Αιγίκερας
Αιγίκερας | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Το είδος Aegiceras corniculatum
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
Το αιγίκερας (Aegiceras) είναι γένος δικοτυλήδονων αειθαλών φυτών, υδρόφιλων θάμνων ή δέντρων που φυτρώνουν στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, την Ινδονησία, την Αυστραλία και νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού.[1][2] Συναντώνται ως μαγκρόβια βλάστηση σε παραλιακές περιοχές ή σε εκβολές ποταμών.[2]
Το γένος περιγράφηκε για πρώτη φορά επιστημονικά το 1788 από τον Γερμανό βοτανολόγο Γιόζεφ Γκαίρτνερ.[3][4] Η ονομασία του ετυμολογείται απο δύο ελληνικές λέξεις, τις αίξ (γεν. αιγός, που σημαίνει «γίδα») και κέρας (= κέρατο), και οφείλεται στο ότι οι καρποί του έχουν σχήμα κέρατου γίδας, με πολύ καμπύλο σχήμα.[5] Χαρακτηριστικό του γένους είναι ότι τα έμβρυά του αρχίζουν να αναπτύσσονται από τους σπόρους μέσα στους καρπούς, ενώ αυτοί βρίσκονται ακόμα πάνω στα κλαδιά του φυτού. Ο κάλυκας του άνθους μοιάζει με κύπελλο και έχει τα σέπαλα και τα πέταλα ενωμένα μεταξύ τους.
Είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν μόνο δύο είδη αιγικέρατος[1], τα εξής:
- Aegiceras corniculatum (L.), Blanco
- Aegiceras floridum, Roem. & Schult.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 «Aegiceras Gaertn.| Plants of the World Online | Kew Science». Plants of the World Online. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2021.
- ↑ 2,0 2,1 Harden, G.J. (1990). «PlantNET - FloraOnline; Aegiceras». plantnet.rbgsyd.nsw.gov.au. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2021.
- ↑ [https://biodiversity.org.au/nsl/services/rest/name/apni/77198 Το Aegiceras στο Australian Plant Name Index, IBIS database
- ↑ Sturm, J.G. & Gaertner, Josep: De fructibus et seminibus plantarum (στη λατινική), τόμ. 1, Sumtibus Auctoris, Typis Academiae Carolinae 1788, σελ. 216, t. 46, fig.
- ↑ Glenn Wightman: «Mangroves of the Northern Territory, Australia Identification and Traditional Use», Northern Territory Botanical Bulletin, τόμος 31 (έτος 2006), σελ. 44
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τσοκανάς, Στάθης: Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 2, σελίδα 547