και εκδότης περιοδικών που τοποθετήθηκε προϊστάμενος Γραφείου Τύπου της Αρμοστείας Σμύρνης με εντολή του πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την εκκένωση της πόλης το 1922. Πέθανε στην Αθήνα το 1948. Το βιβλίο του "Η Ελλάδα στην Μικράν Ασίαν" που αποτελεί σπουδαία πηγή των δρώμενων της εποχής με παράθεση επίσημων εγγράφων και φωτογραφικού υλικού, εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο του θανάτου του με μέριμνα των οικείων του.
  2. Λίγο αργότερα, πριν τις εκλογές του 1920, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί ερχόμενος σε ρήξη με τον υπουργό Ε. Ρέπουλη
  3. Πρώην Γενικός Διοικητής Ηπείρου ο Α. Στεργιάδης γεννημένος στο Ηράκλειο (1861), ήταν φίλος και συμπολεμιστής στη Θέρισσο του Ε. Βενιζέλου και έκτοτε πιστός ακόλουθός του
  4. Ο συνταγματάρχης Α. Χατζηιωάννου, προερχόταν από τις τάξεις του στρατού, είχε συμμετάσχει στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης και είχε αντικαταστήσει τον τότε λοχαγό Γ. Κονδύλη στην αναγκαστική στρατολόγηση μετά από θλιβερά έκτροπα που είχε προβεί ο τελευταίος στη Χαλκιδική (1916)
  5. Α. Δρεμπέλας σ.55
  6. Α. Δρεμπέλας σ.63

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μιχαήλ Ροδάς "Η Ελλάδα στην Μικράν Ασίαν" Αθήναι 1949
  • Αλεξ. Δρεμπέλας "Το Ελληνικόν Αστυνομικόν Πρόβλημα" Αθήναι 1977