Αποκριάτικη νυχτιά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αποκριάτικη νυχτιά
Αποκριά στην Αθήνα, πίνακας του Νικολάου Γύζη (1878)
ΣυγγραφέαςΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΤίτλοςἈποκριάτικη νυχτιά
ΥπότιτλοςΑναμνήσεις προς φίλον
ΓλώσσαΕλληνικά
Ημερομηνία δημοσίευσης17  Φεβρουαρίου 1892
ΠροηγούμενοΟλόγυρα στη λίμνη
ΕπόμενοΟ Καλόγερος
Δημοσιεύθηκε στοΕφημερίς (εφημερίδα Αθήνας)[1]
Αριθμός Σελίδων15

Αποκριάτικη νυχτιά είναι διήγημα του του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εφημερίς στις 17 Φεβρουαρίου 1892, την περίοδο της αθηναϊκής Αποκριάς. [2]

Κατατάσσεται στα Αθηναϊκά διηγήματα του συγγραφέα και περιλαμβάνει ηθογραφικά στοιχεία, με όψεις της ζωής της παλαιάς Αθήνας και την περιγραφή εορταστικών εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια των Απόκρεων, και αρκετά αυτοβιογραφικά, καθώς το κεντρικό πρόσωπο και αφηγητής του διηγήματος θυμίζει τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη.

Ο τόνος του διηγήματος είναι φαιδρός, διασκεδαστικός, αν και είναι διαρκώς παρούσα η μελαγχολική διάθεση του φοιτητή που ζει μόνος του στην Αθήνα και δεν συμμετέχει στις διασκεδάσεις.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1880. Ο αφηγητής μας διηγείται ότι ο πρωτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής σχολής Σπύρος Βεργουδής μένει σε δωμάτιο μιας παλιάς οικίας με εσωτερική περίκλειστη αυλή κοντά στην Ακρόπολη. Στο ισόγειο μένουν τρεις νοικάρισσες πλύστρες που στην αυλή έπλεναν και άπλωναν τις μπουγάδες τους, με καθημερινούς καυγάδες μεταξύ τους, τους οποίους ο φτωχός φοιτητής, παρακολουθεί, άλλοτε άθελά του και άλλοτε ηθελημένα, από το παράθυρο του δωματίου του. Ο ίδιος μένει στον όροφο, όπου οδηγεί εξωτερική πέτρινη σκάλα, όπως επίσης και ο ιδιοκτήτης του οικήματος κ. Ζαχαρίας με τη σύζυγο και τις δύο νεαρές όμορφες κόρες του, τη Μέλπω και την Κούλα με τις οποίες είναι ερωτευμένοι όλοι οι νέοι της γειτονιάς. [3]

Πλησίαζαν οι μέρες της Αποκριάς και ο κόσμος διασκέδαζε. Μόλις νύχτωνε, ο νεαρός, μόνος στο δωμάτιό του, άκουγε φωνές, τραγούδια και κιθάρες έξω από την αυλή.

Ανάμεσα στους θαυμαστές των κοριτσιών είναι και ένας ανθυπασπιστής, τον οποίο ένας εξάδελφος προθυμοποιήθηκε να συστήσει στην οικογένεια, ο αφηγητής παρακολουθεί την ευτράπελη επίσκεψη. Ο νεαρός στρατιωτικός φεύγει μαγεμένος και με πρόσκληση για τη γιορτή που θα κάνουν για τις Απόκριες. Πράγματι, την τελευταία μέρα της Τυρινής γίνεται μεγάλος χορός στο σπίτι του κ. Ζαχαρία με πολλούς καλεσμένους, άλλους μασκαρεμένους ή με μάσκες.

Η εορταστική εσπερίδα είχε μεγάλη επιτυχία, οι καλεσμένοι χόρευαν για ώρες κάνοντας το σπίτι να τρέμει. Ο Σπύρος ρέμβαζε μόνος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και ακούγοντας τον απόηχο της μουσικής. Οι δύο αδελφές τον είχαν καλέσει κι αυτόν στον χορό αλλά αρνήθηκε την πρόσκληση, πρώτον γιατί δεν είχε καλά ρούχα για να εμφανιστεί στον κόσμο και δεύτερον γιατί έτρεφε μυστικά αισθήματα για την Κούλα και φοβόταν ότι θα ζηλέψει βλέποντάς την να χορεύει με άλλους άνδρες ευρωπαϊκούς χορούς που ο ίδιος δεν ήξερε. Επίσης είχε αρνηθεί και δεύτερη πρόσκληση: τον κάλεσαν οι γειτόνισσες πλύστρες που μόνιασαν για τις γιορτές και οργάνωσαν αποκριάτικο γλέντι, άκουγε κι αυτές που χόρευαν ελληνικούς χορούς. Στα διαλείμματα της μουσικής έφθαναν στα αυτιά του και οι ήχοι της κιθάρας από καντάδες έξω από την αυλή.

Μετά από μέρες ο φοιτητής έμαθε ότι μάλλον ως το Πάσχα θα γίνονταν ο γάμος της Κούλας με τον νεαρό ανθυπασπιστή. Την ίδια νύχτα ονειρεύτηκε ότι έπεσε ένα δόντι που τον ταλαιπωρούσε από καιρό. Και μετά τον γάμο, έπαψαν τελείως να τον πονούν τα δόντια του.[4]

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το διήγημα περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία καθώς το κεντρικό πρόσωπο και αφηγητής του διηγήματος θυμίζει τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη στα φοιτητικά του χρόνια. Το σπίτι όπου διαδραματίζεται η ιστορία ίσως είναι ένα από τα σπίτια που έμενε ο συγγραφέας στην ευρύτερη περιοχή της Πλάκας στην Αθήνα.[5]
  • Ο κεντρικός ήρωας στην Αποκριάτικη Νυχτιά έλκεται από τις γυναίκες αλλά ο έρωτας που αισθάνεται είναι πλατωνικός και παραμένει στην φαντασία του. Αρχικά είναι ερωτευμένος με τη φτωχή Φρόσω: «τὴν εἶχεν ἐρωτευθῆ πρό τινος χρόνου τὴν χλωµὴν λεπτοφυῆ κόρην, τὴν πτωχὴν κ' ἐργατικήν, … µὲ πλατωνικὸν ἔρωτα». Τόσο λίγο την πλησίαζε όμως που αρχικά δεν ήξερε ούτε το όνομά της. Λίγο αργότερα ερωτεύθηκε την πολύ γοητευτική Κούλα αλλά αρνήθηκε την πρόσκλησή της στον χορό καθώς δεν τολμούσε να εμφανιστεί στον κόσμο: «καὶ ἂν ἤθελε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν κόσµον δὲν εἶχε τὰ µέσα». Ένα άλλο γυναικείο πρόσωπο που αντιμετωπίζει σαν πειρασμό είναι η Μαρουσώ, η ψυχοκόρη της μιας νοικάρισσας. Το άχαρο κοριτσάκι μεγαλώνοντας είχε γίνει πολύ όμορφο – ο φοιτητής μπήκε στον πειρασμό να την φιλήσει αλλά συγκρατήθηκε.[6]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]