Αντισώματα έναντι του παγκρέατος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ως αυτοάνοσα χαρακτηρίζονται τα νοσήματα στα οποία ο οργανισμός στρέφεται εναντίον των ιδίων του των ιστών με αποτέλεσμα την πρόκληση φλεγμονής και την περαιτέρω καταστροφή αυτών, λόγω υπερδιέγερσης του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα αυτοαντισώματα στον ορό του αίματος σχετίζονται με ένα ή περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα και είναι χαρακτηριστικά για την διάγνωση κάθε τέτοιου νοσήματος (π.χ. αυτοαντισώματα ICA στην αυτοάνοση παγκρεατίτιδα, αυτοαντισώματα ds-DNA στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, αντι-Μi2 στην δερματομυοσίτιδα κτλ). Xαρακτηρίζονται από υψηλή χημική συγγένεια με το αντιγόνο, ολιγοειδικότητα και πιθανώς σχετίζονται με πολλαπλές σωματικές μεταλλάξεις. Μπορούν να ανιχνευθούν με ορολογικές – ανοσολογικές μεθόδους που περιλαμβάνουν τον άμεσο και έμμεσο ανοσοφθορισμό, την ανοσοκαθίζηση, την ανοσοποτύπωση, με ραδιοανοσολογικές και ανοσοενζυμικές μεθόδους (όπως για παράδειγμα η ανοσοπροσροφητική ενζυμική μέθοδο στερεάς φάσης ELISA). Η καταστροφή του παγκρέατος στα πλαίσια αυτοανοσίας σχετίζεται με την δράση μονοκυττάρων και κυτταροτοξικών Τ – λεμφοκυττάρων με συνοδή έκκριση κυτταροκινών από τα CD8 Τ – κύτταρα (κυτταρική αυτοανοσία κατά των β-κυττάρων του παγκρέατος).[1][2][3] Τα αυτοαντισώματα που σχετίζονται με την εμφάνιση αυτοάνοσης μορφής παγκρεατικής βλάβης είναι τα εξής: αντινησιδιακά αντισώματα (ICA), τα αντισώματα έναντι του υποδοχέα της ινσουλίνης, τα αντι – GAD65 αντισώματα, τα αντι – IAA αντισώματα, τα αντισώματα έναντι της ινσουλίνης και τα αντισώματα έναντι κυτταρικών στοιχείων του παγκρέατος που έχουν την μικρότερη συχνότητα εμφάνισης στον ορό αίματος των ασθενών.

Αντινησιδιακά αντισώματα (ICA)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αντινησιδιακά αντισώματα ανήκουν στην κατηγορία των IgG αντισωμάτων και χαρακτηρίζονται με αυτόν τον τρόπο λόγω του ότι στρέφονται ενάντια στα νησιδιακά κύτταρα του παγκρέατος, του ιδίου του οργανισμού. Είναι υπεύθυνα για την πρόκληση νοσημάτων, όπως το σύνδρομο Moersch-Woltman (ανίχνευση στον ορό του αίματος επιπλέον αντι – GAD65 αντισωμάτων έναντι του παγκρέατος) και σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι (ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης) κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα μια αυτοάνοση διεργασία μεσολαβούμενη από τα Τ λεμφοκύτταρα. Τα αυτοαντισώματα έναντι των κυττάρων των νησιδίων Langerhans χαρακτηρίζονται ως ICA και αναγνωρί¬ζουν αντιγόνα του κυτταροπλάσματος ή της κυτταρικής μεμβράνης των νησιδιακών κυττάρων, τα κυριότερα των οποίων είναι η αποκαρβοξυλάση του γλουταμινού οξέος, η ινσουλίνη, η πρωτεΐνη των νησιδιακών κυττάρων ΙΑ-2, η καρβοξυπεπτιδάση Η κ.α. Μελέτες σε φυσιολογικούς πληθυσμούς και σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι έχουν δείξει μια αύξηση της εμφάνισης των αυτοαντισωμάτων ICA σε ποσοστό 1-9 % σε συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη. Η ανίχνευσή τους γίνεται με ορολογικές μεθόδους, μέσω αντιδράσεων σύνδεσης του συμπληρώματος, με την τεχνική ELISA, καθώς και με την λήψη ιστοτεμαχίων από τον ασθενή κατά την διαδικασία του έμμεσου ανοσοφθορισμού.[4][5]

Aντισώματα έναντι του υποδοχέα της ινσουλίνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αντισώματα έναντι του υποδοχέα της ινσουλίνης αποτελούν τη δεύτερη κατηγορία αυτοαντισωμάτων που αναζητούνται σε ορολογικό έλεγχο ασθενούς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι και τύπου ΙΙ. Επιπλέον μπορεί να παρουσιαστούν και σε άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα και νοσήματα των νεφρών. Εμφανίζονται συχνά θετικά σε πρώτου βαθμού συγγενείς ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι κατά τον οποίον παρουσιάζονται επίσης θετικά αντισώματα ICA στον ορό του αίματος. Σε υψηλότερη συχνότητα ανιχνεύονται σε παιδιά στα οποία η καταστροφή των β κυττάρων είναι ταχύτερη, ο δε τίτλος τους ελαττώνεται με ταχύ ρυθμό μετά την κλινική εκδήλωση της νόσου. Ο μηχανισμός δράσης των αυτοαντισωμάτων έγκειται στην παρεμπόδιση της δέσμευσης της ινσουλίνης στον υποδοχέα της, στους περιφερικούς ιστούς, με αποτέλεσμα την εμφάνιση υπεργλυκαιμίας στον ορό του αίματος και ανιχνεύονται με ραδιοδεσμευτική ανάλυση (RBA) κατά κύριο λόγο, καθώς και με τις συνήθεις ορολογικές εξετάσεις ανίχνευσης αυτοαντισωμάτων.

Αντι-GAD αντισώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αυτοαντισώματα GAD διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανίχνευση, αλλά και την παρακολούθηση ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι. Το ένζυμο GAD είναι υπεύθυνο για την μετατροπή του γλουταμινικού οξέος σε γ-αμινοβουτυρικό οξύ (αμινοξύ GABA στον εγκέφαλο). Ανιχνεύεται στον εγκέφαλο και το περιφερικό νευρικό σύστημα (λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής για την επικοινωνία των κυττάρων και την μεταφορά νευρικών ώσεων), τους νεφρούς, το ήπαρ, τους ενδοκρινείς αδένες και το πάγκρεας. Ο ρόλος του στον μηχανισμό αυτοανοσίας, παραγόμενο από τα β-κύτταρα του παγκρέατος, έγκειται στην ανίχνευσή του από τον οργανισμό ως αντιγόνο με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση αυτοάνοσων μηχανισμών που οδηγούν στην καταστροφή των β-κυττάρων. Μέχρι σήμερα δεν έχουν εξακριβωθεί πλήρως οι μηχανισμοί αυτοανοσίας που σχετίζονται με τα αντι-GAD αντισώματα. Η ανίχνευση των αντι-GAD αντισωμάτων γίνεται κυρίως με ανοσοκαθίζηση της GAD ενζυμικής ενεργότητας, που ανευρίσκεται στο ανοσοκατακρημνιζόμενο μεμβρανικό σύμπλεγμα του αντιγόνου των κυττάρων των νησιδίων, καθώς και με την τεχνική RIA (ανίχνευση αυτοαντισωμάτων με τη χρήση ανθρώπινης ανασυνδυασμένης GAD). Τα αντι-GAD αντισώματα δύναται να ανιχνευθούν στον ορό του αίματος ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι ακόμα και μήνες μετά την εκδήλωση της νόσου. Η ταυτόχρονη ανίχνευση αντι-GAD65 και αντι-ΙΑ2 αντισωμάτων στον ορό του αίματος καθορίζει περίπου το 85 % μελλοντικών περιπτώσεων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι σε συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών. [6]

Αντισώματα έναντι της ινσουλίνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για ΙgG αυτοαντισώματα (ΙΑΑ) τα οποία στρέφονται έναντι της ίδιας της ορμόνης ρύθμισης των επιπέδων γλυκόζης του αίματος στον οργανισμό, της ινσουλίνης, ωστόσο παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αυξημένη επίπτωση σε ασθενείς υπό αγωγή με εξωγενή ινσουλίνη. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η παρεμπόδιση της δράσης της ορμόνης και η αδυναμία εισόδου της γλυκόζης και των ιόντων K+ στα κύτταρα της περιφέρειας. Σε αυτές τις περιπτώσεις ενδείκνυται προσδιορι¬σμός του πεπτιδίου C, το οποίο φυσιολογικά παράγεται από την μετατροπής της προινσουλίνης σε ινσουλίνη κατά την διαδικασία παραγωγής της στα β-κύτταρα του παγκρέατος. Ανιχνεύονται με ορολογικές μεθόδους, RIA (ραδιοανοσολογική μέθοδος) και ELISA και σχετικές μελέτες έχουν δείξει πως η συνυπάρχουσα εμφάνισή τους με τα αυτοαντισώματα ΙCA αυξάνει την επίπτωση του ινσουλινοεξαρτώμενου σακχαρώδη διαβήτη και ιδιαίτερα σε άτομα νεαρής ηλικίας.[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Cruse JM, Lewis RE. Atlas of immunology, CRC press, Springer, Heidelberg 1999
  2. Παυλάτου Μ. Ανοσολογία 4η έκδοση, Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας 2005;ΙSBN 960-372-080-1
  3. Goldsby R, Kindt T, Watson, Kuby J. Aνοσολογία, Ιατρικές εκδόσεις Πασχαλίδης 2007;ISBN 9789603995302
  4. Finkelberg DL, Sahani D, Deshpande V, Brugge WR. Autoimmune pancreatitis. N Engl J Med 2006;355:2670-2676
  5. 6. Juneja R, Hirsch IB, Naik RG, Brooks-Worrell BM, Greenbaum CJ, Palmer JP, Department of Medicine, Univercity of Washington, Seattle, WA 98108, USA: ICA antibodies and GAD antibodies, but not the clinical phenotype, help to identify type 1 diabetes, Metabolism: Clinical and Experimental 2001, 50(9):1008-1013
  6. Sorenson, R.L., D.G. Garry, and T.C. Brelje. 1991. Structural and functional considerations of GABA in islets of Langerhans. Diabetes. 40:1365–1374
  7. Baumert M, Takei K, Hartinger J, Burger PM, Fischer von Mollard G, Maycox PR, De Camilli P, Jahn R. P29: a novel tyrosine-phosphorylated membrane protein present in small clear vesicles of neurons and endocrine cells. J Cell Biol. 1990 Apr;110(4):1285–1294