Αμβρόσιος Γιουσκέβιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμβρόσιος Γιουσκέβιτς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1690 (περίπου)[1]
Ουκρανία
Θάνατος28  Μαΐου 1745[1]
Αγία Πετρούπολη
Τόπος ταφήςΝόβγκοροντ
Χώρα πολιτογράφησηςΡωσική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
ΣπουδέςΑκαδημία Κιέβου-Μοχίλα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααρχιεπίσκοπος
bishop of Novgorod
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αρχιεπίσκοπος Αμβρόσιος, κατά κόσμο Αντρέι Γιουσκέβιτς (ρωσ. Архиепископ Амвросий, Андрей Юшкевич, 1690 – 17 Μαΐου 1745), ήταν σημαντικός ιεράρχης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, συγκεκριμένα Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ και Βελικολούκι.

Ο Αμβρόσιος γεννήθηκε (ως Αντρέι) στη λεγόμενη Μικρή Ρωσία, στη σημερινή βόρεια Ουκρανία, και σπούδασε στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου, όπου αργότερα δίδαξε. Το 1731 διορίσθηκε ηγούμενος της Μονής του Αγίου Πνεύματος της Βίλνα και όντας σε αυτή τη θέση τράβηξε την προσοχή του Αρχιεπισκόπου Κιέβου, Γαλικίας και πάσης Μικράς Ρωσίας Ραφαήλ (Ζαμπόρσκι), ο οποίος αγωνιζόταν εναντίον της Ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας στη Βίλνα (το σημερινό Βίλνιους της Λιθουανίας). Στις 10 Ιουνίου 1734 ο Αμβρόσιος κλήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, την πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, και διορίσθηκε ηγούμενος της Μονής Σίμονοφ της Μόσχας, λαμβάνοντας τον τίτλο του αρχιμανδρίτη. Στις 2 Φεβρουαρίου 1736 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Βόλογκντα και Μπελοζέρσκ, διαδεχόμενος τον Έλληνα επίσκοπο Αθανάσιο, κατά κόσμο Αναστάσιο Παΐσιο-Κονδοΐδη από την Κρήτη. Στις 29 Μαΐου 1740 ο Αμβρόσιος διορίστηκε Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ και Βελικολούκι, διαδεχόμενος εδώ τον εξαιρετικά μορφωμένο Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη, που είχε αποβιώσει τριάμισυ χρόνια νωρίτερα. Από αυτή τη θέση ο Αμβρόσιος προσέφερε πολλά στον πνευματικό διαφωτισμό. Τη θεολογική σχολή που ίδρυσε ο Μητροπολίτης Ιώβ τη μετέτρεψε σε Σχολή του Νόβγκοροντ, τοποθετώντας την μέσα στη Μονή του Αγίου Αντωνίου. Οι καθηγητές της κλήθηκαν από τον ίδιο από το Κίεβο. Αργότερα κληροδότησε ολόκληρη την πλούσια βιβλιοθήκη του στη Σχολή του Νόβγκοροντ.

Ο Αμβρόσιος ανέπτυξε μεγάλη εκκλησιαστική αλλά και πολιτική δράση. Υπήρξε ένας από τους πλέον θερμούς και ισχυρούς υποστηρικτές της πριγκίπισσας Άννας Λεοπόλδοβνας και αντίπαλος της πριγκίπισσας Ελισάβετ Πέτροβνας. Ωστόσο όταν η Ελισάβετ επεκράτησε και στέφθηκε Αυτοκράτειρα το 1741 ο Αμβρόσιος πέτυχε να αποκτήσει την εύνοιά της. Μεταξύ των έργων του, μεγάλη φήμη απέκτησε η «Θεμελιώδης ένδειξις των διαφορών μεταξύ της Ελληνικής και της Ρωμαϊκής παπικής Εκκλησίας» (Αγ. Πετρούπολη 1742).

Την 1η Μαΐου 1744 ο Αμβρόσιος ασθένησε βαριά και πήρε ένα μήνα άδεια «προκειμένου να αναρρώσει», όπως και έγινε, αλλά στις αρχές του 1745, ενώ βρισκόταν στην πρωτεύουσα, αρρώστησε ξανά. Ο Αμβρόσιος απεβίωσε στις 17 Μαΐου 1745 στην Αγία Πετρούπολη σε ηλικία 54-55 ετών και, σύμφωνα με την πνευματική του διαθήκη, τάφηκε στη Μονή του Αγίου Αντωνίου στο Νόβγκοροντ.[2] Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Νόβγκοροντ τον διαδέχθηκε ο Στέφανος, κατά κόσμο Συμεών Καλινόφσκι, έως τότε Επίσκοπος Πσκοφ και Νάρβας.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Словарь русских писателей XVIII века. Выпуск 3: Р—Я» (Ρωσικά) Nauka. Αγία Πετρούπολη. 2010. ISBN-13 978-5-02-025203-5.
  2. Το λήμμα «АМВРОСИЙ» στην Православная Энциклопедия (Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια), στη ρωσική γλώσσα. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2010.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βλασίου Ιω. Φειδά: Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 4, σελ. 712