Αμίτερνον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το αμφιθέατρο του Αμιτέρνου
Το θέατρο του Αμιτέρνου

Το Αμίτερνον (λατ. Amiternum) ήταν αρχαία πόλη των Σαβίνων, και μετέπειτα ρωμαϊκή, που βρισκόταν στην περιφέρεια Αμπρούτσο της σημερινής Ιταλίας, περίπου 9 χιλιόμετρα από τη σημερινή πόλη Λ' Άκουιλα. Το Αμίτερνον ήταν η γενέτειρα του Ρωμαίου ιστορικού και πολιτκού Σαλλούστιου (γενν. 86 π.Χ.).[1] Τα ερείπιά της σώζονται σήμερα ως αρχαιολογικός τόπος.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θέση της πόλεως αυτής, στο ανώτερο τμήμα της κοιλάδας του ποταμού Ατέρνο, την κατέστησε μία από τις σημαντικότερες των Σαβίνων.[1] Κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το έτος 293 π.Χ..

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή το Αμίτερνον βρισκόταν στο σταυροδρόμι τεσσάρων ρωμαϊκών οδών: της Καικιλία οδού, της Νέας Κλαυδίας οδού και των δύο κλάδων της Σαλαρίας οδού.[2]

Σήμερα υπάρχουν αρκετά καλοδιατηρημένα ερείπια ενός αμφιθεάτρου και ενός θεάτρου, αμφότερα της αυτοκρατορικής περιόδου της Ρώμης, ενώ πάνω στον διπλανό λόφο (όπου το σημερινό χωριό Σαν Βιττορίνο) σώζονται χριστιανικές κατακόμβες.[2][1] Στις αρχαιολογικές ανασκαφές του Αμιτέρνου βρέθηκε ένα γνωστό ρωμαϊκό νεκρικό ανάγλυφο του 1ου αιώνα π.Χ., που παριστάνει τη ρωμαϊκή επικήδεια πομπή (pompa και στη λατινική γλώσσα).[3]

Εκκλησιαστική ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύγχρονη ονομασία του διπλανού χωριού είναι Σαν Βιττορίνο, προς τιμή του Χριστιανού μάρτυρα Αγίου Βικτωρίνου, ο οποίος θεωρείται ως ο πρώτος επίσκοπος του Αμιτέρνου, που υποτίθεται ότι κατείχε την έδρα την εποχή των διωγμών (96-98 μ.Χ.) του Αυτοκράτορα Νέρβα, παρά το ότι άλλες πηγές τοποθετούν την ίδρυση της επισκοπής περί το έτος 300.

Επίσκοποι Αμιτέρνου των οποίων τα ονόματα διασώθηκαν ήταν επίσης ο Κβοντβουλτντέους (Quodvultdeus), ο Καστόριος (που αναφέρεται από τον Πάπα Γρηγόριο Α΄), ο Άγιος Κεττέος ή Περεγρίνος (που μαρτύρησε από τους Λομβαρδούς το 597) και ο Λεόντιος, αδελφός του Πάπα Στεφάνου Β΄. Ο τελευταίος γνωστός επίσκοπος Αμιτέρνου ήταν ο Λουδοβίκος (Ludovicus), που αναφέρεται ότι έλαβε μέρος σε μια σύνοδο στη Ρώμη το έτος 1069. Την ίδια περίπου εποχή, η επισκοπή καταργήθηκε και η επικράτειά της συγχωνεύθηκε στην Επισκοπή του Ριέτι. Στα μέσα του 13ου αιώνα ο πληθυσμός μεταφέρθηκε στη νεοϊδρυθείσα πόλη της Λ' Άκουιλα, η οποία έγινε έδρα νέας, ομώνυμης επισκοπής από τον Πάπα Αλέξανδρο Δ΄ στις 20 Φεβρουαρίου 1257, η οποία ενσωμάτωσε εκ νέου την επικράτεια της παλαιάς Επισκοπής του Αμιτέρνου.[4][5][6]

Ωστόσο η ονομασία της επαναφέρθηκε σε χρήση από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία από το 1966 ως ονομαστική έδρα τιτουλάριου επισκόπου και από το 1976 τιτουλάριου αρχιεπισκόπου.[7]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 S.P. Oakley (13 Οκτωβρίου 2005). A Commentary on Livy, Books VI-X, Τόμος IV: Βιβλίο X. Oxford University Press. σελίδες 414+. ISBN 978-0-19-156924-1. 
  2. 2,0 2,1 Chisholm 1911.
  3. Fred Kleiner (8 Ιανουαρίου 2009). Gardner’s Art through the Ages: The Western Perspective. Cengage Learning. σελίδες 195 κ.ε. ISBN 0-495-57360-4. 
  4. Giuseppe Cappelletti: Le chiese d'Italia dalla loro origine sino ai nostri giorni, τόμος XXI, Βενετία 1870, σσ. 417-418
  5. Francesco Lanzoni: Le diocesi d'Italia dalle origini al principio del secolo VII (an. 604), τόμ. I, Faenza 1927, σσ. 359-363
  6. Pius Bonifacius Gams: Series episcoporum Ecclesiae Catholicae, Λειψία 1931, σελ. 851
  7. Annuario Pontificio 2013, Libreria Editrice Vaticana, 2013, ISBN 978-88-209-9070-1, σελ. 831

Πηγές και εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]