Αμβρόσιος Χαρκόβου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμβρόσιος Χαρκόβου
Γενικές πληροφορίες
Όνομα γεννήσεωςАлексей Иосифович Ключарёв
Γέννηση17ιουλ. / 29  Μαρτίου 1820γρηγ.
Αλεξάντροφ
Θάνατος3ιουλ. / 16  Σεπτεμβρίου 1901γρηγ.
Χάρκοβο
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
ΣπουδέςΘεολογική Ακαδημία της Μόσχας
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαεπίσκοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αρχιεπίσκοπος Αμβρόσιος, κατά κόσμο Αλεξέι Ιωσήφοβιτς Κλιουτσάρεφ (ρωσ. Архиепископ Амвросий, Алексей Иосифович Ключарёв, 17 Μαρτίου 1820 – 3 Σεπτεμβρίου 1901), ήταν ιεράρχης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, συγκεκριμένα Αρχιεπίσκοπος Χαρκόβου και νωρίτερα Επίσκοπος Ντμίτροφ.

Ο Αμβρόσιος-Αλεξέι γεννήθηκε στην πόλη Αλεξάντροφ, στο τότε Κυβερνείο του Βλαντίμιρ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, και ο πατέρας του Ιωσήφ ήταν ιερέας, ενώ και η μητέρα του Μαρία το γένος Σελέζνεβα καταγόταν επίσης από ιερατική οικογένεια. Ο Αμβρόσιος σπούδασε στην Εκκλησιαστική Σχολή του Περεσλάβλ, κατόπιν στη Θεολογική Σχολή «Βηθανία» (όπου επίσης διακρίθηκε) και τέλος στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας, μετά την οποία το 1844 με πτυχίο θεολογίας διορίσθηκε στη Σχολή «Βηθανία» ως καθηγητής της λογικής, της ψυχολογίας και της λατινικής γλώσσας. Στην Ακαδημία της Μόσχας επηρεάσθηκε από τις διαλέξεις του Μητοπολίτη και μετέπειτα Αγίου Φιλαρέτου, και του Ιννοκεντίου της Αλάσκας. Το 1845 εγκρίθηκε και μεταπυχιακή εργασία του και έλαβε τον τίτλο του καθηγητή.

Το 1860 πέθανε η σύζυγός του και ο πεντάχρονος γιος τους. Την ίδια χρονιά ίδρυσε θρησκευτικό περιοδικό. Τότε περίπου ήρθε πολύ κοντά στον Ιννοκέντιο, ο οποίος εκτιμούσε ιδιαίτερα τις διανοητικές ικανότητές του και τον προσέλκυσε στο ιεραποστολικό έργο. Κατόπιν επιμονής του, ο χήρος πλέον Κλιουτσάρεφ έγινε ιερομόναχος[1] στις 7 Νοεμβρίου 1877 με το όνομα Αμβρόσιος (στη μνήμη του Αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων) και την επόμενη ημέρα του δόθηκε ο τίτλος του αρχιμανδρίτη.

Στις 15 Ιανουαρίου 1878 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Μοζάισκ, στη συνέχεια, στις 6 Απριλίου 1878, έγινε Επίσκοπος Ντμίτροφ, ενώ μετά τον θάνατο του Ιννοκεντίου (Μητροπολίτη Μόσχας από το 1868) και μέχρι την άφιξη του νεοδιορισθέντος Μητροπολίτη Μακαρίου στη Μόσχα, ο Αμβρόσιος διοικούσε προσωρινά ως τοποτηρητής (βικάριος) και τη Μητρόπολη της Μόσχας (1879). Στις 22 Σεπτεμβρίου 1882 διορίστηκε Επίσκοπος Χαρκόβου και Αχτίρσκ, διαδεχόμενος τον Ιουστίνο, ο οποίος ανέλαβε την Επισκοπή Ποδολίας και Μπράτσλαβ. Στις 20 Μαρτίου 1886 η Επισκοπή Χαρκόβου αναβαθμίσθηκε σε αρχιεπισκοπή και ο Αμβρόσιος απέκτησε τον τίτλο του αρχιεπισκόπου.

Στη Μητρόπολη του Χαρκόβου ο Αμβρόσιος ομογενοποίησε την εκκλησιαστική μουσική, αποκατέστησε δύο μονές, δημιούργησε 62 νέες ενορίες, ίδρυσε πολλά εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα, καθώς και ιεραποστολικό συμβούλιο για την καταπολέμηση των αιρέσεων. Απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών, στην εξοχική αρχιεπισκοπική κατοικία κοντά στο Χάρκοβο. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον διαδέχθηκε ο Φλαβιανός, κατά κόσμο Νικολάι Ν. Γκοροντέτσκυ.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βλασ. Ιω. Φειδά: Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 4, σελ. 712