Ανάκτορο του Βερολίνου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ανάκτορο του Βερολίνου
Berliner Schloss
Χάρτης
Είδοςαστικό ανάκτορο, σατώ[1], διοικητικό κτήριο[2] και πρώην κτίριο ή κατασκευή
Αρχιτεκτονικήμπαρόκ αρχιτεκτονική, αναγεννησιακή αρχιτεκτονική και νεοκλασική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες52°31′3″N 13°24′10″E
Διοικητική υπαγωγήΜίττε και Βερολίνο[2]
ΤοποθεσίαΜίττε
ΧώραΓερμανία[3][2]
Έναρξη κατασκευής1451
Κατεδάφιση1950
ΙδιοκτήτηςΟίκος του Χοεντσόλερν
ΑρχιτέκτοναςΑντρέας Σλούτερ, Rocco Guerrini, Johann Arnold Nering, Johann Friedrich Eosander von Göthe, Friedrich August Stüler, Albert Dietrich Schadow, Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ και Kaspar Theiss
ΧρηματοδότηςΙωακείμ Β΄ Έκτωρ του Βρανδεμβούργου
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το ανάκτορο του Βερολίνου ή ανάκτορο της πόλης του Βερολίνου, γερμ. Berliner Schloss ή Stadtschloss είναι ένα κτήριο στο κέντρο του Βερολίνου, που βρίσκεται στο Νησί των Μουσείων στη Σλόσπλατς, έναντι του πάρκου Λούστγκαρτεν. Ήταν η κατοικία του εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου, του βασιλιά της Πρωσίας και του αυτοκράτορα της Γερμανίας. Τη δεκαετία του 1950 γκρεμίστηκε από την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας, αλλά ανακατασκευάστηκε και οι εργασίες τελειώνουν το 2019. Θα είναι η έδρα του Χούμπολτ Φόρουμ, ενός μουσείου για τον πολιτισμό του κόσμου, συνέχεια του δωματίου της Αρχαίας Πρωσσικής Τέχνης, μουσείου που περιεχόταν στο ανάκτορο του Βερολίνου. Το Χούμπολτ Φόρουμ έχει περιγραφεί ως το γερμανικό ισοδύναμο του Βρετανικού Μουσείου.

Το ανάκτορο (της πόλης) του Βερολίνου το 1920.

Το ανάκτορο κτίστηκε αρχικά τον 15ο αι., άλλαξε όμως στους πρώτους αιώνες λειτουργίας του. Έφερε χαρακτηριστικά του ρυθμού Μπαρόκ και το σχήμα του, που τελειοποιήθηκε στα μέσα του 18ου αι., αποδίδεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του στον Γερμανό αρχιτέκτονα Αντρέας Σλύτερ· τα πρώτα του σχέδια είναι μάλλον από το 1702, αν και το ανάκτορο περιέλαβε παλαιότερα τμήματα του 1688 του Νικόντεμους Τέσσιν. Υπηρέτησε ως διαμονή των διαφόρων εκλεκτόρων του Βρανδεμβούργου. Ήταν η κύρια και η χειμερινή κατοικία των Χοεντσόλλερν βασιλέων της Πρωσσίας από το 1701 ως το 1918. Έπειτα από την ενοποίηση της Γερμανίας το 1871, έγινε επίσης η κεντρική κατοικία των αυτοκρατόρων (κάιζερ) της Γερμανίας. Έπειτα από τη διακήρυξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το 1918, το ανάκτορο έγινε μουσείο. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπέστη βαριές ζημιές από τον βομβαρδισμό των Συμμάχων. Αν και μπορούσε να επισκευαστεί, γκρεμίστηκε το 1950 από τις αρχές της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρά την κριτική. Στη δεκαετία του 1970 κτίστηκε στη θέση του το ανάκτορο της Δημοκρατίας, αλλά αυτό γκρεμίστηκε το 2008 για να επανοικοδομηθεί το παλαιό ανάκτορο.

Έπειτα από την ενοποίηση της Γερμανίας, αποφασίστηκε να ξανακτισθεί όλο το εξωτερικό τού ανακτόρου, με το αρχικό στυλ του, εκτός από την ανατολική πλευρά. Το εσωτερικό θα είναι σύγχρονο, εκτός από τις προσόψεις μίας των αυλών του, που κατασκευάζονται με το αρχικό στυλ (αυλή του Σλύτερ, Σλύτερχοφ). Πάντως το δάπεδο σχεδιάστηκε, ώστε να επιτρέπει δυνατή ανακατασκευή αξιοσημείωτων ιστορικών δωματίων. Το κτήριο θα στεγάσει το μουσείο Χούμπολτ Φόρουμ και το σύνολο των γραφείων του κοινοβουλίου· προγραμματίστηκε να τελειώσει στις 14 Σεπτεμβρίου 2019.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Wolf Burchard. "What's the point of rebuilding Germany's palace". Apollo Magazine. Retrieved 2018-09-07.
  • Tim Adams. "Neil MacGregor: 'Britain forgets its past. Germany confronts it' | Culture". The Guardian. Retrieved 2017-06-07.
  • "So verlief das Richtfest am Berliner Schloss (Topping-out wreath ceremony at the Palace, German article)". Tagesspiegel. Retrieved 13 June 2015.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]