Αμπόλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δύο άνδρες που φορούν αμπόλες, όπως απεικονίζονται στα ανάγλυφα της αψίδας θριάμβου του Σεπτιμίου Σευήρου στη Ρώμη.

Η αμπόλα (λατ. abolla) ήταν είδος ενδύματος, ένας μακρύς μανδύας που φορούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι και το σχέδιό του βασιζόταν πάνω σε έναν μάλλινο μανδύα των αρχαίων Ελλήνων.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αμπόλα ήταν κατασκευασμένη από χοντρό μαλλί και τη φορούσαν όπως τη χλαμύδα. Πιανόταν δηλαδή μπροστά στον λαιμό ή πάνω στον ώμο με μια πόρπη ή έναν κόμπο, έπεφτε ίσια γύρω από το σώμα και άφηνε ελεύθερους τους βραχίονες, καθώς δεν είχε μανίκια. Αποτελούσε έτσι πολύ βολικό ένδυμα για περπάτημα και ελεύθερες κινήσεις. Για αυτό και στην πρώτη του μορφή ήταν το τυπικό ένδυμα της εκστρατείας και του πολέμου. Σε ρωμαϊκά ανάγλυφα μπορούμε να τη διακρίνουμε από τον σάγο, καθώς είναι πιο κοντή και λιγότερο φαρδιά από αυτόν.

Αναφορές στη γραμματεία - ποιοι τη φορούσαν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρωμαίος γραμματικός Νόνιος Μάρκελλος αναφέρει ένα απόσπασμα του Βάρρωνα προκειμένου να δείξει ότι ήταν ένα στρατιωτικό ένδυμα (vestis militaris), το οποίο φορούσαν οι απλοί στρατιώτες, και έτσι ήταν αντίθετο με την τόγκα. Ωστόσο η αμπόλα δεν περιοριζόταν στον ρόλο της στρατιωτικής ενδυμασίας, αλλά φοριόταν και στην πόλη.[1] Ιδιαιτέρως τη φορούσαν οι στωικοί φιλόσοφοι που κυκλοφορούσαν στη Ρώμη ως το pallium philosophicum, όπως ακριβώς οι Έλληνες φιλόσοφοι συνήθιζαν να ξεχωρίζουν τους εαυτούς τους φορώντας έναν συγκεκριμένο τύπο ενδύματος.[2] Μέχρι που υπάρχει και η έκφραση στον Γιουβενάλη «facinus majoris abollae», με την έννοια ένα έγκλημα που διαπράχθηκε από έναν «βαθύ φιλόσοφο».[3][4][5]

Ο όρος abolla είναι στην πραγματικότητα εκλατινισμός της αρχαίας ελληνικής λέξεως ἀμβόλλα (πιθανώς από τη λέξη ἀναβολή), που σήμαινε έναν χαλαρό μάλλινο μανδύα.[6]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Σουητώνιου Καλιγούλας, 35
  2. Mart. iv. 53, viii. 48
  3. Γιουβενάλης, iv. 75
  4. Heinrich: On Juvenal, l.c.
  5. Becker: Gallus, τόμ. ii, σελ. 99
  6. Smith (1870). «Ambolla». Λεξικό των ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων. 1. Βοστώνη: Little, Brown and Company, σσ. 2. http://www.ancientlibrary.com/smith-dgra/0009.html.  Αρχειοθετήθηκε 2013-05-11 στο Wayback Machine. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2021. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το λήμμα «αβόλα» στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, έκδ. 2006, τόμος 1, σελ. 127
  • The Wordsworth Dictionary of Phrase and Fable

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]